Ανθρώπινες Σχέσεις, Γονείς, Οικογένεια, Παιδιά, Ψυχική υγεία

Σεξουαλική κακοποίηση/παρενόχληση στο οικογενειακό περιβάλλον: Το μεγάλο μυστικό

Από την Ουρανία Παπανικολάου,

Τα τελευταία χρόνια έρχονται στο φως ολοένα και περισσότερα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης, τα οποία εγείρουν την ανησυχία όλων μας. Το συγκεκριμένο είδος κακοποίησης αφορά δυστυχώς όχι μόνο ενήλικες αλλά και μικρά παιδιά. Λόγω της σοβαρότητας αλλά και της ανησυχητικής έκτασης που φαίνεται να λαμβάνει η σεξουαλική κακοποίηση, τώρα περισσότερο από ποτέ αναδύεται η ανάγκη ενημέρωσης και επαγρύπνησης της κοινωνίας προκειμένου να αποφευχθούν όσο το δυνατόν περισσότερα περιστατικά στο μέλλον.

Αρχικά, ως σεξουαλική κακοποίηση ορίζεται «κάθε συνουσία ή άλλη σεξουαλική πράξη που συντελείται εκ μέρους κάποιου χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου προσώπου», ενώ ως παιδική σεξουαλική κακοποίηση ορίζεται ως «η συμμετοχή ενός παιδιού σε σεξουαλική δραστηριότητα που δεν κατανοεί πλήρως ή δεν είναι σε θέση να δώσει τη συναίνεσή του, ή για την οποία το παιδί δεν είναι προετοιμασμένο αναπτυξιακά ή αλλιώς μια πράξη που παραβιάζει τους νόμους ή τα κοινωνικά ταμπού της κοινωνίας». Η σεξουαλική κακοποίηση, εν γένει, μπορεί να κυμαίνεται σε ένα ευρύ φάσμα ανάμεσα στο βιασμό και μικρότερες πράξεις σωματικής παραβίασης. Επιπλέον, στη σεξουαλική παρενόχληση συγκαταλέγονται και η άσεμνη έκθεση γεννητικών οργάνων ή η χρήση υλικού για πορνογραφία.

Το πιο ανησυχητικό από όλα τα ευρήματα όμως, είναι η ανάμειξη της οικογένειας στα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες ο θύτης είναι μέλος της οικογένειας και ο οποίος μπορεί να έχει είτε βιολογικό δεσμό με το παιδί, είτε να ανήκει στον ευρύτερο οικογενειακό κύκλο (πατριός, μητριά, οικογενειακός φίλος, γείτονας). Μάλιστα, οι έρευνες δείχνουν πως η συντριπτική πλειοψηφία είναι άνδρες (90%), ενώ κατά 30-50% πρόκειται για οικογενειακό μέλος. Και φανταστείτε ότι αυτά τα ποσοστά δεν είναι ακριβή, λόγω του σκοτεινού αριθμού, καθώς ελάχιστα τέτοια περιστατικά φτάνουν στις αρχές. Αυτή η συνθήκη είναι εξαιρετικά δύσκολη για το θύμα, το οποίο καλείται να διαχειριστεί πέρα από το τραύμα της κακοποίησης, αυτής καθ’ εαυτής και το γεγονός ότι ο ψυχολογικός πόνος που βιώνει προκλήθηκε από κάποιο «δικό» του άτομο. Έτσι, η ενδοοικογενειακή σεξουαλική κακοποίηση μπορεί να αφορά είτε τους δύο συζύγους, είτε την κακοποίηση του παιδιού από έναν ενήλικα.

