Ανθρώπινες Σχέσεις, Ψυχική υγεία

Σεξουαλικά εγκλήματα: Τι φοβούνται τα θύματα και πώς το εκμεταλλεύονται οι θύτες

Γράφει ο Δημήτρης Μπισιούκης, MSc εγκληματολογίας

Στις μέρες μας, βιώνουμε καταστάσεις οι οποίες θέτουν πάντα ως κύριο παράγοντα την έννοια της ασφάλειας και της προστασίας. Η κοινωνία αντιμετωπίζει διαρκώς ακραίες περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης εις βάρος νεαρών γυναικών, αλλά και εις βάρος ανήλικων παιδιών (τα οποία βρίσκονται σε πολύ τρυφερή ηλικία).

Συγκεκριμένα, τους τελευταίους μήνες έχουμε ακούσει όλοι μας για πολλές περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης αλλά και κακοποίησης (βιασμούς), κυρίως από τον καλλιτεχνικό χώρο του θεάματος, αλλά και από τον αθλητικό χώρο. Το “εύνασμα”, προκειμένου να ανοίξουν πολλά στόματα όπου για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμεναν κλειστά, το έδωσε η αθλήτρια και ιστιοπλόος Σοφία Μπεκατώρου, όταν κατήγγειλε για σεξουαλική κακοποίηση το 1998 τον αντιπρόεδρο της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας (Ε.Ι.Ο.) Αριστείδη Αδαμόπουλο.

Βέβαια, για την παραπάνω καταγγελία όπως και για πολλές άλλες που ακολούθησαν μετέπειτα (όπως για παράδειγμα οι περιπτώσεις με τον Δημήτρη Λιγνάδη, τον Πέτρο Φιλιππίδη και πολλές άλλες περιπτώσεις) έχει ξεσηκωθεί θύελλα αντιδράσεων από όλη την κοινωνία. Οι πολίτες οι οποίοι ακούν συνεχώς για τέτοια περιστατικά τον τελευταίο καιρό είναι πολύ εύλογο να έχουν και κάποιες “απορίες”, κάποια ερωτήματα τα οποία έχουν μείνει αναπάντητα στην κρίση τους, όπως είναι για παράδειγμα “και τα θύματα αυτά τώρα θυμήθηκαν να κάνουν τις καταγγελίες, τι περίμεναν τόσο καιρό;” ή ακόμη “τι σημασία έχουν αυτές οι καταγγελίες, αφού τα περιστατικά έγιναν πριν πόσα χρόνια;”. Μια πολύ λογική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι πως οι θύτες είχαν την εξουσία αλλά και τα μέσα για να προχωρήσουν στις εν λόγω πράξεις, και σε συνδυασμό με τον φόβο που ένιωθαν τα θύματα και την μειονεκτική θέση που πίστευαν πως βρίσκονταν απέναντι στους θύτες “αναγκάζονταν” να υποστούν όλα αυτά τα μαρτύρια και να κρατούν το στόμα τους κλειστό για πολύ καιρό.

Οι βιαστές και τα άτομα τα οποία προχωρούνε σε σεξουαλικά εγκλήματα μπορεί να βλέπουνε το θύμα τους με τρεις διαφορετικούς τρόπους, σύμφωνα με τον Κάντερ και τους συνεργάτες του:

Να βλέπουν το θύμα τους ως “αντικείμενο, πράγμα που σημαίνει πως οι δράστες θα έχουν προετοιμαστεί, μπορεί μάλιστα να έχουν μεταμφιεστεί ή να έχουν και όπλο προκειμένου να επιβληθούν στο θύμα.

Να αντιμετωπίζουν το θύμα ως “όχημα”. Αυτό σημαίνει πως οι συγκεκριμένοι δράστες θα προσβάλλουν και θα εξευτελίσουν το θύμα τους, απαιτώντας μάλιστα και την συμμετοχή του στις σεξουαλικές πράξεις μαζί τους.

Να αντιμετωπίσουν το θύμα ως “κανονικό άτομο”. Οι εν λόγω δράστες θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν αρχικά μια φιλική σχέση με το θύμα, ρωτώντας για τα ενδιαφέροντα του και τη ζωή του. Μπορεί επίσης να κάνουν ακόμη και κομπλιμέντα στο θύμα τους για την εμφάνιση του, ώστε να νιώσει οικεία και “ασφάλεια” μαζί τους.

