Πρόσφατα, ο κυβερνήτης της Νέας Υόρκης Άντριου Κουόμο, αναγκάστηκε σε ταπεινωτική παραίτηση, μετά τις καταγγελίες 11 γυναικών για σεξουαλική παρενόχληση. Φυσικά, δεν είναι πρώτη φορά που κάποιο άτομο που κατέχει εξουσία, εκμεταλλεύεται τη θέση του για να ικανοποιήσει τις προσωπικές του ορέξεις. Επίσης, δεν είναι η πρώτη φορά που ένα τέτοιο άτομο έχει θεοποιηθεί κατά το παρελθόν, μέχρι να έρθει τελικά, η στιγμή της αποκαθήλωσης.
Βλέπουμε, λοιπόν, να σχηματίζεται ένα μοτίβο. Άνθρωποι καταχρώνται την εξουσία τους, προβαίνοντας σε κάθε είδους κακοποιητικές πράξεις απέναντι σε αυτούς που θεωρούν υποδεέστερους, είτε λόγω θέσης, είτε λόγω φύλου, καμιά φορά και τα δύο. Πρόκειται για άτομα με έντονη αίσθηση προσωπικής ανεπάρκειας και χαμηλή αυτοεκτίμηση που δεν αντιμετωπίζουν τους άλλους, ειδικότερα τις γυναίκες, σαν ξεχωριστές προσωπικότητες, αλλά σαν αντικείμενα, πάνω στις οποίες εκδηλώνουν την υπέρμετρη σεξουαλική τους επιθετικότητα. Αυτό είναι το προφίλ του δράστη. Ποιο είναι ωστόσο το προφίλ του θύματος;
Με το ξέσπασμα του ελληνικού #metoo, ακούστηκε πολλές φορές η ερώτηση: “Γιατί τώρα;”. Μία ερώτηση τόσο εύκολο να τη διατυπώσεις, αλλά τόσο πολύπλοκο να απαντήσεις. Δεν είναι μόνο η ντροπή που νιώθει το θύμα, η οποία ντροπή οδηγεί σε ενοχές κι αυτοκατηγορία. Δεν είναι μόνο οι συνθήκες, που δεν είναι πάντα ώριμες και ευνοϊκές για να μπορέσει το θύμα να μιλήσει για ό,τι του συμβαίνει. Είναι κι ο φόβος. Αυτό το αρχέγονο συναίσθημα που γίνεται ακόμη πιο κατακλυσμιαίο όταν έχεις να αντιμετωπίσεις άτομα με εξουσία. Άτομα που σου λένε ότι “σε κρατάνε στα χέρια τους”.
Γιατί τελικά οι γυναίκες δεν μιλάνε; Καταρχάς, φταίει ο τρόπος με τον οποίο έχουν γαλουχηθεί οι γυναίκες. Είναι το κοινωνικό στερεότυπο αυτό που θέλει τη γυναίκα να είναι γλυκιά και συγκαταβατική. Οι γυναίκες πρέπει να νοιάζονται για τους άλλους, όχι να δημιουργούν συγκρούσεις και εντάσεις. Τουλάχιστον αυτό επιτάσσουν οι κανόνες της κοινωνίας. Ακόμη κι όταν είναι απολύτως δικαιολογημένες, οι γυναίκες έχουν την τάση να αποφεύγουν να φερθούν σκληρά ή να υψώσουν ανάστημα. Μάλιστα, αυτή η κοινωνικά επιβαλλόμενη αδυναμία των γυναικών να αντιδράσουν, γίνεται ακόμη πιο έντονη όταν ο θύτης επιμένει. Αυτή η διαρκής πίεση εξαφανίζει ολοκληρωτικά τις άμυνες του θύματος και δε του αφήνει κανένα περιθώριο να αντιδράσει.
Έπειτα, δεν είναι εύκολο να μιλήσεις όταν ο θύτης κανονικοποιεί τη συμπεριφορά του. Όταν σου λέει ότι είναι φυσιολογικό να σου αγγίξει το στήθος, αφού άλλωστε έχεις συνηθίσει να στο κάνουν. Πρόκειται απλώς για μία καθημερινή κατάσταση. Πώς, μετά από αυτό να μην αμφισβητήσει η γυναίκα την ίδια την αντίληψή της για την κατάσταση; Αρχίζει να αναρωτιέται μήπως είναι υπερβολική. Όταν ο θύτης κάνει ό,τι κάνει και μετά φέρεται απολύτως φυσιολογικά, η γυναίκα δεν μπορεί παρά να κάνει το ίδιο. Να ακολουθήσει την άρνηση του. Πώς να τον αντικρούσει ευθέως όταν γνωρίζει ότι αυτό μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για την ίδια; Όταν πρόκειται για τον εργοδότη της που θα την απολύσει, όταν πρόκειται για τον θεατράρχη που θα της καταστρέψει την καριέρα ή όταν πρόκειται για τον καθηγητή που θα την κόψει στο μάθημα;
Ακόμη, είναι γνωστή τακτική εκ μέρους του θύτη να το πηγαίνει σιγά-σιγά και να μην κάνει εξαρχής εμφανείς τις προθέσεις του. Αυτό κάνει το θύμα να αμφιβάλλει, είτε από αφέλεια, είτε από άρνηση. Όπως στην περίπτωση του Κουόμο, μπορεί το αρχικό αίτημα να είναι κάτι μικρό και αθώο, ένα φιλί στο μάγουλο. Αν η γυναίκα αρνηθεί αυτό το τόσο απλό, δήθεν μη-σεξουαλικό αίτημα, κινδυνεύει να φανεί μυγιάγγιχτη ή κακοπροαίρετη, κι αυτοί οι χαρακτηρισμοί πιθανότατα θα την ακολουθούν για πολύ καιρό.
Οι θύτες ξέρουν πολύ καλά πώς να χρησιμοποιήσουν τη δύναμή τους, την εξουσία τους και τις διασυνδέσεις τους, σε συνδυασμό με άλλα πράγματα, για να κάνουν το θύμα να νιώσει ανίκανο να αντιδράσει. Να αισθάνεται ότι πρέπει να φέρεται καλά αλλιώς η καριέρα της ή και η ζωή της ολόκληρη μπορεί να καταστραφεί. Το θύμα μπορεί ακόμη και να νιώσει ότι χρωστάει κάποιου είδους σεξουαλική χάρη στον θύτη απλώς και μόνο επειδή αυτός είναι ανώτερος της.
Είναι λοιπόν πολύ εύκολο κανείς να κρίνει, παρά να μπει στη θέση του άλλου. Αλλά, ένα είναι το σίγουρο. Όταν μία γυναίκα κακοποιείται σεξουαλικά ποτέ δε φταίει η ίδια.
Η εθελοντική ομάδα του CSI Institute, αποτελούμενη από εξειδικευμένους επιστήμονες όπως, ψυχολόγους, εγκληματολόγους, κοινωνιολόγους καθώς και τεχνικούς δικτύων & πληροφορικής, είναι κοντά σας παρέχοντας πληροφορία, ενημέρωση και γνώση μέσα από ποικίλα θέματα αρθρογραφίας.