Η εξιχνίαση εγκλημάτων του παρελθόντος αποτελεί ένα πολύ σημαντικό ζήτημα και στις ΗΠΑ έχουν συσταθεί και ειδικές ομάδες για την περαιτέρω έρευνα και επίλυσή τους. Οι οικογένειες των θυμάτων συνεχίζουν να ελπίζουν, ακόμα και πολλά χρόνια μετά, στην εξιχνίαση της υπόθεσης αγαπημένων τους προσώπων και στη σύλληψη του δράστη. Οι λεγόμενες ‘’cold cases’’ κεντρίζουν σε μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και συχνά μεταφέρονται στη μικρή οθόνη ως αυτοτελή επεισόδια σειρών ή ολοκληρωμένες σειρές που επιχειρούν να ρίξουν φως ή να απευθύνουν κάλεσμα στον κόσμο για κοινοποίηση άγνωστων μέχρι προσφάτως στοιχείων. Πάντως, πολλές υποθέσεις τέτοιου είδους έχουν επιλυθεί χάρις στην τεχνολογία εύρεσης DNA.
Μια τέτοια υπόθεση είναι και η δολοφονία της Sarah Yarborough που συντάραξε συθέμελα την κοινότητα Federal Way στην πολιτεία της Washington. Η Sarah, ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι, βρέθηκε δολοφονημένη και ημίγυμνη στο χώρο του τοπικού λυκείου το 1991. Οι ερευνητές ακολούθησαν πάνω από 4.000 στοιχεία και προσπάθησαν να βρουν τον ένοχο της αποτρόπαιης πράξης, όμως αυτό δε συνέβη παρά 28(!) χρόνια μετά, χάρις στην εξέλιξη της τεχνολογίας εύρεσης DNA και την καταχώρηση των DNA ανθρώπων σε δημόσιες βάσεις δεδομένων. Συγκεκριμένα, το κορίτσι έφτασε ένα πρωινό του Δεκεμβρίου το 1991 στο σχολείο της, ώστε να συναντήσει την ομάδα cheerleading που συμμετείχε. Όμως, η Sarah βρέθηκε αργότερα μακριά από το αμάξι της, σε μια δασώδη περιοχή, δολοφονημένη. Δεν είχε βιαστεί, όμως οι ερευνητές κατάφεραν να συλλέξουν δείγμα σπέρματος από τα ρούχα της. Για πολλά χρόνια, δεν μπόρεσαν να ταιριάξουν το δείγμα με τα υπάρχοντα DNA του τοπικού συστήματος. Όμως, το 2019 όλα άλλαξαν. Η καταχώρηση DNA σε δημόσια databases και η διερεύνηση των οικογενειακών δέντρων για την ταυτοποίηση υπόπτων έμελλαν να γίνουν τα σημεία τομής για την επίλυση της υπόθεσης.
Οι ερευνητές κατάφεραν μέσω αυτών των μεθόδων να φτάσουν στην πολυπόθητη σύλληψη του δράστη, Patrick Nicholas, 28 χρόνια μετά. Αφού τον ταυτοποίησαν ως πιθανό δράστη, τον παρακολούθησαν, συνέλλεξαν DNA του από μια γόπα και στη συνέχεια συνέκριναν το δείγμα σπέρματος από τα ρούχα του θύματος με αυτό από το τσιγάρο. Με τον τρόπο αυτό, μπήκε ένα τέλος στην υπόθεση της δεκαεξάχρονης κοπέλας που η ζωή της τελείωσε τόσο άδοξα ένα κρύο πρωινό του Δεκέμβρη πριν από 33 χρόνια. Ο θύτης μάλιστα είχε επιδιώξει να βιάσει άλλες δυο κοπέλες το 1984, για τα οποία αδικήματα είχε καταδικασθεί αρχικά σε δέκα χρόνια φυλάκισης. Όμως, για διάφορους λόγους, αποφυλακίσθηκε νωρίτερα, και συγκεκριμένα, 3 χρόνια μετά. Για ακόμα μια φορά, η αποτυχία του συστήματος και της ποινικής δικαιοσύνης, όχι μόνο οδήγησαν στην αποφυλάκιση ενός πολύ επικίνδυνου άνδρα, ο οποίος κατά λέξη δήλωσε ‘’αντιλαμβάνομαι πως έχω πρόβλημα αναφορικά με το βιασμό κοριτσιών. Ήμουν έτοιμος να εξαναγκάσω το κορίτσι σε ερωτική συνεύρεση στο πάρκο εκείνη τη μέρα και συνειδητοποίησα πως κάτι τέτοιο δεν είναι σωστό. Χρειάζομαι βοήθεια.’’ (“I realize that I have a problem concerning raping girls. I was going to force the girl to have sex with me that day in the park, and I realize that is not right. I want help for my problem.”), αλλά, και στη δολοφονία μιας έφηβης. Ίσως, αν ο δράστης εξέτιε ολόκληρη την ποινή του ή δεχόταν την κατάλληλη βοήθεια που επιζήτησε και ο ίδιος από τις Αρχές, η Sarah να ζούσε σήμερα και να μην αποτελούσε ένα true-crime επεισόδιο.
Η αποτυχία του ποινικού συστήματος και της δικαιοσύνης γενικότερα είναι ένα τεράστιο θέμα με πολλές προεκτάσεις και ιδιαιτέρως σύνθετο. Όμως, όσον αφορά την υπόθεση, η τεχνολογία για ακόμα μια φορά βοήθησε σημαντικά στο να επέλθει τέλος στην υπόθεση της Sarah και στη σύλληψη του δράστη, έστω και 28 χρόνια μετά τη σοκαριστική δολοφονία. Όσο η τεχνολογία εξελίσσεται, ακόμα περισσότερες υποθέσεις θα επιλύονται, οδηγώντας τους δράστες στη φυλακή και τις οικογένειες των θυμάτων στη λύτρωση.
Πηγές
Ονομάζομαι Ραφαήλ Αδαμίδης και είμαι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, καθώς και του Μεταπτυχιακού Προγράμματος της Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Είμαι εθελοντής αρθρογράφος στο Διεθνές Ινστιτούτο Κυβερνοασφάλειας (CSI Institute).