Οι ψυχολογικές συνέπειες για το θύμα και ειδικά όταν μιλάμε για παιδιά μπορεί να πάρουν τρομακτικές διαστάσεις αφήνοντας το στίγμα τους μέχρι και την ενήλικη ζωή. Η πιο συχνή διαταραχή είναι αυτή του μετατραυματικού στρες, όπου το θύμα βασανίζεται συχνά από δύσκολες αναμνήσεις, οι οποίες επιστρέφουν ξανά και ξανά δημιουργώντας φόβο αλλά και μια αίσθηση αδυναμίας ελέγχου. Ωστόσο, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού τη στιγμή που υπόκειται σε κακοποίηση, είναι δυνατόν να εμφανισθούν διαφορετικές δυσκολίες στην ανάπτυξή του. Έτσι για παράδειγμα, τα νήπια είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν άγχος, εφιάλτες και σεξουαλικές συμπεριφορές που δεν συνάδουν με την ηλικία τους. Τα παιδιά δημοτικού είναι πιο πιθανόν να εκφράσουν τις δυσκολίες τους μέσα από φόβο, επιθετικότητα, εφιάλτες, υπερκινητικότητα, μαθησιακές δυσκολίες ή παλινδρόμηση σε κάποιο προηγούμενο κατεκτημένο στάδιο ανάπτυξης. Τέλος, οι έφηβοι μπορεί να έρθουν αντιμέτωποι με ζητήματα κατάθλιψης, αυτοκτονικού ιδεασμού, απόσυρση, διατροφικές διαταραχές, παραβατική συμπεριφορά ή χρήση ουσιών.

Όσον αφορά τώρα την κακοποίηση μεταξύ συζύγων, συνήθως αυτή προέρχεται από τον άνδρα προς τη σύζυγο, χωρίς όμως αυτό να είναι απαραίτητο. Όπως και να χει όμως, ο εξαναγκασμός του/της συζύγου σε σεξουαλικές πράξεις, για τις οποίες δεν είναι σύμφωνος/η και δεν επιθυμεί να συμμετέχει, αποτελεί παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και διώκεται ποινικά από τον νόμο. Οι ψυχολογικές επιπτώσεις και σε αυτή την περίπτωση είναι ανυπολόγιστες και μπορεί να συνοδεύουν το άτομο για ολόκληρη τη ζωή του, εάν δεν προβεί σε κάποιου είδους ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Οι πιο συχνές επιπτώσεις είναι και πάλι η διαταραχή μετατραυματικού στρες, κατάθλιψη και αγχώδεις διαταραχές.

Γενικότερα, θα λέγαμε, ότι η σεξουαλική κακοποίηση αποτελεί έναν τρομερά επιβαρυντικό παράγοντα για την ψυχική υγεία του θύματος για αυτό και χρήζει την άμεση προσοχή μας. Ειδικά στις περιπτώσεις των παιδιών, τα οποία αδυνατούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους θα πρέπει να έχουμε υπόψιν μας τις παρακάτω χρήσιμες συμβουλές, οι οποίες απευθύνονται τόσο σε γονείς και εκπαιδευτικούς όσο και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο φροντίδας, το οποίο πλησιάζει ένα παιδί για να του αποκαλύψει την κακοποίηση που βιώνει:

