Aπό την Ελένη Ατσάρου,
Κάθε παιχνίδι έχει νικητές και ηττημένους, αυτό είναι το μόνο σίγουρο καθώς κανένας από τους συμμετέχοντες δεν γνωρίζει σε ποια πλευρά θα βρίσκεται. Το σίγουρο είναι πως όλοι έχουν ένα κίνητρο που τους παρακινεί να συμμετέχουν κάθε φορά κι ας είναι αμφίβολο το αποτέλεσμα. Μερικές φορές είναι η νίκη, κάποιες άλλες είναι η προσέλκυση του ενδιαφέροντος των υπολοίπων παικτών, ενώ σε κάποιες άλλες περιπτώσεις μπορεί να είναι το συναίσθημα της έξαψης όταν επιτυγχάνεται ένας στόχος και πρέπει να συνεχίσεις για να κερδίσεις τον επόμενο, να ξεπεράσεις το εμπόδιο που βρίσκεται μπροστά σου και δεν το είχες δει παρά μόνο όταν πέρασες εκείνο που είχε τοποθετηθεί μπροστά σου και προσπαθούσες να ξεπεράσεις έχοντας εστιάσει αποκλειστικά και μόνο σε αυτό.
Το ενδιαφέρον και η εστίαση σε έναν στόχο δεν αφορούν όμως μόνο τα παιχνίδια. Τα τελευταία χρόνια που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν εξαπλωθεί τόσο πολύ και όλοι μας τα χρησιμοποιούμε σε καθημερινή βάση δύσκολα αναλογιζόμαστε τι είναι αυτό που μας παρακινεί να τα χρησιμοποιούμε. Ειδικά από τη στιγμή που γνωρίζουμε όλοι μας πως το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου που τους αφιερώνουμε θα μπορούσε να αξιοποιηθεί διαφορετικά, πιο εποικοδομητικά ίσως. Ο κύριος λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι η προσοχή που μας αφιερώνουν οι υπόλοιποι χρήστες του διαδικτύου.
Η προσοχή αυτή λειτουργεί σαν ένα ναρκωτικό που το αποζητούμε όλο και περισσότερο προκειμένου να νοιώσουμε εκείνη την έξαψη της πρώτης φοράς που είδαμε να έχει γράψει κάποιος ένα σχόλιο σε κάτι που ανεβάσαμε στο διαδίκτυο ή όταν κάποιος «είπε» πως του αρέσει μια φωτογραφία που αναρτήσαμε είτε πατώντας like, είτε στέλνοντας μια καρδούλα ή μια φατσούλα που χαμογελάει. Όλα αυτά την πρώτη φορά μας έδωσαν απίστευτη χαρά και το ίδιο συναίσθημα προσπαθούμε να βιώσουμε ξανά και ξανά χρησιμοποιώντας αυτά τα μέσα επικοινωνίας.
Μετά την πρώτη έξαψη η επιθυμία για προσοχή, για να ζήσουμε ξανά αυτή την εκστατική κατάσταση αρχίζει να γίνεται σκοπός ζωής και στην προσπάθεια να νοιώσουμε ξανά αυτό το έντονο συναίσθημα αφιερώνουμε όλο και περισσότερο χρόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όσες προσπάθειες κι αν καταβάλλουμε για να διατηρήσουμε στο ακέραιο την επίδραση του ναρκωτικού αυτή αρχίζει να φθίνει με αποτέλεσμα να χρειαζόμαστε κάθε φορά και μεγαλύτερη δόση, περισσότερο χρόνο μπροστά από την οθόνη που έχουμε χρησιμοποιήσει για να συνδεθούμε μέσω του προσωπικού μας λογαριασμού και να δούμε τις αντιδράσεις των υπολοίπων απέναντι στην κάθε μας δημοσίευση.
