Διαδίκτυο, Νομικά Ζητήματα

Το Digital Service Act: Η Επόμενη Εποχή στην Ρύθμιση του Διαδικτύου

Γράφει η Τατιάνα Κυτταρούδη, Δικηγόρος DPO

Δεν απαιτούνται πλέον συστάσεις ή μακροσκελείς εισαγωγές για το Διαδίκτυο, ένα μέσο ταυτόσημο με την καθημερινή μας ζωή, επικοινωνία, ενημέρωση, ψυχαγωγία και το καταναλωτικό μας προφίλ. Μέσα σε λίγες δεκαετίες, το Internet έχει αναχθεί -σε μία όχι απλά μικρογραφία- αλλά πραγματική απεικόνιση της ανθρώπινης κοινωνίας, έναν διαδικτυακό κόσμο, όπου εκατομμύρια χρήστες δημιουργούν και κοινοποιούν περιεχόμενο, επικοινωνούν μεταξύ τους ιδιωτικά ή δημόσια, διασκεδάζουν και διαδραματίζουν δραστήριο και, πολλές φορές, καίριο ρόλο στην “πραγματική” δημόσια σφαίρα. Μία τέτοιας γεωμετρικής εξέλιξης πρόοδος αυτής της σημασίας, δεν θα μπορούσε φυσικά να αφήσει ανεπηρέαστο το νομικό σύμπαν, το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπο συνεχώς με την παρακολούθηση και αναθεώρηση της νομοθεσίας του, προκειμένου να αντιμετωπίσει και να αναχαιτίσει νέες προκλήσεις, όπως η ανάπτυξη ανεξέλεγκτου ψευδο-περιεχομένου (deepfakes) και ψευδών ειδήσεων (fake news), η προώθηση βίαιου ή παράνομου περιεχομένου και η παραβίαση της ιδιωτικότητας των χρηστών. Σε αυτή την κατεύθυνση και με το επίκεντρο στραμμένο στην προστασία των χρηστών, η Ευρωπαϊκή Ένωση εισήγαγε στη νομική πραγματικότητα της Ευρώπης το Digital Services Act (DSA), μαζί με το Digital Markets Act (DMA), ένα νομοθετικό πλαίσιο που αποσκοπεί στην επικαιροποίηση των ρυθμίσεων για τις διαδικτυακές πλατφόρμες.

Το DSA έρχεται να αντικαταστήσει την έως πρόσφατα ισχύουσα Οδηγία για τις ηλεκτρονικές επιχειρήσεις (E-Commerce Directive), σε ισχύ από το 2000, λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της χρήσης της τεχνολογίας και των επιχειρηματικών πρακτικών και υπηρεσιών. Με την έλευση του DSA, ο σκοπός που επιχειρείται είναι να ισορροπιστεί το δίπολο α) προστασίας των χρηστών του Διαδικτύου και β) εισαγωγής μίας νομιμόφρονος, ευρείας και ενιαίας, ανταγωνιστικής αγοράς για τις επιχειρήσεις. Η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία βρίσκει εφαρμογή στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εισάγοντας οριζόντιους-κοινούς κανόνες για το σύνολο των εμπλεκόμενων που βρίσκονται στο πεδίο εφαρμογής της, στοχεύοντας με αυτό τον τρόπο στη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού, ασφαλέστερου, πιο διαφανούς και υπεύθυνου ψηφιακού χώρου συναλλαγών. Στην πρωτοβουλία αυτή οδήγησαν αρρύθμιστες δυσλειτουργίες που παρατηρούνταν στον ψηφιακό χώρο, με κυριότερες το εμπόριο και την ανταλλαγή παράνομων αγαθών, υπηρεσιών και περιεχομένου στο Διαδίκτυο.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του DSA είναι ότι θέτει κανόνες ευθύνης. Προβλέπει σαφείς κανόνες για το ποιος φέρει ευθύνη για το περιεχόμενο που δημοσιεύεται στις ψηφιακές πλατφόρμες, με τις τελευταίες να υπέχουν την υποχρέωση να λάβουν μέτρα για την αφαίρεση παράνομου περιεχομένου και να ενημερώνουν τους χρήστες για τους όρους χρήσης και τις πρακτικές προστασίας δεδομένων που ακολουθούν.