Αυτοί οι τρεις παραπάνω τρόποι αντικατοπτρίζουν στην πραγματικότητα με ποιον τρόπο οι δράστες βλέπουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Συγκεκριμένα, στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με δράστη που έχει “δομημένη προσωπικότητα”, ο οποίος θα επιβληθεί στο θύμα παίρνοντας πρώτα όλα τα απαραίτητα μέτρα “προστασίας” για την εμφάνιση του, ώστε να πετύχει αυτό που θέλει. Στην δεύτερη περίπτωση, έχουμε έναν ιδιαίτερα επιθετικό δράστη ο οποίος διοχετεύει τον θυμό του στο θύμα. Στην τελευταία περίπτωση, έχουμε έναν “ανασφαλή” δράστη, ο οποίος παρενοχλεί ή και βιάζει τα θύματα του προκειμένου να δημιουργήσει μια συναισθηματική σχέση μαζί τους. Η παραπάνω θεωρία του γνωστού Βρετανού εγκληματολόγου Κάντερ προσπαθεί να εξηγήσει την σκέψη και να δώσει ένα γενικό προφίλ των βιαστών, των δραστών σεξουαλικών αδικημάτων.

Βέβαια, όσον αφορά τα παραπάνω περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης (αλλά και όχι μόνο τα παραπάνω φυσικά), ένας σημαντικός παράγοντας είναι και το οικονομικό κίνητρο. Ειδικότερα, προκειμένου τα θύματα να μην χάσουν την εργασία τους μαζί με την αμοιβή τους, αναγκάζονται να σωπάσουν και να ανέχονται τις άσεμνες πράξεις των “ανωτέρων” τους.

Υπάρχουν χιλιάδες παρόμοια περιστατικά σε παγκόσμιο επίπεδο τα οποία τα θύματα δεν έχουν καταγγείλει ακόμη. Η αφανής εγκληματικότητα έχει φτάσει σε ποσοστό 80%, πράγμα που σημαίνει πως τα περισσότερα εγκλήματα στον κόσμο (και κυρίως οι βιασμοί) παραμένουν άγνωστα περιστατικά. Με λίγα λόγια, συμβαίνουν ανάμεσα μας αλλά δεν το γνωρίζουμε!

Το φαινόμενο του βιασμού (νομικός όρος: προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας) έχει σημαντικές και “καταστροφικές” σωματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις πάνω στα θύματα. Δεν είναι λίγες οι φορές όπου πολλά από τα θύματα που υπέστησαν τέτοια τραυματική εμπειρία δεν ξεπέρασαν ποτέ τον φόβο και την ανασφάλεια τους, φτάνοντας πολλές φορές μέχρι και στην αυτοκτονία.  Η απόφαση να μετατραπεί το αδίκημα της “προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας” από κακούργημα σε πλημμέλημα από την ελληνική νομοθεσία αποτελεί ένα μελανό σημείο στην ελληνική κοινωνία. Όλες οι γυναίκες και όχι μόνο (οι οποίες είναι αυτές που συνήθως δέχονται σεξουαλικές παρενοχλήσεις ή και επιθέσεις, αλλά όχι πάντοτε) έχουν το δικαίωμα να κυκλοφορούν ελεύθερες όταν βγαίνουν έξω χωρίς φόβο και ανασφάλεια πως κάποιος μπορεί να κάνει οτιδήποτε ώστε να στιγματίσει και να εξευτελίσει την προσωπικότητα τους.

Δυστυχώς, στην σημερινή πραγματικότητα βιώνουμε συνεχώς περιστατικά κακοποίησης (είτε σεξουαλικής, είτε σωματικής, ψυχολογικής, κοινωνικής, κ.ο.κ.) τα οποία συνοδεύονται από την σιωπή των θυμάτων. Επιβάλλεται όλοι μας να κατανοήσουμε πως δεν πρόκειται να εξαλειφθούν τέτοια οδυνηρά περιστατικά όσο τα θύματα κρατάνε το στόμα τους κλειστό. Πρέπει η νομοθεσία να γίνει πιο σκληρή απέναντι σε τέτοιου είδους περιστατικά, να δώσουμε το θάρρος στους παθόντες να μιλήσουν και να ακουστεί η φωνή τους.

Πηγές: https://thesafiablog.com/2020/03/30/lawforrape/

https://www.lawspot.gr/nomika-nea/diethnis-amnistia-aparadekto-arthro-me-ton-nomiko-orismo-toy-viasmoy-sto-shedio-toy-neoy