Εγκλήματα, Συμπεριφορά, Ψυχική υγεία

Παιδική πορνογραφία: Το προφίλ του δράστη

Μεγάλες διαστάσεις στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα έχει πάρει το θέμα της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης και παιδικής πορνογραφίας. Πρόκειται για ένα φαινόμενο διαφυλετικό και διαταξικό, ένα από τα πιο σκοτεινά μυστικά της κοινωνίας, με ανυπολόγιστες ψυχολογικές και κοινωνικές διαστάσεις. Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν στο διαδίκτυο είναι πάρα πολλοί και δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, σπάνια γίνονται εις βάθος συζητήσεις με τα παιδιά αναφορικά με το τι μπορούν, τι πρέπει και τι όχι να κάνουν στο διαδίκτυο. Η ιλιγγιώδης ανάπτυξη της χρήσης του διαδικτύου αποτελεί προσοδοφόρο έδαφος για αυτούς που βλέπουν τα παιδιά ως θηράματα, προκειμένου να αναπτύξουν τέτοιες συμπεριφορές. 

Σημαντικό ρόλο στο έγκλημα αυτό δεν αποτελεί μόνο η απεικόνιση του ανήλικου αλλά ο αντίκτυπος που έχει η απεικόνιση αυτή στον δράστη, δηλαδή η σεξουαλική διέγερση που του προκαλείται. Ως παιδική πορνογραφία ορίζεται η οποιαδήποτε αναπαράσταση, με οποιοδήποτε μέσο, παιδιού εμπλεκόμενου σε πραγματικές ή εικονικές γενετήσιες δραστηριότητες ή κάθε απεικόνιση των γενετήσιων οργάνων παιδιού για πρωτεύοντος σεξουαλικούς σκοπούς.

Οι δράστες του εγκλήματος αυτού είναι «παιδόφιλοι», μία ψυχοσεξουαλική διαταραχή, ένας τύπος παραφιλίας, με έντονες σεξουαλικές παρορμήσεις για παιδιά. Οι περισσότεροι παιδόφιλοι γνωρίζουν την έλξη τους για τα παιδιά γύρω στις αρχές της εφηβείας τους ή προς το τέλος της, αν και έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου εμφανίζεται στη μέση ηλικία. Δεν είναι λίγες οι φορές όμως που δράστες του εγκλήματος της παιδικής πορνογραφίας είναι άτομα που έλκονται από καινούργιες σεξουαλικές εμπειρίες ή που αναζητούν κέρδος μέσα από την διακίνηση και εμπορία πορνογραφικού υλικού. Τα διαγνωστικά κριτήρια για ένα παιδόφιλο περιλαμβάνουν :

  • επαναλαμβανόμενες και έντονες σεξουαλικά φαντασίες, ωθήσεις ή συμπεριφορές που αφορούν σεξουαλικές πράξεις με ένα προεφηβικό παιδί
  • φαντασίες, ωθήσεις ή συμπεριφορά που οδηγεί σε κλινικά σημαντικό κίνδυνο (ανησυχία, κατάθλιψη) ή την εξασθένιση σε κοινωνική, εργασιακή ή άλλη σημαντική πτυχή της λειτουργίας του ως άνθρωπος
  • το άτομο είναι δεκαέξι ετών ή μεγαλύτερο και έχει τουλάχιστον πέντε χρόνια ηλικιακή διαφορά από το παιδί

Η κοινωνική αναπαράσταση για το δράστη του εγκλήματος της παιδικής πορνογραφίας είναι ότι προσπαθεί να προσεγγίσει παιδιά υποκρινόμενος τον συνομήλικό τους, με σκοπό να έρθει σε σεξουαλική επαφή μαζί του – φαινόμενο «Grooming». Ωστόσο, μελέτες έχουν δείξει πως αρκετοί από τους δράστες γνωστοποιούν την ηλικία τους και προσπαθούν να προσεγγίσουν τους ανήλικους όχι με παραπλάνηση, αλλά στηριζόμενοι στο χτίσιμο μίας σχέσης εμπιστοσύνης, ώστε το παιδί να τους θεωρήσει ως φίλους και να αναζητήσει το ίδιο την προσωπική επαφή.

