Cyber Crime, Διαδικτυακές απειλές, Εγκλήματα, Παιδιά

Παιδοφιλία και Διαδίκτυο: Ένας κίνδυνος της σύγχρονης εποχής

Κατά καιρούς, η επικαιρότητα μας ξαφνιάζει ή μας αφυπνίζει, με θέματα, που αναδεικνύει. Η διαδικτυακή θυματοποίηση των παιδιών από το ψηφιακό έγκλημα, εμφανίζεται ως μια σοβαρή παγκόσμια πρόκληση, που έχει ανοίξει τη συζήτηση σε πολλούς τομείς, συμπεριλαμβανομένου του νομοθετικού και νομικού συστήματος, της επιστήμης και εν γένει του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η ευρεία πρόσβαση στο διαδίκτυο, έχει δημιουργήσει νέες δυνατότητες διάπραξης εγκληματικών πράξεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, η παιδοφιλία και η παιδική πορνογραφία (Miranzi & Miranzi Neto, 2017). Αυτή η επικαιρότητα, υπογραμμίζει την ανάγκη για δράση και πρόληψη από την κοινότητα, τους οργανισμούς και τις αρχές επιβολής του νόμου, ενώ, ταυτόχρονα, οδηγεί σε συζητήσεις για την ανάπτυξη νέων προγραμμάτων και πολιτικών, που να αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα με αποτελεσματικό τρόπο. Το παρόν άρθρο, εστιάζει στη σχέση της παιδοφιλίας με το διαδίκτυο, εξετάζοντας τον επιπολασμό του φαινομένου, τους μηχανισμούς που το υποστηρίζουν αλλά και τις εναλλακτικές προληπτικές κατευθύνσεις, που μπορούν να εφαρμοστούν, για την καταπολέμηση του.

Η παιδοφιλία, ορίζεται, ως η σεξουαλική προτίμηση για παιδιά πριν την αναπτυξιακή περίοδο της εφηβείας (American Psychiatric Association, 2013). H σεξουαλική προτίμηση για τα παιδιά προεφηβικής ηλικίας, ωστόσο, αποτελεί παράγοντα κινδύνου, για τη διάπραξη σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (Bailey et al., 2016a; Seto, 2018). Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ παιδοφιλίας και παιδεραστίας, είναι ότι η πρώτη, δεν απαιτεί σεξουαλική παρενόχληση ή/και κακοποίηση ανηλίκου, άρα ένας παιδόφιλος, δεν είναι, απαραίτητα, παιδεραστής (Camilleri, & Quinsey, 2008; Whitakeretal., 2008). Έχει υπολογιστεί ότι περίπου οι μισοί, από τους αναγνωρισμένους σεξουαλικούς παραβάτες, κατά των παιδιών, δεν θεωρούνται παιδεραστές (Seto, 2018), ενώ σε κάποιες περιπτώσεις τέτοιου είδους εγκλήματα, μπορεί να οφείλονται και σε άλλες συννοσηρές καταστάσεις, όπως διαταραχές ελέγχου παρορμήσεων (Tenbergen et al., 2015) ή αντικοινωνικότητα (Seto, 2018). Ακόμη, εντοπίζονται περιπτώσεις που πολλοί παιδόφιλοι, ζουν χωρίς να έχουν διαπράξει αδικήματα (Bailey et al., 2016b; Berlin, 2014; Cantor & McPhail, 2016; Seto, 2018). Παρόλα αυτά, η παιδοφιλία και η παιδεραστία, συχνά, συγχέονται και χρησιμοποιούνται ως συνώνυμες έννοιες στην κοινή γνώμη (Goode, 2010; Jahnke & Hoyer, 2013). Η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία (APA), υποστηρίζει ότι η παιδεραστία, είναι μια ψυχική διαταραχή και ότι σεξουαλικές πράξεις, μεταξύ ενηλίκων και παιδιών, είναι πάντα προς τη λάθος κατεύθυνση. Για αυτό και η δράση τους, είναι και πρέπει να λογίζεται ως εγκληματική πράξη (Statement of the American Psychological Association Regarding Pedophilia and the Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (DSM-5), 2013).

Οι παιδόφιλοι, φαίνεται να έχουν ναρκισσιστικά και ψυχοπαθητικά (αντικοινωνικά) χαρακτηριστικά. Δεν έχουν ενσυναίσθηση για τα θύματά τους, ούτε μετανοούν για τις πράξεις τους, καθώς η παιδοφιλία, είναι στην ουσία αυτοερωτική ψυχοσεξουαλική διαταραχή αναγκαστικού  τύπου.  Από  την  άλλη,  στο  ψηφιακό  περιβάλλον  οι  παιδόφιλοι, εκμεταλλεύονται διάφορες διαδικτυακές πλατφόρμες, για την προσέλκυση και την επικοινωνία με πιθανά θύματα. Χρησιμοποιούν επίπλαστα προφίλ και ψευδείς υποσχέσεις, για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των παιδιών. Επιπλέον, τα διαδικτυακά φαινόμενα, όπως η παιδική πορνογραφία και η σεξουαλική εκμετάλλευση, μεταδίδονται εύκολα και αναπαράγονται ραγδαία, μέσω του διαδικτύου. Ακόμη, άξιο λόγου, είναι πως για να θεωρηθεί κάποιος εγκληματίας παιδόφιλος, δεν είναι απαραίτητο να προβεί σε σεξουαλική πράξη, καθώς ακόμη και η έκθεση, προβολή, αναπαραγωγή και διακίνηση πορνογραφικού υλικού ανηλίκων, αποτελεί εξίσου έγκλημα.

