Διαδίκτυο, Εκπαίδευση, Κοινωνία

Εκπαίδευση και κοινωνικές ανισότητες | Η περίπτωση της τηλεκπαίδευσης

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις σημαντικές αλλαγές που έχουν επέλθει στη ζωή μας, εδώ και σχεδόν ένα χρόνο. Προφανώς και δεν αναφερόμαστε στους νέους ιατρικούς όρους που μάθαμε, που για πολλούς ήταν η ευκαιρία τους, να «ξεσκονίσουν» τις γνώσεις τους στη βιολογία, ούτε για τις πολύωρες συζητήσεις φιλοσοφικού περιεχομένου, όπου καθένας μπορούσε να διατυπώσει τις θέσεις του για τον κορωνοϊό, αλλά και για τη μετα-κορωνοϊό εποχή. Μιλάμε για αυτές τις αλλαγές που άλλαξαν ριζικά την κοινωνική και προσωπική μας ζωή, αναδιαμορφώνοντας ακόμα και την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα.

Ο κορωνοϊός, μπόρεσε να επιφέρει μία διαφορετική μορφή κοινωνικού στιγματισμού και φαινόμενα κοινωνικού αυτοματισμού, τα οποία σταδιακά οξύνθηκαν, κυρίως με αφορμή τον εμβολιασμό. Το τείχος ανοσίας και τα μέτρα συλλογικής συνείδησης έγιναν πεδίο αντιπαράθεσης, διαμορφώνοντας ένα συγκρουσιακό περιβάλλον εντός της ελληνικής κοινωνίας. Συγκρούσεις, που σε πολλές περιπτώσεις, πήραν τη μορφή «μικρών εμφυλίων».

Υπάρχει ωστόσο ένα βασικό ερώτημα που απασχολεί το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας· Πώς θα είναι η κοινωνία στη μετα-κορωνοϊό εποχή και κυρίως πώς θα καλυφθεί αυτό το κενό που άφησε στις διαπροσωπικές μας σχέσεις και γενικότερα στην κοινωνικοποίησή μας; Ένα ερώτημα που κρύβει τους φόβους και τiς ελπίδες μίας κοινωνίας, για την «πολυπόθητη» επιστροφή στην κανονικότητα. Ένα κενό που έχει δημιουργήσει ένα νέο σύνολο αναγκών. Κατά διαστήματα, το φιλί, η αγκαλιά ή έστω ένας καφές με οικεία, αγαπημένα άτομα, που μολονότι επί δεκαετίες έμοιαζαν με μία απλή καθημερινή συνήθεια, κάτι δεδομένο και φυσικό, πλέον μεταβάλλονται και διαφοροποιούνται. Απλές, καθημερινές συνήθειες αναπροσαρμόζονται, αποκτώντας ένα νέο κοινωνικό νόημα βάσει της πορείας του ιού. Συμπεριφορές και συνήθειες κατηγοριοποιούνται, με αποτέλεσμα άλλοτε να γίνονται αποδεκτές και άλλοτε να κατακρίνονται. Η «κοινωνική μας φούσκα» και η ατομική ευθύνη γίνονται το μότο στην κορωνοϊό εποχή, με οτιδήποτε απέχει από αυτά να στιγματίζεται και να «απαγορεύεται».

Ένας από τους θεσμούς του επίσημου κράτους που έχουν πληγεί αισθητά από τα μέτρα που έχουν εφαρμοστεί, είναι εκείνος της εκπαίδευσης. Η εικόνα χαρούμενων παιδιών να εισέρχονται εντός του σχολικού χώρου, πιασμένα χέρι-χέρι ή σε παρέες άνω των δύο ατόμων, αντικαταστάθηκε από παιδιά με μάσκες, που μόνο τα μάτια τους «καθρέπτιζαν» την ανάγκη τους να παίξουν, να συναναστραφούν με άλλα παιδιά, να συναντήσουν τους φίλους τους, αλλά και να μορφωθούν. Η εικόνα αυτή περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τα πρωτάκια του σχολικού έτους 2020-2021, αλλά και του προηγούμενου έτους, τα οποία δεν θα έχουν την ευκαιρία να ξανά εισέλθουν για πρώτη φορά στο μεγάλο σχολείο, όπως χαρακτηριστικά λένε. Παιδιά τα οποία κλήθηκαν να γνωρίσουν το σχολικό περιβάλλον μόνο για κάτι μήνες και έπειτα, δίχως να έχουν καν εξοικειωθεί με την εκπαιδευτική διαδικασία, εντάχθηκαν σε ένα ψηφιακό περιβάλλον, σε μία ψηφιακή τάξη, όπου τα μαθήματα διεξάγονταν από το σπίτι, στον προσωπικό τους χώρο. Εκεί δηλαδή, που είναι ελεύθεροι να παίξουν, με τους γονείς να επιτελούν τον γονεϊκό τους ρόλο και όχι εκείνο του εκπαιδευτικού.

