Ενώ οι αρχαιότερες αναφορές βιομετρικών στοιχείων μπορούν να χρονολογηθούν ήδη από το 500 π.Χ. στη Βαβυλωνιακή αυτοκρατορία, η πρώτη καταγραφή ενός βιομετρικού συστήματος ταυτοποίησης χρονολογείται το 1800, στο Παρίσι όπου ο Alphonse Bertillon ανέπτυξε μια μέθοδο ειδικών σωματομετρήσεων για την ταξινόμηση και σύγκριση των εγκληματιών. Ακολουθούν τα δακτυλικά αποτυπώματα τα οποία εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1880, όχι μόνο ως μέσο αναγνώρισης εγκληματιών αλλά και ως μορφή υπογραφής σε συμβόλαια, με τον Edward Henry να γίνεται γνωστός για την ανάπτυξη ενός προτύπου δακτυλικών αποτυπωμάτων που ονομάζεται σύστημα ταξινόμησης Henry.
Αυτό ήταν το πρώτο σύστημα αναγνώρισης με βάση τις μοναδικές αρχιτεκτονικές των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Το σύστημα υιοθετήθηκε γρήγορα από τις αρχές αντικαθιστώντας τις μεθόδους του Bertillon και έγιναν το πρότυπο για την ταυτοποίηση εγκληματιών. Αυτό ξεκίνησε μια έρευνα για το ποια άλλα μοναδικά φυσιολογικά χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την ταυτοποίηση.
Μέσα στον επόμενο αιώνα, η βιομετρία αναπτύχθηκε ραγδαία ως πεδίο έρευνας. Αναλυτικότερα, στη δεκαετία του 1960, αναπτύχθηκαν ημι-αυτοματοποιημένες μέθοδοι αναγνώρισης προσώπου που απαιτούσαν από τους διαχειριστές να αναλύσουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου μέσα σε μια εικόνα και να εξάγουν χρήσιμα σημεία χαρακτηριστικών. Μέχρι το 1969, τα δακτυλικά αποτυπώματα και η αναγνώριση προσώπου χρησιμοποιούνταν τόσο ευρέως από τις αρχές, που το FBI διέθεσε χρηματοδότηση για την ανάπτυξη αυτοματοποιημένων διαδικασιών. Έτσι, ξεκίνησαν να αναπτύσσονται πιο εξελιγμένες τεχνολογίες για την βιομετρική σύλληψη και εξαγωγή δεδομένων.
Ακόμη, τη δεκαετία του 1980, το Εθνικό Ινστιτούτο Προτύπων και Τεχνολογίας ανέπτυξε μια ομάδα για να μελετήσει και να προωθήσει τις διαδικασίες για την τεχνολογία αναγνώρισης ομιλίας. Αυτές οι μελέτες αποτελούν τη βάση για τα συστήματα φωνητικών εντολών και αναγνώρισης που χρησιμοποιούμε σήμερα. Την ίδια δεκαετία, προτάθηκε η ιδέα ότι τα δακτυλικά αποτυπώματα, οι ίριδες των ματιών, είναι μοναδικά για όλους και μέχρι το 1994, δημιουργήθηκε ο πρώτος αλγόριθμος αναγνώρισης ίριδας. Επιπλέον, ανακαλύφθηκε ότι τα μοτίβα των αιμοφόρων αγγείων στα μάτια ήταν μοναδικά για τον καθένα και χρησιμοποιήθηκαν επίσης για έλεγχο ταυτότητας.
Επιπλέον, το 1991, αναπτύχθηκε η τεχνολογία ανίχνευσης προσώπου που καθιστά δυνατή την αναγνώριση σε πραγματικό χρόνο. Ενώ αυτές οι διαδικασίες είχαν πολλά σφάλματα, εκτόξευσε το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της αναγνώρισης προσώπου. Μέχρι τη δεκαετία του 2000, εκατοντάδες αλγόριθμοι αναγνώρισης βιομετρικού ελέγχου ταυτότητας ήταν λειτουργικοί. Τα βιομετρικά στοιχεία δεν εφαρμόζονταν πλέον μόνο σε μεγάλες εταιρείες ή σε κυβερνητικό περιβάλλον. Πωλήθηκαν σε εμπορικά προϊόντα και εφαρμόστηκαν σε εκδηλώσεις μεγάλης κλίμακας όπως το Super Bowl του 2001.
Τα τελευταία 10 χρόνια, η έρευνα στη βιομετρική τεχνολογία συνέχισε να προχωρά με ταχείς ρυθμούς. Τα βιομετρικά στοιχεία έχουν μετατραπεί από μια καινοτόμο τεχνολογία σε ένα μέρος της καθημερινής ζωής. Το 2013, η Apple συμπεριέλαβε δακτυλικό αποτύπωμα για να ξεκλειδώσει το iPhone, ξεκινώντας την ευρεία αποδοχή των βιομετρικών ως μέσο ελέγχου ταυτότητας. Σήμερα, τα περισσότερα κινητά τηλέφωνα έχουν βιομετρικές δυνατότητες και πολλές εφαρμογές χρησιμοποιούν βιομετρικά στοιχεία ως εργαλείο ελέγχου ταυτότητας για καθημερινές λειτουργίες. Οι δυνατότητες ανάπτυξης βιομετρικού ελέγχου ταυτότητας και ταυτοποίησης δεν έχουν εξαντληθεί. Καθώς η βιομετρική έρευνα συνεχίζεται, βλέπουμε να συγχωνεύεται με την τεχνητή νοημοσύνη και πλέον αποτελεί καθημερινό κομμάτι της ζωής μας.
Πηγή: sciencedirect.com
Ονομάζομαι Δανάη Αβερκιάδη και είμαι απόφοιτη Εγκληματολογίας του πανεπιστημίου Deakin της Αυστραλίας. Έχω παρακολουθήσει εξάμηνα σεμινάρια σχετικά με την διαχείριση κρίσεων, την Κυβερνοασφάλεια και το κυβερνοέγκλημα και έχω λάβει τα αντίστοιχα πιστοποιητικά παρακολούθησης. Είμαι εθελόντρια στο Διεθνές Ινστιτούτο Κυβερνοασφάλειας, βοηθώντας στην συγγραφή άρθρων καθώς και σε διάφορες δράσεις.