To διαδικτυακό σεξουαλικό έγκλημα, είναι ένα από τα νέα εγκληματικά φαινόμενα της ψηφιακής εποχής. Επηρεάζει, εξίσου, ενήλικες και ανήλικους και διευκολύνεται από την τεχνολογική επέκταση, την αυξανόμενη κάλυψη στο διαδίκτυο και την ευρεία διαθεσιμότητα κινητών συσκευών (Online Sexual Coercion and Extortion of Children, Europol). Η συνάντηση ειδικών για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, την παιδική πορνογραφία και την παιδοφιλία στο διαδίκτυο, που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 1999, είχε ως στόχο να αναλυθούν οι πτυχές της παιδοφιλίας και της παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο, καθώς και οι προκλήσεις που προκύπτουν από αυτές τις δραστηριότητες σε διεθνές επίπεδο. Η συνάντηση αυτή, συνέβαλε στην ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ χωρών και φορέων για την αντιμετώπιση αυτού του παγκόσμιου προβλήματος.

Με το διαδίκτυο, οι παιδόφιλοι, μπορούν να παρουσιάζουν πλευρές του εαυτού τους, που αλλιώς θα παρέμεναν κρυμμένες ή αδρανείς (Quayle & Taylor, 2001). Σύμφωνα με τον Danet (1998), τόσο η ανωνυμία όσο και ο ‘’παιχνιδιάρικος χαρακτήρας’’ του διαδικτύου, δυνητικά μπορεί να απελευθερώνει όλα τα είδη συμπεριφοράς (όπως την ενήλικη σεξουαλική συμπεριφορά), που διαφορετικά μπορεί να μην εκδηλώνονταν (Palandri & Green, 2000). Σύμφωνα με τους Taylor, Holland, και Quayle (2001), οι παιδόφιλοι χρησιμοποιούν το διαδίκτυο: για την διακίνηση παιδικής πορνογραφίας, για να έρθουν σε επαφή, με ανήλικα θύματα, προκειμένου να τα παρενοχλήσουν και για να δικτυωθούν με άλλους παιδόφιλους.

Ερευνητικά, τα ποσοστά, καταδεικνύουν, πως η αύξηση της διαδικτυακής χρήσης, συνδέεται στενά με την αύξηση των περιστατικών παιδοφιλίας (Miranzi & Miranzi Neto, 2017). Σύμφωνα με μελέτες, ένα σημαντικό ποσοστό των παιδοφιλικών επιθέσεων, λαμβάνει χώρα, μέσω του διαδικτύου. Τα παιδιά και οι νέοι, που χρησιμοποιούν διάφορες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και εφαρμογές, είναι ευάλωτοι σε ανεπιθύμητη επαφή από παιδόφιλους. Όσον αφορά τα ποσοστά της παιδεραστίας, υπάρχει έλλειψη ακριβούς γνώσης και συστηματικών δεδομένων, καθώς τα άτομα με αυτή τη διαταραχή, τείνουν να αποκρύπτουν τέτοιες τάσεις, επομένως, τα σχετικά δεδομένα, προέρχονται, κυρίως, από δικαστικές (ιατροδικαστικές) υποθέσεις ή αρχεία ατόμων, που καταδικάστηκαν για παιδεραστία. Αυτά τα δεδομένα, ωστόσο, δείχνουν ότι οι παιδόφιλοι είναι σχεδόν αποκλειστικά άνδρες (Unicef, 2020), ενώ αυτή η διαταραχή ως εκτίμηση ψυχικής διαταραχής, σπάνια, εντοπίζεται στις γυναίκες, καθώς φαίνεται πως είναι ακόμη πιο δύσκολο να βρεθεί, διότι οι γυναίκες, αναμένεται -στερεοτυπικά-, να είναι και πιο φροντιστικές προς το παιδί.

