Ασφάλεια διαδικτύου, Διαδικτυακές απειλές, Έφηβος, Παιδιά

Διαδικτυακή αποπλάνηση – «online grooming» και εγκληματολογικές προσεγγίσεις

Το φαινόμενο κακοποίησης ανηλίκων καθώς και κάθε εγκληματική πράξη κατά της γενετήσιας ελευθερίας, παρουσιάζουν ταχύτατη αύξηση στον διαδικτυακό χώρο, προσβάλλοντας την ανηλικότητα, με ολέθριες ψυχολογικές συνέπειες για τα ανήλικα θύματα. Η διαδικτυακή αποπλάνηση ή αλλιώς «online grooming», προσδιορίζεται ως μια διαδικασία όπου συνιστά επαφή του δράστη με το θύμα με στόχο την κακοποίηση του θύματος και η οποία λαμβάνει δράση στον διαδικτυακό χώρο.

Το διαδίκτυο αποτελεί τον τόπο του εγκλήματος για τους δράστες – groomers, καθώς δρουν ανενόχλητα και μπορούν να επιλέγουν τα θύματά τους ανάμεσα σε χιλιάδες ανυποψίαστους χρήστες. Σε αυτό το πλαίσιο, η ελεύθερη προσβασιμότητα του δράστη στο διαδίκτυο και προσέγγιση των εν δυνάμει θυμάτων, αποδεικνύονται ως ένα εύκολο «παιχνίδι» αποπλάνησης.  Συχνά υπάρχει σύνδεση με την παιδοφιλία, ωστόσο δεν συνυπάρχουν πάντοτε και κατά συνέπεια ο «online groomer» δεν είναι υποχρεωτικά παιδόφιλος.

Σύμφωνα με τις εγκληματολογικές προσεγγίσεις, η διαδικτυακή αποπλάνηση έγκειται σε μια συμπεριφορά επικεντρωμένη στην προσέλκυση των παιδιών για την τέλεση κακοποιητικών πράξεων. Σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο, αφορά τη προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους και τιμωρείται ως αξιόποινη εγκληματική πράξη. Το συγκεκριμένο φαινόμενο χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα  και η διαπίστωση για το αν μια πράξη συνιστά όντως διαδικτυακή αποπλάνηση δύσκολα συνάγεται, ωστόσο υπάρχουν συγκεκριμένες κοινές συμπεριφορές στη μεθοδολογία των δραστών που υποδεικνύουν πως πρόκειται για online grooming.

Αρχικά, παρατηρούνται δυσκολίες στη διαμόρφωση πλήρους γνώσης των χαρακτηριστικών στοιχείων των δραστών διαδικτυακής αποπλάνησης, ωστόσο, έπειτα από εμπειρικές μελέτες έχουν καταγραφεί κάποια πρότυπα κατάταξης των δραστών. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς των ατόμων αυτών είναι η επιδίωξη πρόσβασης σε εικόνες κακοποίησης παιδιών, εμπορία εικόνων παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, η διακίνηση εικόνων κακοποίησης παιδιών ή η πρόσβαση σε τέτοιες εικόνες με στόχο το οικονομικό όφελος. Γενικότερα, οι δράστες διακρίνονται σε αυτούς που υποκινούνται από τις εσωτερικές και φαντασιακές επιθυμίες, ώστε να ικανοποιήσουν μέσω του διαδικτύου τις σεξουαλικές τους ανάγκες, γνωστοί  και ως «fantasy users», και σε αυτούς που επιθυμούν τη συνάντηση με ανήλικα θύματα για τη σεξουαλική τους κακοποίηση.

Η υιοθέτηση της διαδικτυακής αποπλάνησης με σκοπό την προσωπική ικανοποίηση και εκπλήρωση της φαντασίας, δεν αίρει το ποινικό κολάσιμο της πράξης  και χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερες σοβαρές ψυχιατρικές προεκτάσεις. Βασικότερος στόχος των groomers είναι η συναισθηματική σύνδεση με τα ανήλικα παιδιά καθώς έτσι επιτυγχάνεται πολύ πιο εύκολα ο στόχος της αποπλάνησης. Συχνά, προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους ανάλογα με την αντίδραση και τη συμπεριφορά των θυμάτων τους για να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα αντίστασης και άρνησης προς τις απαιτούμενες πράξεις. Σε κάθε περίπτωση, οι διαδικτυακοί δράστες, εντοπίζουν και εκμεταλλεύονται ευάλωτα συναισθηματικά άτομα, που ίσως βιώνουν έλλειψη ενδιαφέροντος και παραμέληση από τον περίγυρό τους και επιζητούν το ενδιαφέρον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Για αυτόν τον λόγο, η «εισβολή» του groomer ως έμπιστου φίλου και μέντορα, εμπνέει τον ανήλικο χρήστη να εξωτερικεύσει συναισθήματα και να ικανοποιήσει κάθε αίτημά του ενδεχόμενου κακοποιητή του.