Το στερεότυπο του κλασικού παιδόφιλου και οι εικόνες που έχουμε από τις ταινίες είναι πως πρόκειται για ένα άτομο μοναχικό, εσωστρεφές, κοινωνικά περιορισμένο, που ζει ακόμη με τους γονείς του, στο υπόγειο του σπιτιού και θα τον συναντήσει κανείς σε παιδικές χαρές να χαζεύει παιδάκια. Είναι όμως πάντα έτσι; Η απάντηση είναι όχι! Τα άτομα που διακινούν υλικό παιδικής πορνογραφίας δεν είναι πάντα παιδόφιλοι. Μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε! Μπορεί να είναι άτομα που έλκονται από πορνογραφικό υλικό με ανήλικους ή που επιζητούν το κέρδος από αυτό. Λόγω της περιπλοκότητας του συγκεκριμένου φαινομένου, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ένα συγκεκριμένο προφίλ. Μπορεί να είναι άτομα κοινωνικά, ιδιαίτερα ευφυή και ικανά, άνθρωποι της διπλανής πόρτας ενώ συνήθως πρόκειται για άτομα πέραν πάσης υποψίας.

Σε αρκετές περιπτώσεις, οι δράστες έχουν υπάρξει και οι ίδιοι στο παρελθόν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης. Το τραυματικό αυτό γεγονός τους δημιούργησε την ψυχοσεξουαλική διαταραχή της παιδοφιλίας, έχοντας ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός φαύλου κύκλου θυματοποίησης και εναλλαγής των ρόλων δράστη-θύματος. Συνήθως, ο δράστης προσπαθεί να δικαιολογήσει την πράξη του, προκειμένου να απαλλαγεί από τις ενοχές ενώ πολλές είναι οι περιπτώσεις όπου οι δράστες έχουν μια ριζωμένη, ισχυρή πεποίθηση ότι αυτό που κάνουν δεν είναι έγκλημα, αλλά απολύτως νόμιμο και λογικό. Ακριβώς όπως ένας βιαστής μπορεί να προσπαθήσει να δικαιολογήσει το βιασμό ενός θύματος, ότι δηλαδή το ίδιο το θύμα το προκάλεσε είτε μέσω του προκλητικού του ενδύματος είτε μέσω της συμπεριφοράς του, έτσι λειτουργεί και ο παιδόφιλος. Αυτές οι αιτιολογήσεις αποτελούν γνωστικές διαστρεβλώσεις.

Από την ψηφιακή ανάλυση των ηλεκτρονικών ιχνών ήδη εξιχνιασμένων υποθέσεων έχει προκύψει πως οι δράστες προσεγγίζουν τα ανήλικα θύματά τους μέσω forums, chat-rooms και των social media, σε αρκετές περιπτώσεις παριστάνουν ότι είναι συνομήλικοί τους, κερδίζουν σταδιακά την εμπιστοσύνη τους και τους αποσπούν ερωτικές φωτογραφίες και βίντεο.

Η συνέχεια; Είτε τους εκβιάζουν προκειμένου να μπορέσουν να συνευρεθούν ερωτικά μαζί τους, είτε διαμοιράζουν το υλικό που έχουν στην κατοχή τους σε άλλους χρήστες (Peer to Peer) είτε επιδιώκουν την ανταλλαγή και την πώληση του υλικού αυτού.

Μια κοινή τακτική των παιδόφιλων και των παιδικών προαγωγών είναι να παρουσιάζουν την πορνογραφία στα παιδιά ως ένα τρόπο που μειώνει τους όποιους δισταγμούς τους, κάνοντας τη να φανεί ότι αυτός ο τύπος δραστηριότητας είναι αποδεκτός.

Το «δόλωμα» για τα θύματα συνήθως αφορά σε κάτι που θα άγγιζε όλους τους ανήλικους, όπως για παράδειγμα: «Μόλις τσακώθηκα με τους γονείς μου. Ποτέ δε με καταλαβαίνουν. Νιώθω πάρα πολύ άσχημα, θέλω να σηκωθώ να φύγω απ’ το σπίτι». Αμέσως το ανυποψίαστο θύμα, θα μπει στη θέση του, θα ταυτιστεί και εντέλει… θα «τσιμπήσει». Ο σκοπός πίσω από τον δελεασμό αυτό είναι να καταφέρει ο δράστης να αποκτήσει έλεγχο πάνω στο θύμα και να εκμεταλλευτεί την όποια αδυναμία ή ανάγκη του, προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη του και να αναπτυχθεί ένας δεσμός μεταξύ τους. Τα παιδιά σε αυτή την τρυφερή ηλικία είναι ιδιαίτερα ευάλωτα, νιώθουν ότι κανείς δεν τους καταλαβαίνει, αισθάνονται τους γονείς τους «απέναντί τους», νιώθουν μόνα, μπορεί να έχουν ανάγκη από χρήματα ή να έχουν σεξουαλική περιέργεια ή απειρία. Όλα αυτά όμως οι δράστες τα γνωρίζουν και είναι κάτι παραπάνω από έτοιμοι να αφουγκραστούν τις ανάγκες τους και να τις ικανοποιήσουν. Κάπως έτσι λοιπόν τα παιδιά πέφτουν στην παγίδα.