Μερικές φορές αυτή η εξάρτηση φτάνει σε τέτοιο βαθμό που δύσκολα ξεκολλάμε μπροστά από την οθόνη, όπως ένας τζογαδόρος που δύσκολα αφήνει την τράπουλα ή απομακρύνεται από το καζίνο. Εκείνες τις φορές η αίσθηση του χρόνου χάνεται και σε αυτό βοηθάει η απομόνωση του ατόμου ακόμη και στο φυσικό του περιβάλλον, το οποίο φαινομενικά δεν αλλάζει. Με τα παράθυρα κλειστά, τα φώτα διαρκώς ανοικτά και την έλλειψη ενός ρολογιού η αίσθηση του χρόνου χάνεται. Λεπτά, ώρες, μέρες παύουν να έχουν διαφορά μεταξύ τους κι έτσι ο χρόνος που αφιερώνει το άτομο μπροστά σε ένα τραπέζι του καζίνου, σε ένα τυχερό παιχνίδι ή ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης αυξάνεται σταθερά και ο εθισμός γίνεται όλο και μεγαλύτερος.
Η ανάγκη για αναγνώριση, για επίτευξη του στόχου που έχει τεθεί είναι τεράστια καθώς σε ένα καζίνο ο στόχος είναι να κερδίσεις περισσότερα χρήματα από εκείνα που στοιχημάτισες, ενώ στο διαδίκτυο μπορεί να είναι η συγκέντρωση περισσότερων από εκατό ή χίλια like. Κοινό χαρακτηριστικό και στις δύο περιπτώσεις είναι η υπερβολική ενασχόληση, η μανία που μας κυριεύει για το κάτι παραπάνω κάθε φορά, δίχως να εξετάζουμε αν τα όρια των αντοχών μας έχουν ξεπεραστεί ή αν θα έπρεπε τελικά να σταματήσουμε αυτή τη δραστηριότητα, να κοιτάξουμε έξω από το κλειστό παράθυρο του σπιτιού μας ή το φιμέ τζάμι του καζίνο και να συνειδητοποιήσουμε ότι η ώρα πέρασε.
Όσο περισσότερο θέλουμε να ασχοληθούμε με ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, όσο περισσότερο χρόνο αφιερώνουμε, όσο υψηλότερος είναι ο στόχος που θέτουμε κάθε φορά τόσο πιο εύκολο είναι να παρασυρθούμε και να κάνουμε μια ανάρτηση που εύκολα θα παρεξηγηθεί. Μια τέτοια περίπτωση ήταν αυτή της ιστορικού Mary Beard του Πανεπιστημίου του Cambridge που όταν δημιούργησε το λογαριασμό της στο Twitter οι αναρτήσεις που έκανε συγκέντρωναν θετικά σχόλια, όμως εξαιτίας ενός σχολίου που έκανε σχετικά με την τήρηση των «πολιτισμένων αρχών» σε περιοχές που έχουν υποστεί κάποια καταστροφή τα σχόλια που συγκέντρωσε ήταν απίστευτα αρνητικά. Από τη διαδικτυακή αναγνώριση και τα θετικά – ναρκωτικά σχόλια που έτρεφαν αυτή την επιθυμία για διαρκή ενασχόληση με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας επήλθε η πτώση, η αρνητική δημοσιότητα.
Η απώλεια της αίσθησης του χρόνου είναι τελικά αυτό που μας οδηγεί στον εθισμό των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, κάνοντάς μας να στέλνουμε μηνύματα στο άτομο που βρίσκεται δίπλα μας, να αναρτούμε διαρκώς κομμάτια της καθημερινότητάς μας στο διαδίκτυο ή να αποζητούμε ένα σχόλιο από κάποιον άλλο χρήστη του διαδικτύου.
Σημαντικότερο δώρο από το χρόνο δεν υπάρχει λένε κι αυτό επειδή δεν μπορεί να γυρίσει πίσω και να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο αξιοποιήθηκε. Στην περίπτωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ο χρόνος μοιάζει να είναι στάσιμος, σαν να μπαίνεις σε μια γυάλα όπου το πέρασμα του χρόνου δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό. Όπως όμως είχε πει και ο φυσικός φιλόσοφος της Αναγέννησης Παράκελσος αυτό που δημιουργεί την δηλητηρίαση σε όλα είναι η δόση, όχι η ουσία καθώς ακόμη και το φαγητό μπορεί να γίνει δηλητήριο αν καταναλώνεται σε υπερβολικό βαθμό.
Με πληροφορίες από The Guardian
Ένας από τους σκοπούς του CSI Institute είναι η άμεση, έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση όλων των πολιτών. Πάντα κοντά σας για ενημέρωση και επαγρύπνηση.