Γράφει η Άννα Μπαλώκα
Η ψηφιακή ενδοοικογενειακή κακοποίηση, μια σύγχρονη μορφή ελέγχου και παρενόχλησης, είναι όλο ένα και πιο διαδεδομένο ζήτημα στον δικτυωμένο κόσμο μας. Αυτή η μορφή κακοποίησης αξιοποιεί την τεχνολογία για τον εκφοβισμό, τον έλεγχο και τη χειραγώγηση των θυμάτων, αφήνοντας συχνά βαθιά ψυχολογικά σημάδια όπως οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης.
Πιο συγκεκριμένα, οι θύτες χρησιμοποιούν διάφορα ψηφιακά εργαλεία για τους κακόβουλους σκοπούς τους. Η διαδικτυακή παρακολούθηση, κατά την οποία οι θύτες δημιουργούν ψεύτικους λογαριασμούς για να παρακολουθούν τις διαδικτυακές δραστηριότητες των θυμάτων τους, είναι συνηθισμένη. Συχνά παρακολουθούν λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στέλνουν απειλητικά μηνύματα ή διαδίδουν ψευδείς πληροφορίες. Η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού (spyware) και εντοπισμού GPS για την παρακολούθηση της τοποθεσίας και των επικοινωνιών του θύματος είναι μια άλλη ανησυχητική τάση. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι επιτήδειοι επιδίδονται επίσης σε σεξουαλική κακοποίηση με βάση την εικόνα, απειλώντας να δημοσιοποιήσουν προσωπικό περιεχόμενο, το οποίο κι έχουν αποκτήσει μέσω της μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης στις συσκευές των θυμάτων, στην ηλεκτρονική τους αλληλογραφία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτά τα εργαλεία δίνουν στους θύτες μια αίσθηση συνεχόμενης παρουσίας, επηρεάζοντας σοβαρά την αίσθηση ελευθερίας και ιδιωτικότητας των θυμάτων.
Η άνοδος της ψηφιακής ενδοοικογενειακής κακοποίησης αναδεικνύει τη σκοτεινή πλευρά της τεχνολογικής προόδου. Ενώ η τεχνολογία έχει επιφέρει πολυάριθμα οφέλη, έχει επίσης ανοίξει νέους δρόμους για την κακοποίηση. Η εύκολη πρόσβαση σε προσωπικές πληροφορίες στο διαδίκτυο, σε συνδυασμό με την ανωνυμία που μπορεί να προσφέρει, ενθαρρύνει τους θύτες και καθιστά δύσκολο τον εντοπισμό και τη δίωξή τους. Μία από τις κρίσιμες προκλήσεις για την καταπολέμηση της ψηφιακής ενδοοικογενειακής κακοποίησης είναι η έλλειψη ευαισθητοποίησης και κατανόησης. Τα θύματα μπορεί να μην αναγνωρίζουν αμέσως τα σημάδια της ψηφιακής κακοποίησης ή να αισθάνονται αβοήθητα απέναντι στην τεχνολογική δεινότητα των κακοποιητών τους. Επιπλέον, υπάρχει σημαντικό κενό στα νομικά πλαίσια παγκοσμίως για την αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτής της μορφής κακοποίησης. Οι υφιστάμενοι νόμοι συχνά δεν συμβαδίζουν με την ταχέως εξελισσόμενη φύση της τεχνολογίας, αφήνοντας τα θύματα χωρίς επαρκή νομική προσφυγή.
Μια άλλη ανησυχία είναι η κανονικοποίηση της επιτήρησης και του ελέγχου στις σχέσεις, συχνά υπό το πρόσχημα της ασφάλειας ή της φροντίδας. Είναι ζωτικής σημασίας η εκπαίδευση των ανθρώπων σχετικά με τα υγιή όρια των σχέσεων, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού της ψηφιακής ιδιωτικότητας και αυτονομίας. Οι εταιρείες τεχνολογίας χρειάζεται, επίσης, να αναλάβουν κάποιο ρόλο. Χρειάζεται να διασφαλίσουν ότι τα προϊόντα τους δεν διευκολύνουν την κατάχρηση. Αυτή η ευθύνη περιλαμβάνει το σχεδιασμό προϊόντων με γνώμονα την ασφάλεια, όπως η εφαρμογή ισχυρών χαρακτηριστικών προστασίας της ιδιωτικής ζωής. Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρχουν ευκολότεροι τρόποι για τα θύματα να αναφέρουν την κακοποίηση και να ζητούν βοήθεια.