Μια περιοχή όπου οι δράστες χτυπούν είναι αυτή των νέων αγοριών που είναι αβέβαια για τη σεξουαλικότητα τους. Συχνά ο δράστης μπορεί να προσφέρει αλκοόλ και ναρκωτικά στο θύμα με απώτερο σκοπό να το εκμεταλλευτεί σεξουαλικά. Όταν οι ενδοιασμοί του θύματος χαλαρώσουν, η προσπάθεια να εμπλακεί σεξουαλικά με το θύμα εμφανίζεται είτε σαν πρόταση, είτε σαν εξαναγκασμός, είτε μέσω χρήσης της φυσικής του δύναμης. Εναλλακτικά, εάν το θύμα αναρωτιέται αν έχει ή όχι έναν ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό, ο δράστης μπορεί να ενεργήσει σαν σύμβουλος με σχέδιο την έναρξη του θύματος σε ομοφυλοφιλικές δραστηριότητες. Μόλις το θύμα συμμετάσχει στη σεξουαλική δραστηριότητα, ο φόβος του να γίνει γνωστό δίνει στο δράστη τη δύναμη να τον χειραγωγήσει όπως θέλει.

Από τη στιγμή που θα ξεκινήσει η επικοινωνία με το θύμα, ο δράστης φροντίζει με κάθε τρόπο να χτίσει την «τέλεια εικόνα» ώστε να το φέρει στο σημείο που θέλει. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της κερδισμένης εμπιστοσύνης, καθώς ο δράστης μπαίνει στο ρόλο αυτού που νοιάζεται πραγματικά για το θύμα, που το ακούει, το καταλαβαίνει και είναι εκεί για αυτό. Θα προσπαθήσει αρχικά να χτίσει μια φιλία με το παιδί για να το κάνει να τον εμπιστευθεί. Είναι διαθέσιμος στη συζήτηση και αλληλεπιδρά με το θύμα για να παρέχει την υποστήριξη και τις συμβουλές του. Δεδομένου ότι ο δράστης γίνεται σιγά σιγά γνωστός στο θύμα, αυτό παραπλανάται ψυχολογικά και συναισθηματικά μειώνοντας τους ενδοιασμούς του και αποκαλύπτοντας στο δράστη όλο και περισσότερα πράγματα για τον εαυτό του. Καθώς λοιπόν το θύμα εμπιστεύεται τον δράστη ως έναν ορισμένο βαθμό, αυτός μπορεί να ζητήσει φωτογραφίες, τις οποίες μετά χρησιμοποιεί για να έρθει σε σεξουαλική επαφή μαζί του.

Μόλις πραγματοποιηθεί η σεξουαλική επαφή με το θύμα, οι δράστες κινητοποιούνται αμέσως προκειμένου να μη φτάσει κανείς στα ίχνη τους. Προσπαθούν να πείσουν το παιδί ότι το αγαπούν ή/και αντίστροφα. Μπορεί να πουν στο θύμα ότι εάν η σεξουαλική τους επαφή γίνει γνωστή, οι ίδιοι οι δράστες θα πάνε φυλακή. Δεδομένης της σχέσης που έχει κάνει ο δράστης το παιδί να πιστεύει ότι έχει αναπτυχθεί, το θύμα δεν μπορεί να επωμιστεί το βάρος ότι θα είναι υπεύθυνο για κάτι τέτοιο κι έτσι παραμένει σιωπηλό. Αν πάλι το παιδί αρνείται να κρατήσει τη σχέση μυστική, τότε ξεκινούν οι απειλές. Συνήθως αυτές εστιάζουν –ειδικά εάν το εμπλεκόμενο άτομο είναι γνωστό κοινωνικά ή υπεράνω υποψίας- στο ότι κανείς δε θα το πιστέψει, μιας και ο λόγος του δεν έχει αξία μπροστά στου δράστη.

Η κακοποίηση και ιδιαίτερα η σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων αποτελεί μάστιγα στην εποχή μας. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα σεξουαλικώς κακοποιητικά άτομα μοιράζονται ορισμένα συμπεριφοριστικά χαρακτηριστικά με άτομα που κακοποιούν γενικά. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να εξετάζουμε και να αναλύουμε τις συμπεριφορές των δραστών προκειμένου να ανακαλύψουμε τη λογική που κρύβεται πίσω από αυτές, πληροφορίες για τους ίδιους και την ψυχοσύνθεσή τους, για τα θύματα που επιλέγουν, προκειμένου κάποια στιγμή… να μπει ένα τέλος!