Παιδική πορνογραφία. Προσωπικά, ποτέ αυτές οι δυο λέξεις δε μου “ταίριαξαν”. Δεν μπορούσα να εξηγήσω πώς αυτός ο όρος εμπερικλείει το έγκλημα στην ολότητά του. Αν σκεφτούμε την έννοια των δυο αυτών λέξεων, αντιλαμβανόμαστε την αντίφαση που υπάρχει. Η πορνογραφία αναφέρεται στη συναίνεση από πλευράς ενήλικων πρωταγωνιστών για την κινηματογράφησή τους κατά τη διάρκεια σεξουαλικών πράξεων. Κάτι όμως που δεν ισχύει στην περίπτωση της παιδικής κακοποίησης. Ένα παιδί δεν μπορεί να συναινέσει στο βιασμό του, ούτε στη διανομή αυτού του υλικού σε ιστοσελίδες αποκλειστικά για παιδόφιλους (που ολοένα και αυξάνονται).
Ο ορισμός της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης είναι σαφής: οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή ή πράξη ενηλίκων προς παιδιά, ακόμα και αν δε συνοδεύεται από σωματική επαφή, όπως άσεμνα μηνύματα ή κλήσεις. Και πάλι, καμία σχέση με πορνογραφία.
Ένας από τους πολλούς μύθους που υπάρχουν είναι ότι ο δράστης αποτελεί κάποιον ξένο, κάποιον που το παιδί δε γνωρίζει προσωπικά. Όμως, η συντριπτική πλειονότητα των δραστών βρίσκονται στον κοντινό περίγυρο του θύματος. Μπορεί να είναι ο δάσκαλος, ο προπονητής ή ακόμα και κάποιος συγγενής. Για τον λόγο αυτό, η σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού επιδρά αρνητικά και στα αισθήματα εμπιστοσύνης στις διαπροσωπικές του σχέσεις.
Η παιδική σεξουαλική κακοποίηση δεν είναι εύκολο να παρατηρηθεί, ενώ κάποια παιδιά-επιζώντες είναι δυνατόν να μην εκδηλώνουν συμπεριφορές-σημάδια κακοποίησης. Κάποια από τα κοινά σωματικά συμπτώματα είναι η δυσκολία στο περπάτημα, η αιμορραγία και ο πόνος στα γεννητικά όργανα. Όσον αφορά την ψυχολογία του παιδιού, μερικά από τα σημάδια που υποδηλώνουν κακοποίηση είναι η κατάθλιψη και το μετατραυματικό στρες, οι εφιάλτες, η επιθετική συμπεριφορά και ο αυτοτραυματισμός.
Επομένως, όταν αναφερόμαστε σε αυτό το ειδεχθές έγκλημα ως “πορνογραφία”, όχι μόνο χάνετε η ουσία του εγκλήματος, αλλά, και υποβαθμίζονται οι συνέπειες της κακοποίησης στο θύμα. Παιδιά μεγαλώνουν με αισθήματα ντροπής και ενοχής, γιατί φοβούνται πως το υλικό που αποτυπώνει την κακοποίησή τους θα υπάρχει για πάντα στο διαδίκτυο. Κι έτσι, θυματοποιούνται ξανά και ξανά κάθε φορά που κάποιος θα δει, θα διανείμει και θα “κατεβάσει” αυτό το υλικό.
Συμπερασματικά, ο όρος “παιδική πορνογραφία” δεν μπορεί και δεν πρέπει να υφίσταται. Η χρήση του υποβαθμίζει τη σοβαρότητα της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης και αποπροσανατολίζει τις Αρχές ως προς την επιτακτικότητα της αντιμετώπισής της. Πολλοί παγκόσμιοι οργανισμοί, όπως η RAINN και η IWF, προτείνουν τον όρο “υλικό παιδικής κακοποίησης” ως περισσότερο αντιπροσωπευτικό της κρισιμότητας του εγκλήματος. Επίσης, στο γλωσσάρι που συντάχθηκε από κοινού από εκπροσώπους οργανισμών, όπως η Europol, η INTERPOL και η UNICEF, αναφέρεται και ο όρος “διαδικτυακή παιδική σεξουαλική κακοποίηση”. Γιατί λοιπόν χρησιμοποιούμαι ακόμα τον όρο “παιδική πορνογραφία”;
Πηγές:
https://www.iwf.org.uk/news-media/blogs/there-is-nosuchthing-as-child-pornography-there-is-only-child-sexual-abuse/
https://learning.nspcc.org.uk/news/why-language-matters/child-sexual-abuse-material
https://ecpat.org/wp-content/uploads/2021/05/Terminology-guidelines-396922-EN-1.pdf
https://www.rainn.org/articles/child-sexual-abuse
Ονομάζομαι Ραφαήλ Αδαμίδης και είμαι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, καθώς και του Μεταπτυχιακού Προγράμματος της Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Είμαι εθελοντής αρθρογράφος στο Διεθνές Ινστιτούτο Κυβερνοασφάλειας (CSI Institute).