Η μη συναινετική διανομή σεξουαλικού υλικού είναι η διανομή γυμνών ή σεξουαλικών φωτογραφιών/ βίντεο ατόμων χωρίς τη συναίνεσή τους. Το υλικό αυτό μπορεί να δημιουργηθεί ή να αποκτηθεί είτε μη συναινετικά (π.χ. μέσω παράνομων καταγραφών, hacking) είτε συναινετικά στο πλαίσιο μίας εμπιστευτικής σχέσης (π.χ. sexting, δημιουργία βίντεο ερωτικού περιεχομένου μεταξύ συντρόφων). Το υλικό μπορεί να διανεμηθεί διαδικτυακά μέσω των social media ή εκτός διαδικτύου με το πέρασμα του κινητού από χέρι σε χέρι ή να δημοσιευθεί σε ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου. Τα περισσότερα θύματα είναι νεαρές γυναίκες, αλλά χωρίς αυτό να αποκλείει το γεγονός τα θύματα να είναι άντρες (κυρίως από τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα).
Η μη συναινετική διανομή σεξουαλικού υλικού συνιστά έγκλημα σε πολλές δυτικές χώρες και μία μορφή σεξουαλικής βίας, καθώς τόσο η φύση της διάπραξής της, όσο και οι επιπτώσεις στο θύμα είναι παρόμοιες με έναν βιασμό. Κοινά σημεία, άλλωστε, είναι η απουσία συναίνεσης και η παραβίαση της ιδιωτικότητας. Για αυτό πολλές φορές αναφέρεται ως “διαδικτυακός βιασμός”. Η καθημερινή χρήση του διαδικτύου και της τεχνολογίας, μάλιστα, έχει προκαλέσει σύγχυση μεταξύ των ορίων του δημόσιου και του ιδιωτικού. Έτσι, το γυμνό σώμα και οι σεξουαλικές πράξεις που εκλαμβάνονται ως εν γένει κάτι ιδιωτικό εύκολα μετατρέπονται σε κάτι δημόσιο.
Όπως πολλά θύματα σεξουαλικής βίας, έτσι και τα θύματα αυτού του εγκλήματος έρχονται αντιμέτωπα με το στίγμα και την απόδοση ευθυνών στο ίδιο το θύμα (victim blaming) κι όχι στον δράστη. Σύμφωνα με μία έρευνα εθνικής εμβέλειας από το Πανεπιστήμιο RMIT στην Αυστραλία, η πλειοψηφία των εξωτερικών παρατηρητών απέδωσε την ευθύνη -είτε εν μέρει είτε εξ ολοκλήρου- στο θύμα, ειδικά αν είχε διαμοιράσει το υλικό συναινετικά μέσω sexting.
Μάλιστα, το victim blaming συναντάται με τη μορφή φράσεων, όπως “Δεν έπρεπε να είχε βγάλει αυτή την φωτογραφία εξαρχής”, “Τι περίμενε ότι θα συμβεί;”, “Θα έπρεπε να γνωρίζει ότι αυτό θα συμβεί”, “Πήγαινε γυρεύοντας”, οι οποίες θυμίζουν φράσεις που λέγονται σε περιπτώσεις βιασμού (π.χ. “Δεν έπρεπε να κυκλοφορεί μόνη της νύχτα εξαρχής/να φοράει αυτά τα ρούχα κ.λπ.”).
Ειδικά στις περιπτώσεις του sexting, πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η συναίνεση της δημιουργίας του υλικού αυτομάτως σημαίνει ότι το άτομο γνώριζε τους κινδύνους ή ότι όφειλε να τους γνωρίζει. Επίσης, θεωρούν ότι θα έπρεπε το θύμα να προβεί σε μία σειρά διορθωτικών βημάτων. Για παράδειγμα, να ζητήσει από τον/την σύντροφο να διαγράψει το υλικό ή να μην το διανέμει.
Γιατί, όμως, τα άτομα αποδίδουν τις ευθύνες στο θύμα; Όλοι οι άνθρωποι προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί συμβαίνουν κάποια ατυχή γεγονότα σε άλλους ανθρώπους, έτσι ώστε να αποφύγουν την αβεβαιότητα. Πιο συγκεκριμένα, οι άνθρωποι με το να σκέφτονται “αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ σε μένα, επειδή εγώ θα το έκανα διαφορετικά” νιώθουν πιο ασφαλείς και αποκλείουν το ενδεχόμενο κάτι αντίστοιχο να συμβεί στους ίδιους.
Η απόδοση ευθυνών, αποτελεί επιπρόσθετο ανασταλτικό παράγοντα -πέρα από την ντροπή και τον φόβο αντιποίνων από τον δράστη- για να αναζητήσει βοήθεια το θύμα και να καταγγείλει το περιστατικό. Τα θύματα συχνά φοβούνται ότι θα στιγματιστούν και θα θυματοποιηθούν εκ νέου από το οικείο και ευρύτερο περιβάλλον τους αλλά κι από την αστυνομία.
Τι μπορούμε, επομένως, να κάνουμε ώστε να αποφύγουμε την απόδοση ευθυνών στο θύμα; Αρχικά, είναι πολύ σημαντικό να τον/την ακούσουμε, χωρίς να επικρίνουμε. Δεύτερον, καθησυχάζουμε το θύμα, λέγοντάς ότι δεν ευθύνεται για ό,τι συνέβη. Επίσης, αντικρούουμε το victim blaming που προέρχεται από άλλα άτομα. Για μία τέτοια πράξη δεν δικαιολογούμε ποτέ τον δράστη. Τέλος, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε πότε εμείς οι ίδιοι προβαίνουμε σε victim blaming και να καταλάβουμε ότι οι αντιλήψεις μας γύρω από τα φύλα και για το τι συνιστά το “τέλειο θύμα” επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουμε μία ιστορία μη συναινετικής διανομής σεξουαλικού υλικού ενός ατόμου.
Πηγές: rmit.edu.au,advocates.byu.edu
Ονομάζομαι Αναστασία Χαλκιαδάκη κι είμαι φοιτήτρια Ψυχολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είμαι leader σε μία ομάδα ενδυνάμωσης γυναικών κι εθελόντρια σε μία δομή ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων. Έχω παρακολουθήσει πληθώρα συνεδρίων και σεμιναρίων πάνω στην Κλινική Ψυχολογία. Το επιστημονικό μου ενδιαφέρον εστιάζει στην καταπολέμηση των φυλετικών, θρησκευτικών, σεξουαλικών κι έμφυλων διακρίσεων, καθώς και τη μελέτη της έμφυλης βίας. Συνεργάζομαι με το CSI Institute, ασχολούμενη με την αρθρογραφία και συμμετέχοντας σε διάφορες δράσεις και πρωτοβουλίες.