Εκτός της δημοσιοποίησης και διανομής μιας προσωπικής φωτογραφίας/βίντεο ενός ατόμου με σεξουαλικό περιεχόμενο, η πρακτική της διαδικτυακής σεξουαλικής παρενόχλησης και βίας δύναται να επιτελεστεί μέσω και άλλων διόδων. Μέχρι στιγμής, η προσοχή έχει επικεντρωθεί μόνο σε ένα πρόσωπο αυτού του φαινομένου, πιο συγκεκριμένα σε αυτό που ονομάζουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης «εκδικητική πορνογραφία», ωστόσο το φάσμα των πρακτικών είναι ευρύ και ξεφεύγει από τα όρια της απλής δημοσιοποίησης υλικού λόγω εκδικητικών τάσεων.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί ότι λόγω της ανελισσόμενης ανάπτυξης της τεχνολογίας, οι τρόποι με τους οποίους ένας δράστης έχει την δυνατότητα να βλάψει ένα άτομο διαδικτυακά, αλλά και στην πραγματική ζωή, ταυτόχρονα πολλαπλασιάζονται. Επιπροσθέτως, το διαδίκτυο προσφέρει έναν βαθμό ασφάλειας και ανωνυμίας στον θύτη, ειδικά εάν ο εκάστοτε δράστης έχει οξυμένες δεξιότητες και τεχνολογικές γνώσεις. Αυτές οι δύο παράμετροι λειτουργούν ενθαρρυντικά, καθώς δημιουργούν ένα «καταφύγιο» μέσα στο οποίο εμπνέονται τέτοιες πράξεις αυθαιρεσίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, κρίνεται απαραίτητο να αναλύσουμε τα ποικίλα πρόσωπα της διαδικτυακής σεξουαλικής παρενόχλησης εκτενέστερα. Ας σημειωθεί ότι αυτά οφείλουν να μη κατηγοριοποιούνται απόλυτα κατά την μελέτη τους, καθώς πολλές φορές συνυπάρχουν και δεν αλληλοαποκλείονται. Δηλαδή μπορεί ένα θύμα να βιώσει ταυτόχρονα δύο από τις τρεις εκφάνσεις του φαινομένου που περιγράφονται αναλυτικά παρακάτω.
- Δημοσιοποίηση ή/και διανομή προσωπικού υλικού με σεξουαλικό, γυμνό ή ημίγυμνο, περιεχόμενο:
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται όλες οι δράσεις ενός θύτη να μοιραστεί ή και να δημοσιοποιήσει γυμνές ή ημίγυμνες φωτογραφίες ή/και βίντεο ενός θύματος, είτε μέσω μιας διαδικτυακής ιστοσελίδας, είτε μέσω ηλεκτρονικών συσκευών, είτε και μέσω κοινωνικών δικτύων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την διάρκεια αυτής της πρακτικής, πρωτεύων θύτης είναι το άτομο που εκκινεί την δημοσιοποίηση, και δευτερεύοντες θύτες τα άτομα που επιλέγουν να συμμετέχουν στην περαιτέρω διανομή του υλικού. Είναι εξίσου σημαντική η συζήτηση και για τις δύο ομάδες, καθώς από μια ατομική πρακτική μετουσιώνεται σε μια συλλογική πράξη, γεγονός το οποίο κρούει έναν κώδωνα κινδύνου σχετικά με το ήθος, την ανοχή, αλλά και την έλλειψη παιδείας γύρω από το φαινόμενο. Η απόκτηση αυτού του υλικού δύναται να πραγματοποιηθεί είτε συναινετικά, δηλαδή το θύμα εκούσια να μοιραστεί το υλικό, μη γνωρίζοντας τις περαιτέρω προθέσεις του παραλήπτη, αλλά και ακούσια, με τον θύτη να παραβιάζει προσωπικά δεδομένα και να «κλέβει» αυτό το υλικό από τον υπολογιστή του θύματος (hacking). Τέλος, έχει παρατηρηθεί και μία ακόμα μέθοδος ακούσιας απόκτησης τέτοιου υλικού, μέσω μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία το υλικό αυτοκαταστρέφεται σε κάποια δευτερόλεπτα μετά την αποστολή του. Ωστόσο οι παραλήπτες συχνά κάνουν “screenshot”, με αποτέλεσμα να αποθηκεύονται οι φωτογραφίες ή τα βίντεο, χωρίς να έχει συναινέσει ο αποστολέας. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τέτοιου μέσου δικτύωσης αποτελεί το Snapchat.