Για την πρόληψη της παιδοφιλίας στο διαδίκτυο, απαιτούνται πολυεπίπεδες παρεμβάσεις. Οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και οι λοιποί φροντιστές, οφείλουν να είναι ενημερωμένοι για τους κινδύνους και τα σημάδια της παιδοφιλίας στο διαδίκτυο. Επιπλέον, οι διαδικτυακές πλατφόρμες και τα κοινωνικά δίκτυα, πρέπει να εφαρμόζουν, αποτελεσματικούς μηχανισμούς ανίχνευσης και αναφοράς παιδικής εκμετάλλευσης. Ο νομοθέτης, οφείλει, να είναι παρών και να αφουγκράζεται τις συνέπειες της τεχνολογικής προόδου και της μετάβασης στην ψηφιακή εποχή, ενώ η επιστήμη της ψυχολογίας, έχει αναπτύξει πολλές θεωρίες και τυπολογίες, ωστόσο, τίποτα έως σήμερα, δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Πολλοί παιδόφιλοι και γενικά άτομα με παραφιλίες, δεν θεωρούν ότι είναι άρρωστα και προσέρχονται στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας μόνο όταν η συμπεριφορά τους τα φέρει σε σύγκρουση με το οικογενειακό περιβάλλον ή με το νόμο. Μια βασική παράμετρος στην αποτελεσματικότητα, οποιασδήποτε θεραπευτικής προσέγγισης, είναι η επιθυμία του ίδιου του ατόμου να αλλάξει τη συμπεριφορά του και να συνεργαστεί με τον ειδικό. Επιπλέον, κανένα μοντέλο κατηγοριοποίησης (τυπολογίες), δεν είναι ικανό να προβλέψει πιθανή υποτροπή ή να προτείνει αποτελεσματικά κάποια θεραπευτική προσέγγιση (Simmons, 2015), όμως, δεν παύει να αποτελεί ένα θέμα ανοιχτό προς διερεύνηση, για την επιστημονική κοινότητα, καθώς η επιστημονική έρευνα, έχει ως βασικό χαρακτηριστικό της, το γεγονός ότι δεν αποτελεί τελεσίδικη γνώση. Τέλος, μια χρήσιμη αναφορά, αποτελεί οτι η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, έχει αρχίσει, να αντιλαμβάνεται πως η υπόθεση της παιδοφιλίας, δεν θα λυθεί μόνο μέσα από καμπάνιες ενημέρωσης του γενικού πληθυσμού και εκπαίδευσης των ανθρώπων, που εμπλέκονται στη φροντίδα του παιδιού, αλλά και από τη στροφή των ειδικών προς την ρίζα του προβλήματος: τους ίδιους τους παιδόφιλους, μέσα από τη δημιουργία εξειδικευμένων κέντρων, καθώς έχει φανεί τόσο από έρευνες όσο και από την κλινική πράξη, πως μπορούν οι εξειδικευμένοι επαγγελματίες, να βοηθήσουν τους παιδόφιλους, μέσα από την ψυχοθεραπεία στην τροποποίηση της σεξουαλικής συμπεριφοράς και του δυσλειτουργικού τρόπου σκέψης, μετά από τις αυτόματες σεξουαλικές σκέψεις, αλλά και σε ψυχιατρικό επίπεδο φαρμακευτικά, κατευνάζοντας, ουσιαστικά, τις ορμές και τον παρορμητισμό προς τη σεξουαλική συμπεριφορά.

Συμπερασματικά, η παιδοφιλία στο διαδίκτυο, αποτελεί μια σοβαρή παγκόσμια πρόκληση, που απαιτεί ολοκληρωμένες προσεγγίσεις για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη ότι η κοινωνία συνολικά, αλλά και η επιστήμη ειδικότερα, χρειάζεται να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να λύσουν το πρόβλημα στη ρίζα του, φεύγοντας από το στάδιο του -δικαιολογημένου- θύμου προς το επίπεδο της ένταξης των ανθρώπων αυτών σε ελεγχόμενα πλαίσια προστασίας του εαυτού τους και των άλλων, μέσα από ψυχιατρική και ψυχοθεραπευτική παρέμβαση, ψυχοεκπαίδευση, αλλά και την πρόληψη υποτροπής, με απώτερο στόχο την σταδιακή και ομαλή επανένταξη τους στο κοινωνικό πλαίσιο, αλλά και την παράλληλη προστασία των παιδιών, από ενδεχόμενη θυματοποίηση.

Προτεινόμενη σχετική αρθρογραφία & video:

Τι μπορεί να υπάρχει στο μυαλό ενός παιδόφιλου. Το Ψυχολογικό Προφίλ Ενός Παιδόφιλου.

Παιδοφιλία ή Παιδεραστία; Ποια είναι η διαφορά;

Παιδεραστία, η μάστιγα που υπονομεύει ολόκληρη την κοινωνία. Σκιαγραφώντας το προφίλ ενός παιδικού πορνογράφου.

Στα Ηλεκτρονικά Ίχνη Των Παιδόφιλων: Ε. Σφακιανάκης-Κ. Ιωάννου.

Παιδοφιλία: Ψυχιατρική Οπτική. Παπαδημητριάδης Δ.

Παιδοφιλία & Διαδίκτυο.

Πηγές:

American Psychiatric Association (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Washington, DC: Author.

Unicef, (2020). Action to End Child Sexual Abuse and Exploitation https://www.unicef.org/media/89206/file/CSAE-Brief-v3.pdf

World Health Organization. (2019). International statistical classification of diseases and related health problems (11th ed.).