Social Media, Διαδικτυακές απειλές, Διαδίκτυο, Κυβερνοπόλεμος, Τεχνολογία

«Το Διαδίκτυο δεν ξεχνά». Η μονιμότητα του σεξουαλικού περιεχομένου στον Κυβερνοχώρο

Γράφει η Τζίνα Λαγκαδινού, Μεταπτυχιακή Απόφοιτη Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου KU Leuven

Τον περασμένο Δεκέμβρη, έκανε την εμφάνιση της μια διαδικτυακή πλατφόρμα που σήκωσε θύελλα αντιδράσεων σχετικά με το περιεχόμενο της στα ελληνικά δεδομένα. Επρόκειτο για έναν ιστότοπο, όπου διάφοροι χρήστες παγκοσμίως, διατηρώντας την ανωνυμία τους, ανέβαζαν και μοιράζονταν, μεταξύ άλλων, σεξουαλικές, γυμνές ή ημίγυμνες φωτογραφίες/βίντεο, κυρίως γυναικών ή μελών της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.

Η διαδικασία αυτή λάμβανε χώρα χωρίς την συναίνεση των ατόμων που αποτυπώνονταν στο υλικό, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια ολόκληρη καμπάνια στο Twitter, με κύριο σκοπό το «κατέβασμα» αυτής της πλατφόρμας. Μάλιστα, μέσω αυτής, κλήθηκε και η άμεση παρέμβαση της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, ώστε να καταργηθεί και να διαγραφεί το περιεχόμενο που είχε διαρρεύσει. Αυτό βέβαια δεν είναι 100% εφικτό, καθώς το υλικό μπορεί να βρίσκεται στην κατοχή οποιουδήποτε χρήστη και δεν δύναται πάντα να εντοπίζεται και να καταστρέφεται.

Παρ’ όλη την παρέμβαση, αυτή η ιστοσελίδα αναδύθηκε από τις στάχτες της μετά από λίγους μήνες και παραμένει έως και σήμερα ενεργή. Πέρα από το μη συναινετικό υλικό που μοιράζεται μέσω αυτής, διακινείται και παιδική/εφηβική πορνογραφία, ένα γεγονός που αμέσως σοκάρει έναν κοινό χρήστη του διαδικτύου, καθώς δεν πρόκειται για μια κρυφή πλατφόρμα στο «σκοτεινό διαδίκτυο», αλλά για μια πολύ εύκολα προσβάσιμη σελίδα που ο καθένας μπορεί να εντοπίσει μέσω μιας μηχανής αναζήτησης.

Η χυδαιότητα μιας τέτοιας πλατφόρμας και πολλών άλλων αντίστοιχων, δεν περιορίζεται μόνο στο οπτικοακουστικό υλικό, καθώς μοιράστηκαν και μοιράζονται δημόσια και τα προσωπικά στοιχεία των εικονιζόμενων ατόμων, όπως το ονοματεπώνυμο τους, η διεύθυνση κατοικίας τους, τα προφίλ τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ούτω καθεξής. Η πρακτική αυτή ονομάζεται “doxing” και ως σκοπό της έχει τον περαιτέρω διασυρμό των θυμάτων, τα οποία γίνονται «βορά» στο βωμό της ηδονοβλεψίας των μελών τέτοιων διαδικτυακών κοινοτήτων και κατονομάζονται ώστε να μπορούν να εντοπίζονται και να παρενοχλούνται περαιτέρω.

Οι χρήστες αυτών των ιστοσελίδων, πίσω από την ανωνυμία και την ασφάλεια που τους προσφέρει η οθόνη της συσκευής τους, αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν ότι οι πράξεις τους αυτές είναι εγκληματικές. Αδυνατούν να αντιληφθούν το κακό που προκαλούν σε αυτά τα άτομα που εν αγνοία τους διασύρονται, χλευάζονται και γίνονται αντικείμενο ηδονής και σχολιασμού. Δεν αναλογίζονται την μονιμότητα αυτού του υλικού και ότι άπαξ και μοιραστεί μία φορά διαδικτυακά, η ύπαρξή του στο κυβερνοχώρο διαιωνίζεται. Ή πολύ απλά, γνωρίζουν όλα τα παραπάνω και αδιαφορούν. Σημασία έχει η «απόλαυση» της στιγμής, ανεξαρτήτως των επιπτώσεων για το θύμα. Ή ακόμα και η οικονομική απολαβή, καθώς η ανταλλαγή φωτογραφιών συχνά επιτελείται και με καταβολή χρημάτων.

Οι επιπτώσεις για το θύμα όμως είναι ποικίλες και πολύπλευρες. Είτε στον εργασιακό χώρο, είτε στις προσωπικές σχέσεις, είτε στην ασφάλεια που νιώθει το άτομο για την ζωή του και την ντροπή για το σώμα και το πρόσωπο του, η καθημερινότητα του συνθλίβεται όταν κάτι τέτοιο συμβεί. Η σωματική του ακεραιότητα και η ψυχολογική του σταθερότητα απειλείται και δεν φταίει. Ούτε στον δράστη οφείλει να λογοδοτήσει, ούτε στους παρατηρητές. Ούτε στην κοινωνία που παραμένει άπραγη διαιωνίζοντας στερεότυπα και επικροτώντας την λαγνεία του ανδρικού βλέμματος, καταδικάζοντας έτσι την σωματική και σεξουαλική έκφραση/ελευθερία των θυμάτων, μαζί με την ιδιωτικότητα τους.

Οποιοσδήποτε παραμένει παθητικός παρατηρητής, είναι και συνένοχος σε αυτό το έγκλημα. Η λεγόμενη “bystander” κουλτούρα είναι άρτια συνυφασμένη με την ανοχή σε τέτοια φαινόμενα. Όσο επιτρέπουμε στους γύρω μας να «μοστράρουν» και να καυχιούνται περί των σεξουαλικών τους «αποκτημάτων» (δηλαδή για τις φωτογραφίες/βίντεο ατόμων που χωρίς συναίνεση μοιράζονται) χωρίς να αντιδράμε, τότε γινόμαστε αυτόματα μέρος του προβλήματος. Τέτοιες πλατφόρμες δράττονται της ευκαιρίας να ικανοποιήσουν τις «ανάγκες» κάποιων, εκθέτοντας και «πουλώντας» βίαια και αποκρουστικά ολόκληρες ζωές άλλων, λειτουργώντας ανενόχλητες και χωρίς να έχουν να λογοδοτήσουν σε κανέναν. Αυτός ο κανένας οφείλουμε να γίνουμε εμείς, η κοινωνία.

Γιατί; Γιατί στην θέση των θυμάτων μπορεί να είμαστε ήδη και να μην το γνωρίζουμε. Γιατί μπορεί να είναι τα παιδιά μας, μπορεί να είναι οι συγγενείς μας, ή οι αδελφικοί μας φίλοι και φίλες. Γιατί πρόκειται για ένα έγκλημα που ακόμα παραμένει ευρέως ατιμώρητο και παίρνει γρήγορα τεράστιες εκτάσεις. Γιατί κανένας βιασμός, είτε σωματικός είτε διαδικτυακός, δεν θα πρέπει να παραμένει ανεκτός.