Κοινωνία, Συμπεριφορά

Το φαινόμενο του αμέτοχου παρατηρητή

Πόσοι από εμάς, σε κάποια στιγμή της ζωής μας, έχουμε παραστεί μάρτυρες ενός κακοποιητικού συμβάντος; Πόσοι από εμάς παρακολουθήσαμε έντρομοι να διαπράττεται αδικία σε βάρος ενός συνανθρώπου μας ή είδαμε κάποιον να κινδυνεύει μπροστά τα μάτια μας; Και τώρα, ας αναρωτηθούμε, πόσοι από εμάς που γίναμε μάρτυρες τέτοιων περιστατικών αναλάβαμε δράση, βοηθήσαμε το θύμα ή κάναμε κάποια κίνηση προκειμένου να λάβει τέλος το γεγονός. Ίσως αρκετοί.

Πρόκειται για ένα κοινωνικό-ψυχολογικό φαινόμενο, εκείνο του αμέτοχου παρατηρητή. Αρκετοί ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι έχουν κάνει χρόνιες έρευνες και μελέτες, προκειμένου να διαπιστώσουν γιατί ο περισσότερος κόσμος δεν αντιδρά όταν είναι αυτόπτης μάρτυρας ενός βίαιου περιστατικού. Οι πιθανοί λόγοι είναι πολλοί, αλλά όχι τόσο απλοί όσο φαντάζουν.

Κάποιοι θα αναρωτηθούν, “μα πώς γίνεται να συμβαίνει κάτι μπροστά σου και να μην κάνεις τίποτα;”. Κι όμως, δεν είναι πάντα εύκολο, όσο κι αν θα θέλαμε να είμαστε οι πρώτοι που θα τρέξουμε και θα συνδράμουμε το θύμα. Όχι όταν κυριαρχεί ο φόβος ή νιώθουμε ότι είμαστε σε μειονεκτική θέση.

Σύμφωνα με τα ευρήματα των μελετών, η πιθανότητα να επέμβει κάποιος στο περιστατικό είναι αντιστρόφως ανάλογη του πλήθους που είναι παρόν. Αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότεροι είναι οι παρευρισκόμενοι, τόσο πιο πιθανό είναι να μείνει κάποιος αμέτοχος. Κι αυτό γιατί διαχέεται η ευθύνη για το ποιος θα δράσει ανάμεσα στους παρόντες, αφού ο καθένας θεωρεί πως θα δράσει κάποιος άλλος. Αντίστοιχα, εάν κάποιος είναι ο μοναδικός παρών, τότε είναι περισσότερο πιθανό να κινητοποιηθεί.

Παίρνει αρκετό χρόνο να αποφασίσει κανείς αν θα αναλάβει την ευθύνη του να δράσει, ζυγοσταθμίζοντας όλους τους παράγοντες. Παρατηρώντας πως κανένας άλλος από το πλήθος δεν αντιδρά, είναι πολύ πιθανό το άτομο να νιώσει πως δεν χρειάζεται ούτε η δική του βοήθεια. Αυτό συμβαίνει κυρίως σε καταστάσεις που κρίνονται από τους παρευρισκόμενους ως διφορούμενες.

Για παράδειγμα, ένας έντονος τσακωμός μπορεί να θεωρεί ερωτικός καβγάς και κανένας να μην θέλει να εμπλακεί, αφήνοντας τα άτομα να λύσουν τις όποιες διαφορές μεταξύ τους. Πολλές φορές, όμως, τα πράγματα διαφέρουν πολύ από αυτό που νομίζουμε εμείς πως συμβαίνει, έχοντας εξάγει λανθασμένα συμπεράσματα για το γεγονός.

Ακόμη και στην περίπτωση που αποφασίσει κάποιος να δράσει, δεν είναι βέβαιο ότι θα προσφέρει την κατάλληλη βοήθεια που χρειάζεται το εκάστοτε θύμα. Επίσης, είναι πολύ πιθανό να επιθυμεί να συνεισφέρει, αλλά να μη γνωρίζει τον τρόπο ή να υπερτερεί ο φόβος και η ανησυχία. Για τον λόγο αυτό χρειάζεται όλοι να ευαισθητοποιηθούμε και να εκπαιδευτούμε κατάλληλα, προκειμένου να μπορέσουμε να βοηθήσουμε έμπρακτα, χωρίς να μένουμε αμέτοχοι παρατηρητές.

Ορισμένοι από τους τρόπους που προτείνουν οι ειδικοί ως μέσα παρέμβασης σε ένα κακοποιητικό περιστατικό είναι η απόσπαση της προσοχής του δράστη, η αναζήτηση κάποιου αρμόδιου ανάλογα με τον τόπο που λαμβάνει χώρα το γεγονός, η καταγραφή του συμβάντος ως αποδεικτικό στοιχείο, ακόμα και η κατά μέτωπο αντιμετώπιση του δράστη, διακόπτοντας την πράξη, πράγμα που προϋποθέτει την ασφάλεια εκείνου που παρεμβαίνει και των λοιπών παρευρισκόμενων. Σε περίπτωση που κάποιος δεν έχει επέμβει ενόσω εκτυλίσσονται τα γεγονότα, πολύ σημαντική κρίνεται η συζήτηση με το θύμα, αφού έχει απομακρυνθεί ο δράστης, για να διαπιστωθεί εάν χρήζει άμεσης βοήθειας.

Οφείλουμε να αναγνωρίζουμε πότε κάποιος βρίσκεται σε μια δύσκολη και ευάλωτη στιγμή, κατά την οποία δυσκολεύεται να αμυνθεί και να προστατευτεί και να δράσουμε ως “από μηχανής θεός”, προτού τα πράγματα πάρουν ανεξέλεγκτη -και πολλές φορές μη αναστρέψιμη τροπή. 

Πηγή:  ihollaback.org