Σύμφωνα με τις εγκληματολογικές θεωρίες, το φαινόμενο της διαδικτυακής αποπλάνησης αναλύεται και επεξηγείται με στόχο την όσο το δυνατόν βαθύτερη κατανόηση του φαινομένου. Συγκεκριμένα, με βάση τη θεωρία της ορθολογικής επιλογής, ο δράστης σταθμίζει τα οφέλη της εγκληματικής πράξης με το ενδεχόμενο κόστος ή ποινή που θα επισύρει αυτή η πράξη. Ο δράστης οργανώνει πριν την τέλεση της πράξης τα στάδια προσέγγισης, την επιλογή χρόνου και τόπου, βάσει στρατηγικής με σκοπό την ελαχιστοποίηση πιθανότητας παγίδευσής του. Το διαδίκτυο διευκολύνει σημαντικά τη δράση του καθώς δημιουργεί σταδιακά ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς με το θύμα, αναπτύσσοντας  μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί του, σε σημείο που η ανταλλαγή φωτογραφιών και η συναίνεση σε οποιαδήποτε άλλη πράξη, φαντάζουν φυσιολογικές στα μάτια ανήλικων παιδιών.

Από την άλλη, με τη θεωρία των καθημερινών δραστηριοτήτων, τονίζεται πως η εγκληματική πράξη διαπράττεται  όταν συντρέχουν τρεις βασικές προϋποθέσεις: η ύπαρξη του κατάλληλου στόχου, ο παραβάτης με κίνητρο και η απουσία ελέγχου για την αποτροπή του εγκλήματος. Ο κατάλληλος στόχος είναι ο εύκολο προσβάσιμος και ευάλωτος ανήλικος, που είναι άμεσα διαθέσιμος στη διαδικτυακή επικοινωνία, συχνά λόγω ψυχολογικών και συναισθηματικών παραγόντων. Ο δράστης με κίνητρο στοχεύει στην προσωπική ικανοποίηση ή στο οικονομικό όφελος και φυσικά οι συνθήκες ευνοούνται από την έλλειψη προστασίας, που μπορεί να είναι η φορείς διαδικτυακής ασφάλειας, αλλά και το οικογενειακό περιβάλλον του θύματος. Η ανεπαρκής προστασία, αναφέρεται στην απουσία των «σημαντικών άλλων», προσώπων που μπορούν να υποστηρίξουν το ανήλικο θύμα, αποτρέποντας την κακοποίηση καθώς και η δυνατότητα του ίδιου του θύματος να απευθυνθεί για άμεση παρέμβαση και υποστήριξη. Γενικότερα, η θεωρία αυτή, στηρίζεται στο γεγονός πως ο κίνδυνος θυματοποίησης εξαρτάται από τον τρόπο ζωής του θύματος καθώς και την ύπαρξη ακατάλληλου περιβάλλοντος γύρω από αυτό. Στη διαδικτυακή αποπλάνηση, είναι επιβεβαιωμένο πως η χρήση των διαδικτυακών μέσων από τα παιδιά είναι αλόγιστη και ανεξέλεγκτη. Το στοιχείο αυτό ενισχύει το επικίνδυνο σκηνικό της αποπλάνησης και αυξάνει καθημερινά τις πιθανότητες για διάπραξη νέων διαδικτυακών εγκλημάτων.

Εν κατακλείδι, μπορεί το online grooming να αποτελεί μία δύσκολα ανιχνεύσιμη συμπεριφορά, όμως, μελέτες και έρευνες έχουν συμβάλλει στην αναγνώριση κάποιων υπόπτων χαρακτηριστικών που πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη για την πρόληψη του φαινομένου. Οι εγκληματολογικές θεωρίες επεξηγούν και ερμηνεύουν τις πράξεις των δραστών συμβάλλοντας σε αποσαφήνιση των κινήτρων του θύτη. Η ψηφιοποίηση του εγκλήματος και της κακοποίησης, κυρίως των ανήλικων θυμάτων, προκαλεί την επαγρύπνηση όλων καθώς  οι εγκληματίες δρουν ναι μεν υπογείως, αλλά με ραγδαίους ρυθμούς, θέτοντας καθημερινά σε κίνδυνο τις ζωές χιλιάδων παιδιών. Συμπερασματικά, η αύξηση του ψηφιακού εγκλήματος, η αλόγιστη και ριψοκίνδυνη συμπεριφορά των διαδικτυακών χρηστών καθώς και η απουσία επιτήρησης και εποπτείας, διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στη διαδικτυακή αποπλάνηση. Το φαινόμενο του grooming πρέπει να απασχολήσει άμεσα τις αρχές, αλλά και το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον των παιδιών, ώστε να μην δημιουργούνται άλλα «παράθυρα» για διαφυγή των παιδιών στο διαδίκτυο και την επακόλουθη παράσυρση και αποπλάνησή τους από τους διαδικτυακούς εγκληματίες.