Γράφει η Νάσια Ρέτση
Σε ένα διαρκώς εξελισσόμενο ψηφιακό κόσμο, τα εγκλήματα στον κυβερνοχώρο αυξάνονται διαρκώς και οι κυβερνοεγκληματίες γίνονται όλο και πιο αποτελεσματικοί στην επίτευξη των στόχων τους. Μια κυβερνοεπίθεση, πέρα από το τεχνικό και οικονομικό κόστος που μπορεί να επιφέρει σε ένα άτομο ή έναν οργανισμό, μπορεί να έχει και σοβαρές συναισθηματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις. Συγκεκριμένα, μια κυβερνοεπίθεση μπορεί να πυροδοτήσει αισθήματα δυσφορίας, άγχους, φόβου ακόμη και ενοχής, μια συναισθηματική και ψυχολογική κατάσταση που μπορεί να συνθεδεί με τη Διαταραχή Μετατραυματικού στρες. Αν και η εκδήλωση ΔΜΤΣ έχει συνθεδεί με την έκθεση σε φυσικό τραύμα, παραδείγματος χάρη, με τον πόλεμο ή με την βίωση κάποιου ατυχήματος, μπορεί επίσης να εκδηλωθεί και ως απόκριση στο ψυχολογικό τραύμα.
Μια από τις βασικότερες ψυχικές συνέπειες μιας κυβερνοεπίθεσης, είναι η πρόκληση συναισθημάτων άγχους και φόβου. Γνωρίζοντας κανείς, πως τα προσωπικά του δεδομένα έχουν παραβιαστεί, είναι εύλογο να πυροδοτούνται τέτοιες συναισθηματικές αντιδράσεις, συνοδευόμενες συχνά και από αισθήματα ευαλωτότητας, αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Η παραβίαση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, κάνει συχνά το άτομο να αισθάνεται εκτεθειμένο και αδύνατο να ανακτήσει ξανά τον έλεγχο, όχι μόνο των δεδομένων του αλλά και ίσως της ζωής του. Περαιτέρω, συζητώντας για τη ΔΜΤΣ, είναι πολύ πιθανό τα άτομα, να εμφανίσουν ενοχικά αισθήματα και αισθήματα ντροπής για αυτό που τους συνέβη, κατηγορώντας τον εαυτό τους και ερωτώμενοι τι περισσότερο θα μπορούσαν να κάνουν για να αποτρέψουν την κυβερνοεπίθεση. Η ενοχή και η ντροπή είναι αρκετά ανθεκτικά αισθήματα, επηρεάζοντας, τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο και μακροπρόθεσμα την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθηση του ατόμου. Τέλος, στα άτομα με ΔΜΤΣ μπορεί να εντοπιστεί μια εγρήγορση, τόσο γνωστικά όσο και συναισθηματικά, οδηγώντας τα να προσεγγίζουν με καχυποψία και ανασφαλώς την δραστηριότητα τους στο διαδίκτυο. Η εγρήγορση γενικά, είναι σημαντικό να υπάρχει στα άτομα κατά την πλοήγηση τους στο διαδίκτυο, παρόλα αυτά όταν είναι διαρκής, επίμονη και έπεται κάποιου τραυματικού γεγονότος μπορεί να οδηγήσει σε υπέρμετρη ανησυχία που αντίστοιχα οδηγεί σε έντονο στρες και άγχος.
Οι άνθρωποι όμως είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι, δεν είμαστε έρμαια των καταστάσεων που βιώνουμε και ούτε η συνθήκη στην οποία βρισκόμαστε καθορίζει ποιοι είμαστε γενικά.