Στη συνέχεια, τα παιδιά αυτά μπόρεσαν να επιστρέψουν έστω και για λίγο στη δική τους «κανονικότητα», δηλαδή στο σχολικό περιβάλλον. Μία επιστροφή που συνοδεύτηκε από μάσκες και σελφ τεστ. Μία επιστροφή που διήρκεσε ελάχιστα, με αποτέλεσμα να εγείρονται βασικοί προβληματισμοί για την κάλυψη της ύλης και ιδίως για το με ποιες γνώσεις τα παιδιά προετοιμάζονται για το νέο σχολικό τους έτος.

Προφανώς και η κατάσταση αυτή ήταν εντονότερη στην περίπτωση των παιδιών που κλήθηκαν να συμμετάσχουν στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι τα παιδιά αυτά και όντας στην εφηβεία, που συμμετείχαν στις εξετάσεις, αποφάσιζαν για το επαγγελματικό τους μέλλον, μετρώντας σχεδόν, τρεις μήνες σχολείο! Όχι ότι η περσινή σχολική χρονιά ήταν καλύτερη, αλλά ας αρκεστούμε ότι τα εκπαιδευτικά ιδρύματα ήταν ανοικτά μέχρι και το Μάρτιο. Αντίθετα, η φετινή σχολική χρονιά βρισκόταν σε ένα παρατεταμένο εγκλεισμό, με μικρά διαλείμματα εξόδου, όπου τα παιδιά έμοιαζαν «εγκλωβισμένα» εντός του χώρου της οικίας. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι η εξεταστέα ύλη των Πανελληνίων, διδάχτηκε ως επί το πλείστον εντός της ψηφιακής τάξης, είτε αφορά το χώρο της τυπικής (σχολείο), είτε της άτυπης εκπαίδευσης (φροντιστήριο) με τα παιδιά να εξαναγκάζονται να περάσουν πολλές ώρες μπροστά από μία οθόνη υπολογιστή. Εμείς όμως δεν προτρέπαμε μέχρι πρότινος να παιδιά να βγαίνουν έξω και να μην «συγχέουν» τη ψηφιακή με την κοινωνική πραγματικότητα;

Τα ερωτήματα είναι πολυάριθμα που εγείρονται αυτό το διάστημα, με βασικά:  (α) «Κατά πόσο ο θεσμός των Πανελληνίων, μπορεί να θεωρηθεί αξιοκρατικός, όταν η ύλη έχει διδαχθεί διαδικτυακά και όταν πολλά παιδιά παρουσίαζαν προβλήματα στη σύνδεση του διαδικτύου, αλλά και στην πρόσβαση σε αυτό» και (β)  «Μήπως το γεγονός αυτό ευθύνεται και για το ότι ένα ικανοποιητικό ποσοστό αυτών των παιδιών, θα βρεθεί εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης». Πριν κάποιος βιαστεί να απαντήσει για τη διάχυτη χρήση των ηλεκτρονικών συσκευών στη ζωή μας, ας αναλογιστεί και την περίπτωση των πολυμελών οικογενειών και ιδίως εκείνες, όπου ο μπαμπάς ή η μαμά εργάζεται από το σπίτι.

Τηλεκπαίδευση και Κοινωνικές Ανισότητες

Οι εξελίξεις στην κοινωνία της γνώσης, σε συνδυασμό με τη διάχυτη χρήση του διαδικτύου επέτρεψαν την ανάδυση ενός νέου ευέλικτου εκπαιδευτικού περιβάλλοντος, όπου οι εκπαιδευόμενοι επιλέγουν τον τρόπο, το χρόνο, τον τόπο και την ποιότητα της γνώσης που επιθυμούν να λάβουν. Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση γνωστή και ως τηλεκπαίδευση έχει εξελιχθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια και μέχρι πρότινος, αφορούσε έναν αριθμό ενήλικων εκπαιδευομένων, ανταποκρινόμενη στους γρήγορους και αγχωτικούς ρυθμούς της καθημερινότητας. Ανάλογα δε με τον τρόπο επικοινωνίας, υπάρχουν δύο είδη τηλεκπαίδευσης: (α) η ασύγχρονη τηλεκπαίδευση, όπου ο εκπαιδευόμενος προγραμματίζει ο ίδιος τους ρυθμούς μάθησης, δίχως να υπάρχει άμεση επικοινωνία με τους εκπαιδευτές και (β) η σύγχρονη τηλεκπαίδευση, η οποία μοιάζει αρκετά με τη συμβατική διδασκαλία, εξαιτίας ακριβώς της αμφίδρομης επικοινωνίας που πραγματοποιείται μεταξύ του εκπαιδευτή και του εκπαιδευόμενου σε «πραγματικό χρόνο».