Οι υπηρεσίες υποστήριξης για τα θύματα ψηφιακής ενδοοικογενειακής κακοποίησης είναι απαραίτητες. Οι υπηρεσίες αυτές θα πρέπει να προσφέρουν όχι μόνο νομική και ψυχολογική υποστήριξη, αλλά και καθοδήγηση σχετικά με την ψηφιακή ασφάλεια και την προστασία της ιδιωτικής ζωής. Η εκπαίδευση των επαγγελματιών της αστυνομίας και των δικηγόρων σχετικά με τις αποχρώσεις της ψηφιακής κακοποίησης είναι εξίσου σημαντική για να διασφαλιστεί ότι μπορούν να υποστηρίξουν αποτελεσματικά τα θύματα και να καταστήσουν τους θύτες υπόλογους.
Συμπερασματικά, η ψηφιακή ενδοοικογενειακή κακοποίηση είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα που απαιτεί μια πολύπλευρη προσέγγιση. Η ενίσχυση των νομικών πλαισίων, η ευαισθητοποίηση, η προώθηση της ψηφιακής ασφάλειας και η απόδοση ευθυνών στις εταιρείες τεχνολογίας αποτελούν κρίσιμα βήματα για την αντιμετώπιση αυτού του αυξανόμενου προβλήματος. Καθώς η ζωή μας γίνεται όλο και πιο ψηφιακή, η διασφάλιση ότι η τεχνολογία αποτελεί εργαλείο ενδυνάμωσης και όχι κακοποίησης είναι πιο σημαντική από ποτέ.
Συστάσεις για την αντιμετώπιση επιβλαβών συμπεριφορών:
- Αλλάξτε όλους τους κωδικούς πρόσβασης σε λογαριασμούς και συσκευές όταν τελειώνει μια σχέση. Αυτό περιλαμβάνει τις έξυπνες συσκευές και τις συνδεδεμένες στο διαδίκτυο συσκευές στο σπίτι.
- Αποφύγετε τους κωδικούς πρόσβασης που θα μπορούσε να μαντέψει ένας οικείος ή πρώην σύντροφος.
- Ελέγξτε όλες τις συσκευές με σύνδεση στο διαδίκτυο για προεγκατεστημένους ανιχνευτές spyware (όπως κινητά τηλέφωνα, φορητούς υπολογιστές, έξυπνες συσκευές παρακολούθησης φυσικής κατάστασης και φορητές συσκευές). Τα cookies πρέπει να διαγράφονται και το ιστορικό του προγράμματος περιήγησης να καθαρίζεται.
- Έχετε υπόψη σας ότι τα δώρα, τα παιχνίδια και άλλα φαινομενικά αθώα αντικείμενα μπορεί να περιέχουν κρυφές κάμερες, μικρόφωνα ή ανιχνευτές GPS, γι’ αυτό ελέγξτε αυτά τα αντικείμενα αν προέρχονται από έναν σύντροφο που ασκεί κακοποίηση.
- Ελέγξτε το απόρρητο και τις διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στους λογαριασμούς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Πηγές:
https://www.womensaid.org.uk/wp–content/uploads/2015/04/APPGReport2017-270217.pdf
Η εθελοντική ομάδα του CSI Institute, αποτελούμενη από εξειδικευμένους επιστήμονες όπως, ψυχολόγους, εγκληματολόγους, κοινωνιολόγους καθώς και τεχνικούς δικτύων & πληροφορικής, είναι κοντά σας παρέχοντας πληροφορία, ενημέρωση και γνώση μέσα από ποικίλα θέματα αρθρογραφίας.