- Δημιουργία και δημοσιοποίηση/διανομή προσωπικού υλικού με σεξουαλικό, γυμνό ή ημίγυμνο, περιεχόμενο:
Σε παρόμοιο μοτίβο κινείται και αυτό το πρόσωπο της διαδικτυακής σεξουαλικής παρενόχλησης και βίας, με μοναδική ειδοποιό διαφορά ότι σε αυτές τις περιπτώσεις το υλικό που πρόκειται να μοιραστεί δημιουργείται και δημοσιοποιείται εν αγνοία του θύματος και δίχως την συναίνεση του. Αυτό συμβαίνει συνήθως σε περιπτώσεις μη συναινετικής εγκατάστασης καμερών στον προσωπικό χώρο του θύματος, με σκοπό την βιντεοσκόπηση προσωπικών στιγμών, ή και η μαγνητοσκόπηση εν αγνοία του κατά την διάρκεια διαδικτυακών ερωτικών κλήσεων (cybersex). Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατηγορίας αποτελεί η περίπτωση των «deepfakes» και του «sexualized photo-shopping», πρακτικές κατά τις οποίες φωτογραφίες και βίντεο επεξεργάζονται έτσι ώστε να απεικονίζουν το άτομο σε προκλητικές πόζες, σε συμμετοχή σε ερωτική πράξη, ή σε αποκαλυπτικά γυμνά στιγμιότυπα. Αυτά τα προϊόντα αποτελούν υλικό επεξεργασμένο, που έχει ως σκοπό να βλάψει το θύμα και να αμαυρώσει την φήμη του σε κοινωνικές πλατφόρμες αλλά και στον περίγυρο του. Διάσημα πρόσωπα στο παρελθόν, έχουν βρεθεί σε αυτή την θέση, με θύτες που σκοπό είχαν να καταστρέψουν την εικόνα και υπόληψη τους. Επομένως σε αυτή την περίπτωση, το να μετατραπεί ένα άτομο σε θύμα αυτής της πρακτικής έγκειται στις διαθέσεις του δράστη, αφού ο ίδιος δύναται να κατασκευάσει και δημοσιοποιήσει το υλικό, πράξη η οποία έχει τις ίδιες, ενίοτε και πιο έντονες, επιπτώσεις με την πρώτη κατηγορία της διαδικτυακής σεξουαλικής βίας.
- Απειλή/εκβιασμός περί δημοσιοποίησης/διανομής προσωπικού υλικού με σεξουαλικό, γυμνό ή ημίγυμνο, περιεχόμενο:
Σε αυτό το φάσμα πρακτικών βρίσκονται ορισμένες διαδικτυακές επιθέσεις δραστών σε μορφή εκβιασμού και απειλής απέναντι στο θύμα, είτε για πραγματικό υλικό που έχει σταλεί εκούσια, είτε για υλικό που έχει καταγραφεί/ληφθεί εν αγνοία του θύματος, είτε για κατασκευασμένο υλικό το οποίο έχει επεξεργαστεί ο θύτης μέσω τεχνολογίας. Στην ακαδημαϊκή κοινότητα, αυτή η πρακτική αναφέρεται ως «sextortion», και μπορεί να υποκινηθεί για λόγους απόσπασης χρημάτων από το θύμα, για λόγους εκδικητικούς προς αυτό, αλλά και λόγω επιθυμίας χειρισμού του μέσω εντολών και απαιτήσεων (συνήθως σεξουαλικής φύσεως), στις οποίες αν δεν υπακούσει, θα πραγματοποιηθεί η δημοσιοποίηση του υλικού του με σεξουαλικό περιεχόμενο. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι σε αυτή την κατηγορία, τα συνήθη θύματα είναι άνδρες, σε αντίθεση με τις άλλες δύο κατηγορίες, στις οποίες στοχοποιούνται κυρίως τα παιδιά, οι γυναίκες και τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Αυτή η πρακτική ακολουθείται συχνά και από διάφορες ομάδες οργανωμένου διαδικτυακού εγκλήματος, που αποκτούν το υλικό των θυμάτων μέσω hacking, και μετέπειτα τα εκβιάζουν, με απώτερο σκοπό την απόσταση μεγάλων χρηματικών ποσών.
Συνοψίζοντας, και οι τρεις εκφάνσεις του φαινομένου της διαδικτυακής σεξουαλικής βίας και παρενόχλησης οφείλουν να βρίσκονται στο στόχαστρο τόσο του νομικού όσο και του εκπαιδευτικού πλαισίου για την καλύτερη πρόληψη και καταπολέμησή τους. Με τη ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας, ολοένα και περισσότερες εγκληματικές πράξεις επρόκειτο να βρίσκονται στο προσκήνιο και να απασχολούν έντονα την κοινή γνώμη, επομένως η άμεση παρακολούθηση και εξέτασή τους καθίσταται μία ζωτικής σημασίας διαδικασία.
Ονομάζομαι Τζίνα Λαγκαδινού, είμαι Διευθύντρια Δημοσίων Σχέσεων και Εξωστρέφειας και Επιστημονικά Υπεύθυνη στο Διεθνές Ινστιτούτο Κυβερνοασφάλειας, με έδρα την Αθήνα (CSI Institute). Μεταπτυχιακή Απόφοιτη Εγκληματολογίας από το KU Leuven Πανεπιστήμιο του Βελγίου, με ειδίκευση στο σεξουαλικό έγκλημα και τις εκφάνσεις του στον κυβερνοχώρο, προπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και πιστοποίηση εκπαιδευτικού σεμιναρίου στον κλάδο της Εγκληματολογικής Ψυχολογίας από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.