Ως προς τις απαιτήσεις διαφάνειας που εισάγονται, το νέο νομοθετικό πλαίσιο απαιτεί από τις ψηφιακές πλατφόρμες να είναι σαφείς και ακριβείς σχετικά με τους αλγόριθμους και τις διαδικασίες που χρησιμοποιούν για την προβολή περιεχομένου. Η ανάγκη αυτή προήλθε από την έως τώρα γνωστή πρακτική, προβληματική για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των χρηστών, της εκμετάλλευσης αλγορίθμων χειραγώγησης με σκοπό τη διάδοση ψεύτικων ειδήσεων και άλλων κακόβουλων ενεργειών. Για τον σκοπό αυτό, η υποχρέωση διαφάνειας υποχρεώνει τις πλατφόρμες να ενημερώνουν τους χρήστες και για τους αλγορίθμους, που χρησιμοποιούν προκειμένου να τους προτείνουν προσωποποιημένο περιεχόμενο.

Ως μέσο προστασίας θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το DSA κατοχυρώνει για άλλη μία φορά νομοθετικά τη σημασία της ελευθερίας της έκφρασης, θέτοντας τα θεμέλια, ώστε να την προστατεύσει περαιτέρω στο δημόσιο χώρο του διαδικτύου, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να αντιμετωπίσει και να καταστείλει τη διάδοση περιεχομένου που παραβιάζει τη νομοθεσία.

Το DSA δίνει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιβάλουν κυρώσεις στις ψηφιακές πλατφόρμες που παραβιάζουν τους κανόνες που εισάγει, καθώς και στις πλατφόρμες που αρνούνται να συνεργαστούν με τις Αρχές, ενώ παράλληλα δίνει και στους χρήστες το δικαίωμα να αναφέρουν (flag) παράνομο υλικό που βρίσκεται αναρτημένο στο Διαδίκτυο. Διακεκριμένοι χρήστες (flaggers) δύνανται να έλθουν σε επικοινωνία με πλατφόρμες, προκειμένου να αναγνωριστεί και να διαγραφεί παράνομο αναρτημένο υλικό.

Το Digital Service Act αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς την περαιτέρω ρύθμιση του Διαδικτύου και των προκλήσεων που γεννιούνται από την ασταμάτητη εξέλιξη της τεχνολογίας, αλλά και την κακόβουλη χρήση της. Ωστόσο, ως κάθε νεοεισαχθέν νομοθετικό βήμα, προκαλεί ταυτόχρονα σημαντικά ερωτήματα και αντιδράσεις. Δεν είναι λίγα τα άτομα που θεωρούν ότι το DSA ενδέχεται να περιορίσει την ελευθερία της έκφρασης και την καινοτομία, ενώ άλλοι το βλέπουν ως απαραίτητο βήμα για την προστασία των χρηστών και την αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου. Το πρώτο γιατί, στην προσπάθεια διαχείρισης και περιορισμού του αναρτημένου περιεχομένου ώστε αυτό να μην είναι παράνομο, ενδέχεται να διαγραφεί περιεχόμενο το οποίο θα έπρεπε να προστατευτεί υπό την σκέπη των αρχών ελευθερίας της έκφρασης. Ένα ακόμη επιχείρημα σε αυτό είναι οι ασαφείς ορισμοί που περιέχει, γεγονός που αφήνει περιθώρια ευρείας ερμηνείας για κάθε ενδιαφερόμενο. Το δεύτερο, διότι εισάγεται μία ακόμη νομοθετική δικλείδα ασφαλείας και προστασίας των χρηστών κατά τη διάρκεια περιήγησής τους στο Διαδίκτυο, τον έλεγχό τους επί των δεδομένων, ενώ επιτρέπει την άνθιση του υγιούς ανταγωνισμού των παρόχων στον ψηφιακό κόσμο. Ειδικά ως προς το τελευταίο, το γεγονός ότι οι μικρές επιχειρήσεις νιώθουν ισότιμες ως προς τις μεγαλύτερες, μέσω της ευθύνης που υπέχουν για το περιεχόμενό τους, της διαφάνειας που οφείλουν στους χρήστες και της επιβολής κυρώσεων, είναι στοιχεία που συνηγορούν υπέρ του DSA. 

Συνοψίζοντας, το Digital Service Act αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προσαρμόσει τους κανόνες του Διαδικτύου στις νέες πραγματικότητες και προκλήσεις, που έκαναν την εμφάνισή τους τα τελευταία χρόνια. Η ανάγκη για ένα ισχυρό νομικό πλαίσιο που θα ανταποκρίνεται στις νέες εξελίξεις και πρακτικές στον κυβερνοχώρο είναι προφανής. Η ισορροπία μεταξύ της προστασίας των δικαιωμάτων των χρηστών και του ελεύθερου πλην υγιούς ανταγωνισμού είναι μία απαίτηση, που οφείλεται να αντιμετωπιστεί με προσοχή και ακρίβεια, ενώ το στοίχημα πάντα παραμένει ώστε η νομοθετική δράση να προηγείται των ανεξέλεγκτων συνεπειών προβληματικών καταστάσεων, να είναι δηλαδή προληπτική και όχι κατασταλτική.