Οι δυνατότητες που παρέχει η τηλεκπαίδευση είναι πολυάριθμες και πολυδιάστατες. Δεν περιορίζεται σε ένα καθορισμένο χρονικό και χωρικό πλαίσιο. Τα αγαθά της, μπορούν να τα «απολαύσουν» πλήθος συμμετεχόντων, από οπουδήποτε επιθυμούν, έχοντας πρόσβαση σε ένα πλούσιο υλικό, το οποίο τις περισσότερες φορές είναι «προσαρμοσμένο» στις ανάγκες των μαθητών, αν όχι στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Αυτή η ευελιξία που προσφέρει, είναι που την καθιστά ιδιαίτερα θελκτική σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες, όπως είναι τα άτομα με ειδικές ανάγκες, οι ηλικιωμένοι και οι εργαζόμενες γυναίκες. Παρά τα πλεονεκτήματα που προσφέρει ιδίως σε ενήλικες και σε απομακρυσμένες γεωγραφικές περιοχές, θα πρέπει να διερευνηθεί αν είναι κατάλληλη για μικρότερες ηλικίες και ειδικότερα αν μπορεί να θεωρηθεί εφάμιλλη της δια ζώσης υποχρεωτικής εκπαίδευσης.

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ξεκάθαρη. Ο φυσικός χώρος του παιδιού είναι ο σχολικός και όχι ο ψηφιακός. Είναι το σχολείο εκείνο που προάγει τη φυσιολογική συναισθηματική και γνωστική ανάπτυξη των παιδιών. Η σπουδαιότητά του άλλωστε, μαρτυρείται στο ότι αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, το οποίο προστατεύεται τόσο από το Σύνταγμα, όσο και από άλλες Διεθνείς Συμβάσεις. Εστιάζοντας τώρα στην περίπτωση της τηλεκπαίδευσης παιδιών που ανήκουν στην προσχολική και σχολική ηλικία, τα οποία δεν έχουν εξοικειωθεί καν στη μαθησιακή διαδικασία, είναι αναμενόμενο ότι το ψηφιακό περιβάλλον δεν μπορεί να καλύψει τις γνωστικές και συναισθηματικές τους ανάγκες. Όσο ικανός και αν είναι ο εκπαιδευτικός, θα υπάρχουν πάντοτε προβλήματα που θα δυσχεραίνουν τη γνωστική διαδικασία, είτε οφείλονται σε τεχνητούς λόγους, είτε σε αδυναμία παρακολούθησης του ίδιου του παιδιού.

Αν προσθέσουμε τώρα και τους εφήβους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Τα παιδιά αυτά βιώνουν σημαντικές συναισθηματικές αλλαγές, οι οποίες εντείνονται σε περιόδους εγκλεισμού. Νιώθουν «εγκλωβισμένα» συχνά στο σπίτι τους, «χάνοντας» τη δυνατότητα να δουν τους καθηγητές, τους φίλους και τους συμμαθητές τους. Οι έξυπνες συσκευές μετατράπηκαν σε βασικό μέσο κοινωνικοποίησης, προσδίδοντας ένα ψηφιακό χαρακτήρα στην επικοινωνία και αντικαθιστώντας την πραγματική κοινωνία, με έναν εικονικό κόσμο. Πώς, υπό αυτές τις συνθήκες, τα παιδιά, ιδίως αυτά που προετοιμάζονταν για το θεσμό των Πανελληνίων μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν σε αυτή την πίεση και να προετοιμασθούν κατάλληλα; Κυρίως όμως, με ποιο τρόπο διασφαλίζεται η ισότιμη συμμετοχή των μαθητών στις εξετάσεις, όταν το σχολικό περιβάλλον αντικαθίσταται από το ψηφιακό;