  • Φροντίζουμε να έχουμε χρόνο στη διάθεση μας προκειμένου να δώσουμε χώρο στο παιδί να μιλήσει χωρίς να υπάρχει πίεση. Καλό είναι το μέρος όπου θα βρισκόμαστε να είναι ήσυχο, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα και να κάνει το παιδί να αισθάνεται ασφάλεια.
  • Σε περίπτωση που το παιδί μας ζητήσει να μη πούμε τίποτα σε κανέναν για όσα θα ακούσουμε, του εξηγούμε προσεκτικά πως αυτό ενδεχομένως να μην είναι για το καλό του γιατί υπάρχουν μυστικά που πρέπει να αποκαλύπτονται προκειμένου να βοηθηθεί. Αυτό που μπορούμε να του υποσχεθούμε όμως είναι πως ότι και αν ακούσουμε, θα φροντίσουμε να μεταφέρουμε αυτές τις πληροφορίες με την απαιτούμενη προσοχή και μόνο σε άτομα, τα οποία θα μπορέσουν να βοηθήσουν στο να δοθεί ένα τέλος σε αυτή την ειδεχθή εμπειρία.
  • Όταν το παιδί ξεκινήσει να ανοίγεται, το ακούμε προσεκτικά, δεν διακόπτουμε, αφήνουμε χρόνο να εκφράσει όλα τα συναισθήματά του όπως τα βιώνει εκείνη τη στιγμή. Από την πλευρά μας φροντίζουμε να μην είμαστε επικριτικοί και δεν αμφισβητούμε ποτέ αυτά που μας λέει το παιδί. Φράσεις του τύπου «Σοβαρολογείς; Δεν ακούγεται σαν κάτι που θα έκανε ο θείος σου αυτό», θα πρέπει να αποφεύγονται καθώς δημιουργούν στο παιδί την αίσθηση της απόρριψης οδηγώντας το στο να κλειστεί εκ νέου.
  • Δεν πιέζουμε το παιδί να αναφερθεί σε λεπτομέρειες ή σε πράγματα για τα οποία δεν είναι προετοιμασμένο και δεν νιώθει ακόμη άνετα να μοιραστεί μαζί μας.
  • Προσπαθούμε να παραμείνουμε ψύχραιμοι και αποφεύγουμε τις κατηγορίες για το δράστη. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία τη δεδομένη στιγμή είναι το παιδί να μας αισθανθεί ως υποστηρικτικούς και πως θέλουμε πραγματικά να το βοηθήσουμε.
  • Απαντούμε στις ερωτήσεις των παιδιών όσο πιο απλά και ειλικρινά μπορούμε. Τα παιδιά ενδεχομένως να έχουν περιέργεια σχετικά με το τι θα γίνει από εδώ και πέρα, πώς θα αλλάξει η ζωή τους, τί θα συμβεί στο θύτη. Δε χρειάζεται να βιαστούμε να απαντήσουμε, ειδικά αν για πολλά από αυτά τα ερωτήματα δεν γνωρίζουμε την απάντηση. Είναι προτιμότερο να παραδεχτούμε πως δεν γνωρίζουμε κάτι αλλά ότι θα βρισκόμαστε δίπλα του από εδώ και πέρα για ότι και αν συμβεί και ότι μπορεί να στηρίζεται πάνω μας.

Καταληκτικά, σημαντικό ζήτημα αποτελεί όχι μόνο η αντιμετώπιση αλλά και η πρόληψη του φαινομένου. Έτσι, θα ήταν αρκετά βοηθητικό να προετοιμάζουμε και να ενημερώνουμε τα παιδιά μας σχετικά με το πώς μπορούν να προστατέψουν το σώμα και τον εαυτό τους από άτομα και συμπεριφορές που τα κάνουν να αισθάνονται άβολα. Ένας ενδεδειγμένος τρόπος είναι να μάθουμε στα παιδιά μας ποια σημεία του σώματός τους δεν είναι ασφαλές να αγγίζουν οι άλλοι, ακόμη και αν αυτοί είναι πολύ κοντινοί τους άνθρωποι. Ένας βοηθητικός τρόπος για να εντυπωθεί στη μνήμη των παιδιών αυτό είναι ο κανόνας του μαγιό. Λέμε στα παιδιά, λοιπόν, πως όσα σημεία καλύπτονται από το μαγιό μας, δεν είναι ασφαλές να τα αγγίζουν οι άλλοι και πως όταν συμβαίνει αυτό είναι καλό να το αναφέρουμε σε κάποιο άτομο εμπιστοσύνης για να μας βοηθήσει να το σταματήσουμε. Εδώ είναι σημαντικό να θυμίσουμε στα παιδιά πως ακόμη και στην περίπτωση που το άτομο στο οποίο θα απευθυνθούμε δε μας πιστέψει, εμείς πρέπει να συνεχίσουμε να το λέμε και σε άλλα άτομα εμπιστοσύνης, έως ότου βρεθεί κάποιος να μας προσφέρει βοήθεια.

Το μεγάλο μυστικό

Γενικά, επικρατεί η άποψη ότι η κακοποίηση είναι ένα ζήτημα το οποίο πρέπει να μένει κεκλεισμένων των θυρών. Αποτελεί ντροπή για την οικογένεια και κρατείται επτασφράγιστο μυστικό. Αυτή η μυστικοπάθεια, όμως, οδηγεί τελικά στη διαιώνιση της κακοποίησης εκ μέρους των θυτών, οι οποίοι συνεχίζουν να δρουν ανενόχλητοι. Για αυτό κρίνεται αναγκαίο οι άνθρωποι να σπάσουμε αυτή την ενοχοποιητική σιωπή. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή στα παιδιά μας κάνοντας προληπτικές συζητήσεις μαζί τους ενημερώνοντάς τα για τέτοιου είδους ζητήματα.

Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι δράστες πολλές φορές θα προσπαθήσουν να περάσουν στα παιδιά την ιδέα ότι αυτό που γίνεται ανάμεσά τους πρέπει να παραμείνει μυστικό, διαφορετικά κάποιος θα πληγωθεί. Έτσι οι δράστες σεξουαλικής κακοποίησης, και ειδικά όταν έχουν συγγενική σχέση με τα παιδιά, μπορεί να πουν στα παιδιά – θύματα κάτι από τα παρακάτω:

  • Αν το πεις στη μαμά/μπαμπά, δε θα σε πιστέψουν και θα σε μαλώσουν.
  • Αυτό θα είναι το μυστικό μας. Εφόσον με αγαπάς, δε θα με προδώσεις.
  • Είναι καλύτερα αυτό να μείνει μεταξύ μας. Αν κρατήσεις το μυστικό, εγώ θα σου δώσω καραμέλες/παιχνίδια/χρήματα κτλ, ανάλογα την ηλικία του παιδιού.
  • Αν πεις σε κάποιον για αυτό που κάνουμε μαζί, θα σε τιμωρήσω.
  • Μη φοβάσαι. Είναι απλώς ένα παιχνίδι. Θα δεις, θα σου αρέσει. Αν μείνει μεταξύ μας, εγώ θα είμαι καλός μαζί σου.

Γενικά, οι θύτες προσπαθούν να καλλιεργήσουν ένα κλίμα φόβου στα παιδιά προκειμένου να τα αποτρέψουν από οποιαδήποτε αποκάλυψη για την πράξη τους. Αυτό έχει ως συνέπεια τα παιδιά, να κρατούν το στόμα τους κλειστό και να δυσκολεύονται να εμπιστευθούν ακόμη και πολύ αγαπημένα τους πρόσωπα από φόβο μη τιμωρηθούν ή στεναχωρήσουν με τη συμπεριφορά τους το πρόσωπο αυτό. Ακόμη και στην περίπτωση, όμως, που τελικά τα παιδιά μιλήσουν, υπάρχουν φορές που και οι ίδιοι οι γονείς επιθυμούν να συγκαλύψουν την κακοποίηση από φόβο μη τους βρουν χειρότερα. Έτσι, τα παιδιά δεν είναι απίθανο να ακούσουν μετά από μια αποκάλυψη, φράσεις όπως:

  • Είσαι σίγουρος/η για όσα λες;
  • Μήπως το φαντάστηκες;
  • Καλό θα ήταν αυτό να μη το μοιραστείς με τους φίλους/δάσκαλο/γιαγιά σου κτλ, θα γίνουμε ρεζίλι.
  • Καλύτερα ας μη το ξανασυζητήσουμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για αυτό (ειδικά σε περιπτώσεις που ο δράστης είναι ο πατέρας και η μητέρα στην οποία απευθύνεται το παιδί, κακοποιείται και η ίδια).
  • Θα δούμε τι θα κάνουμε. Το σημαντικό είναι να μη το πεις σε κανέναν γιατί θα γίνουν χειρότερα τα πράγματα.

Τέτοιου είδους φράσεις πρέπει να αποφεύγονται διότι δε βοηθούν στην αποκάλυψη του μυστικού της κακοποίησης. Αντίθετα, την ενισχύουν ενώ ταυτόχρονα κάνουν τα παιδιά να αισθάνονται ένοχα για ό,τι έχει συμβεί.

Συνολικά, θα λέγαμε πως όταν πέσει στην αντίληψή μας κάποιο περιστατικό κακοποίησης, προσπαθούμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας, αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες του παιδιού και προσπαθούμε να ανακουφίσουμε με τη στάση μας τα έντονα συναισθήματα που έχουν προκύψει.