Σε όποιου είδους τραυματική συνθήκη και αν έχει εκτεθεί το άτομο, είναι σημαντικό να υιοθετούνται στρατηγικές αντιμετώπισης, οι οποίες βοηθούν στην ενίσχυση της ψυχικής ανθεκτικότητας και στην σταδιακή μείωση της έντασης των συμπτωμάτων του άγχους και του φόβου. Πιο συγκεκριμένα, ενθαρρύνουμε το άτομο, να αναζητήσει βοήθεια και υποστήριξη είτε άτυπα, στρεφόμενο σε συγγενικά και φιλικά του πρόσωπα, είτε τυπικά στα πλαίσια συμβουλευτικής ή ψυχοθεραπείας, που μπορεί να γίνει είτε ατομικά είτε μέσα από την ένταξη του ατόμου σε ομάδες. Προτείνουμε επίσης, την στροφή και την συγκέντρωση του ατόμου στην αυτοφροντίδα του, μέσω φυσικής άσκησης, ενσυνειδητότητας (κυρίως στα πλαίσια της Γνωσιακής-Συμπεριφοριστικής προσέγγισης), τεχνικών χαλάρωσης και γενικώς δραστηριοτήτων από τις οποίες αντλεί ευχαρίστηση το άτομο. Στο ίδιο πλαίσιο συνιστούμε στο άτομο την ανάληψη θετικής δράσης, δηλαδή τα αισθήματα φόβου και άγχους να τα “μετατρέπει” σε θετική δράση μέσα από ενέργειες για παράδειγμα που ενισχύουν την ασφάλεια στο διαδίκτυο.
Επιπλέον, σημαντική είναι και η εκπαίδευση και ψυχοεκπαίδευση γύρω από ζητήματα που σχετίζονται με την κυβερνοασφάλεια, τα είδη της κυβερνοεπίθεσης, την επιρροή της στην ψυχική υγεία και ευεξία και την δημιουργία υγιών ορίων απέναντι στην τεχνολογία και το διαδίκτυο. Τέλος, όπως έχει αναφερθεί και παραπάνω, αισθήματα ενοχής και αυτοκατηγορίας μπορεί να αναδυθούν μετά από μια κυβερνοεπίθεση. Είναι σημαντικό λοιπόν, να αναγνωρίσει το άτομο ότι η κυβερνοεπίθεση και γενικώς τα κυβερνοεγκλήματα δεν είναι στον έλεγχο του ατόμου και ότι η ευθύνη για αυτό που του συνέβη δεν είναι δική του. Η επίρριψη ευθυνών αποκλειστικά στον εαυτό είναι αντιπαραγωγική, εμποδίζοντας την ανάπτυξη και επίτευξη της αυτοσυμπόνιας, της αυτοφροντίδας και γενικώς της αναγνώρισης από το άτομο ότι καταβάλλει την καλύτερη δυνατή προσπάθεια προστασίας σε έναν όλο και πιο ψηφιοποιημένο κόσμο.
Παρόλο λοιπόν, που οι παραβιάσεις των προσωπικών δεδομένων και της ασφάλειας γενικά στον κυβερνοχώρο, έχουν ψυχολογικές επιπτώσεις, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ανάκαμψη και η αποκατάσταση είναι εφικτή με το χρόνο, την υποστήριξη και την ανθεκτικότητα. Κατανοώντας τις ψυχολογικές συνέπειες της κυβερνοεπίθεσης και τις διάφορες μορφές στρατηγικών αντιμετώπισης αυτών των συνεπειών, τα άτομα μπορούν να αντιμετωπίσουν με περισσότερη δύναμη και ανθεκτικότητα τα επακόλουθα μιας κυβερνοεπίθεσης. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε, ότι στη τελική κανείς δεν είναι απόλυτα ασφαλής στον κυβερνοχώρο και ότι η αναζήτηση βοήθειας και υποστήριξης είναι ένα βήμα προς την θεραπεία και αποκατάσταση.
Η εθελοντική ομάδα του CSI Institute, αποτελούμενη από εξειδικευμένους επιστήμονες όπως, ψυχολόγους, εγκληματολόγους, κοινωνιολόγους καθώς και τεχνικούς δικτύων & πληροφορικής, είναι κοντά σας παρέχοντας πληροφορία, ενημέρωση και γνώση μέσα από ποικίλα θέματα αρθρογραφίας.