Πριν βιαστεί κάποιος να απαντήσει για το ρόλο του σχολείου στις Πανελλήνιες, θα πρέπει αρχικά να σκεφτεί ότι είναι ο τυπικός θεσμός της εκπαίδευσης, ενώ οι όποιες δυσλειτουργίες του δεν μπορούν να εξετάζονται μεμονωμένα από το σύγχρονο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. Προφανώς και δίνεται βαρύτητα στους άτυπους μηχανισμούς της εκπαίδευσης (φροντιστήρια, ιδιαίτερα), αλλά ο βασικός χώρος διεκπεραίωσης της ύλης και της «προετοιμασίας» του μαθητή είναι το σχολείο. Συνεπώς, όταν η πλειοψηφία αυτών των μαθητών έχουν παρακολουθήσει δια ζώσης μαθήματα, μόνο για τρεις μήνες, πώς μπορούν να ανταπεξέλθουν και κυρίως πώς μπορούν να αποφασίσουν για το επαγγελματικό του μέλλον, την ίδια ώρα που βλέπουν την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα που υπάρχει μέσα στην οικογένειά του;

Οι συνθήκες της κοινωνικής πραγματικότητας είναι εξαιρετικά ρευστές, με τους πολίτες να νιώθουν αβέβαιοι να προσχωρήσουν ή έστω να σκεφθούν, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα. Αντίστοιχα, οι εν δυνάμει φοιτητές και παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες, φοβούνται μέχρι και να κάνουν σχέδια για τη φοιτητική τους ζωή, μην μπορώντας να αποκλείσουν την περίπτωση ενός νέου lockdown. Για τους υπόλοιπους πολίτες, οι εμβολιασμένοι ελπίζουν σε μία κανονικότητα, ενώ οι ανεμβολίαστοι αναμένουν τα όποια πιθανά μέτρα εφαρμοστούν.

Ένας συλλογισμός για το τέλος…

Πρόσφατα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) συνέστησε την εφαρμογή ενός συνόλου μέτρων, προκειμένου να αποφευχθεί για ακόμη μία χρόνια το κλείσιμο των σχολείων και η εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης. Παράλληλα, σε κοινή ανακοίνωση με την UNESCO και την UNICEF, ο ΠΟΥ επισήμανε ότι το κλείσιμο των σχολείων είχε «επιζήμια επίδραση στην εκπαίδευση και την κοινωνική και ψυχική ευημερία των παιδιών μας και των νέων μας». Σε ανάλογες δηλώσεις προχώρησε και το Υπουργείο Παιδείας της χώρας, τονίζοντας την ανάγκη διασφάλισης της λειτουργίας δια ζώσης των σχολείων.

Οι ανακοινώσεις αυτές αναδεικνύουν τον καίριο ρόλο της εκπαίδευσης και δη του σχολικού περιβάλλοντος στη ζωή ενός ατόμου. Ο ρόλος του είναι πολυδιάστατος, καλύπτοντας ένα εύρος αναγκών και δεξιοτήτων, που αφορούν τόσο το άτομο, όσο και την κοινωνία. Είναι εκείνος ο θεσμός που προετοιμάζει το παιδί να ενταχθεί στην κοινωνία και κατ’ επέκταση στην ενήλικη ζωή. Είναι ωστόσο ο ίδιος θεσμός, που αναπαράγει την κοινωνία, καλλιεργεί την εθνική συνείδηση και την κοινωνική ταυτότητα, ενώ μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην αλλαγή της κοινωνίας.

Ο θεσμός της τηλεκπαίδευσης, όσον αφορά την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, θα πρέπει να θεωρείται ένα προσωρινό μέτρο, ώστε οι μαθητές να μην αποκόβονται από τη μαθησιακή διαδικασία. Σε καμία περίπτωση, δεν πρέπει να ισούται με τη δια ζώσης εκπαίδευσης, ιδίως από τη στιγμή που χιλιάδες μαθητές αντιμετώπιζαν προβλήματα στη συνδεσιμότητά τους. Επιπλέον, δεν μπορώ να διανοηθώ σε προσωπικό επίπεδο, πώς θεωρείται αυτονόητο ότι η κάθε ελληνική οικογένεια θα πρέπει να έχει αρκετές ψηφιακές συσκευές, προκειμένου να διασφαλίσει τη σύνδεση των παιδιών στο ψηφιακό σχολικό περιβάλλον και ενδεχομένως των ίδιων των γονιών!

Στην πραγματικότητα, ο θεσμός της τηλεκπαίδευσης μοιάζει να είναι ένας ακόμη μηχανισμός που αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες, το οποίο επισημαίνεται από τις διάφορες σχολικές μονάδες, στις οποίες φοιτούν μαθητές που ανήκουν σε ευάλωτες, ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται κατανοητό ότι οι παρούσες εκπαιδευτικές συνθήκες θα αποτελέσουν για τις μελλοντικές γενιές, μία πρόκληση, όχι για το πώς ανταποκριθήκαμε σε αυτές τις έκτακτες υγειονομικές συνθήκες, αλλά για την ποιότητα της εκπαίδευσης και το ρόλο του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος, με ότι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνία.