Γράφει η Λαμπρινή Ντουντούμη, επί πτυχίω MSc Investigative Psychology στο Πανεπιστήμιο του Χάντερσφιλντ
Πολλοί επίδοξοι εγκληματίες οργανώνουν με μεγάλη προσοχή το έγκλημά τους, σχεδιάζοντάς το για μήνες έως και χρόνια για να μην αφήσουν περιθώρια λάθους και ρισκάρουν να συλληφθούν. Ωστόσο, υπάρχει το τέλειο έγκλημα; Και ποιο θεωρείται το τέλειο έγκλημα; Αυτό που δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ή αυτό που δεν υπάρχουν ύποπτοι;
Πρόκειται ουσιαστικά για τα ανεξιχνίαστα εγκλήματα τα οποία δεν έχουν αποδοθεί σε κάποιον. Ακόμη και σήμερα παρά την εξέλιξη της τεχνολογίας και των μέσων εξιχνίασης δεν συλλαμβάνονται όλοι οι ένοχοι. Ενώ στην Αμερική δεν είναι λίγες οι φορές που έχει αποδειχθεί η αθωότητα κάποιου μετά την εκτέλεση της ποινικής καταδίκης. Το σίγουρο είναι ότι κάθε έγκλημα αφήνει πίσω του κάποιο στοιχείο, είτε πρόκειται για ηλεκτρονικό έγκλημα είτε για μία ανθρωποκτονία. Η δυσκολία της υπόθεσης είναι όμως να συνδεθεί το έγκλημα με έναν δράστη. Όσον αφορά το ηλεκτρονικό έγκλημα, οι χάκερς χρησιμοποιούν χιλιάδες IP διευθύνσεις παγκοσμίως προκειμένου να καλύψουν τα ίχνη τους καθώς πολλές φορές συνδέονται από ίντερνετ καφέ με ψεύτικα στοιχεία.
Σε περιπτώσεις ληστείας ή ανθρωποκτονιών σχεδιάζουν το έγκλημα σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο modus operandi. Modus operandi είναι τα μέσα που χρησιμοποιεί ο δράστης για τη διάπραξη ενός εγκλήματος με τα οποία θα φτάσει και θα φύγει από τον τόπο του εγκλήματος χωρίς να γίνει αντιληπτός, όπως μεταμφίεση, μέσο διαφυγής, χρήση γαντιών και σκούφου προκειμένου να μη βρεθεί γενετικό υλικό και αποτυπώματα. Σε περιπτώσεις βιασμού οι κατά συρροή βιαστές ενδεχομένως βάζουν τα θύματά τους να πλυθούν ώστε να μη βρει ο ιατροδικαστής αποδεικτικά στοιχεία.
Όμως ακόμα και να βρεθεί γενετικό υλικό ή αποτυπώματα στη σκηνή του εγκλήματος, αυτό δε σημαίνει ότι θα ταυτοποιηθούν αμέσως με το δράστη. Αν ο δράστης δεν έχει προηγούμενα προβλήματα με το νόμο ή δεν είναι από τα κοντινά πρόσωπα του θύματος από τα οποία η αστυνομία έχει συλλέξει υλικό, τότε είναι εξαιρετικά δύσκολη η εξιχνίαση υποθέσεων. Στην προσπάθεια για την καταπολέμηση των ανεξιχνίαστων υποθέσεων, πολλές κυβερνήσεις και αστυνομίες ανά τον κόσμο προσλαμβάνουν ικανούς χάκερς στα πλαίσια δεύτερης ευκαιρίας όταν τους συλλαμβάνουν. Ακόμη, τα βιομετρικά διαβατήρια παρέχουν στις βάσεις δεδομένων αποτυπώματα σε ηλεκτρονική μορφή για την ευκολότερη ταυτοποίηση δραστών εγκλημάτων.
Το τέλειο έγκλημα δεν υπάρχει. Διαθέτουμε τα μέσα για να λύσουμε κάθε είδος εγκλήματος χάρη στους διαφορετικούς κλάδους των forensics, από μεθόδους της ψυχολογίας μέχρι την ανάλυση του DNA. Φυσικά δεν είναι τόσο εύκολο όσο το παρουσιάζουν στο τέλος αλλά όσο κι αν οι εγκληματίες πιστεύουν ότι ξεγελάνε την αστυνομία εν τέλει πέφτουν στην ίδια τους την παγίδα. Μάλιστα ένα φωτεινό παράδειγμα είναι η υπόθεση του Τζακ του Αντεροβγάλτη, του οποίου η ταυτότητα αποκαλύφθηκε 130 χρόνια αργότερα χάρη στη μέθοδο του DNA. Αν ένα απειροελάχιστο δείγμα DNA από αντικείμενο συλλεγμένο πριν από ενάμιση αιώνα οδήγησε στην αποκάλυψη του δράστη, τότε οι σημερινές υποθέσεις έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να επιλυθούν δυσκολεύοντας το τέλειο έγκλημα.
ΠΗΓΗ
https://onlinelibrary.wiley.com/doi/epdf/10.1111/1556-4029.14038?saml_referrer
https://www.genome.gov/about-genomics/fact-sheets/Polymerase-Chain-Reaction-Fact-Sheet
Ονομάζομαι Ιωάννα Σκλιάμη, είμαι πτυχιούχος του Τμήματος Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είμαι απόφοιτη του τμήματος Ψυχολογίας του Μητροπολιτικού Κολλεγίου και μεταπτυχιακή φοιτήτρια (MSc) εγκληματολογίας στο University of Nicosia. Είμαι κάτοχος εξειδικευμένων προγραμμάτων πάνω στην Εγκληματολογία, Ανακριτική και Δικαστική Ψυχολογία. Συνεργάζομαι με το CSI Institute, συμμετέχοντας στην συγγραφή άρθρων, βοηθώντας σε διάφορες δράσεις κατακτώντας, παράλληλα, και μια θέση στο Hr του Ινστιτούτου.