Εγκλήματα, Εκπαίδευση, Κοινωνία

“Σκιαγραφώντας” το επαγγελματικό προφίλ ενός εγκληματολόγου

Τους τελευταίους μήνες, μαζί με τη ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας, κύρια απόρροια των περιορισμών της πανδημίας Covid-19, συζητείται έντονα και έρχεται στο προσκήνιο  το επάγγελμα του εγκληματολόγου στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Επαγγελματίες εγκληματολόγοι καλούνται να εκφέρουν την επιστημονική τους γνώμη για τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στη χώρα μας, μέσα από ειδησεογραφικά δελτία και εκπομπές, με σκοπό την αναζήτηση των αιτιών των εγκληματολογικών φαινομένων. 

Οι σχετικά πρόσφατες και έντονες αναφορές στο συγκεκριμένο επάγγελμα έχουν προκαλέσει απορίες στο ευρύ κοινό σχετικά με την ιδιότητα ενός εγκληματολόγου, το έργο του και την συνεισφορά του, παρόλο που η Εγκληματολογία αποτελεί μια “γηραιά” επιστήμη που ξεκίνησε να διδάσκεται ήδη από το 1930 στην Ελλάδα, στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα δημόσια πανεπιστήμια φαίνεται πώς συναντάται αποκλειστικά σε επίπεδο μεταπτυχιακού, αλλά και σε πολύμηνα προγράμματα με πιστοποίηση, τα οποία συνήθως απαιτούν, κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά, ένα κοινωνιολογικό/ανθρωπιστικό, ψυχολογικό ή νομικό επίπεδο προπτυχιακών σπουδών.

Στην θεωρία, το επάγγελμα ενός εγκληματολόγου αφορά την μελέτη του εγκλήματος και όλων των εκφάνσεων του. Αυτό συνεπάγεται ότι εξετάζει τα περιστατικά αυτά καθαυτά, σαν μεμονωμένες ανθρώπινες πράξεις, αλλά και με βάση την κοινωνική απεικόνιση τους στη σύγχρονη κοινωνία. Η Εγκληματολογία απαρτίζεται από κλάδους, όπως η Ανακριτική, η Σωφρονιστική, η Θυματολογία, η Αντεγκληματική Πολιτική, η Θεωρητική Εγκληματολογία, η Εμπειρική Εγκληματολογία, η Συγκριτική Εγκληματολογία, και τέλος η Κλινική Εγκληματολογία. Σκοπός όλων των παραπάνω κλάδων αποτελεί κυρίως η πρόληψη, και μετέπειτα η εξάλειψη, του εγκληματικού φαινομένου. Πέραν αυτού, η εν λόγω επιστήμη και τα παρακλάδια της έχουν την δυνατότητα να φέρουν στη επιφάνεια ορισμένα “αόρατα” εγκλήματα, πράξεις δηλαδή που φαινομενικά δεν είναι βλαβερές προς το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο ή δεν θεσπίζονται από τον νόμο ως τέτοιες, ωστόσο προκαλούν σημαντικά προβλήματα στην καθημερινότητα πολλών ατόμων (πχ. εταιρικά εγκλήματα, όπως η υπερτιμολόγηση φαρμάκων). 

Στην πράξη, ένας εγκληματολόγος μπορεί να συμβάλλει ενεργά σε επιστημονικές και ακαδημαϊκές μελέτες, να απορροφηθεί τόσο από τον δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα, να λειτουργήσει σε συνέργεια με τις αστυνομικές αρχές ως εξωτερικός σύμβουλος σε εγκληματολογικές υποθέσεις, καθώς και να ακολουθήσει μια ακαδημαϊκή καριέρα ως ερευνητής ή/και εκπαιδευτικός. Συχνά έρχεται σε επαφή με τον θύτη αλλά και με το θύμα, ώστε να μελετήσει ενδότερα τα αίτια που οδηγούν τον πρώτο στην εγκληματική πράξη, αλλά και τις συνέπειες που επωμίζεται ο δεύτερος μετά το πέρας της, μέσω της ανάλυσης προφίλ δράστη/θύματος (“criminal & victim profiling”). Επιπλέον, μελετά την επίδραση συγκεκριμένων κοινωνικών φαινομένων στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών και τις δυσκολίες που δημιουργούν στην καθημερινότητα τους, καθώς και το πώς αυτό το γεγονός συνάδει με συγκεκριμένες σύγχρονες εγκληματικές εκφάνσεις. Ένα εξίσου πολύ σημαντικό λειτούργημα του συγκεκριμένου επαγγέλματος αποτελεί η στηλίτευση των “κακών κειμένων” των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο πώς παρουσιάζουν το εγκληματικό φαινόμενο και τους πρωταγωνιστές του, καθώς και στον τρόπο που εμφυσούν ένα γενικότερο φόβο και αρνητικά συναισθήματα στην ευρύτερη κοινωνία μέσω της επιρροής τους. Τέλος, ένας εγκληματολόγος αναλαμβάνει έναν επίσης κομβικό ρόλο στην περιχάραξη πολιτικών αποφάσεων που αφορούν το έγκλημα, καθώς και στην διαμόρφωση του Ποινικού Κώδικα της εκάστοτε χώρας, όταν αυτός κρίνεται μη αποτελεσματικός.

Η ιδιότητα ενός εγκληματολόγου δεν τον τοποθετεί αυτόματα μέσα σε ένα εγκληματολογικό εργαστήριο, ένα αστυνομικό τμήμα ή στον τόπο του εγκλήματος, όπως πολλοί πιστεύουν. Αυτή η πεποίθηση σχηματίζεται μέσα από τις αστυνομικές σειρές και ταινίες, ωστόσο παραμένει λανθασμένη. Τις περισσότερες φορές ο ρόλος του εγκληματολόγου περιορίζεται σε αυτού του απλού παρατηρητή, που ωστόσο έχει την εξειδίκευση να μελετήσει και να κρίνει επιστημονικά ένα εγκληματικό συμβάν ή ένα φαινόμενο και να δημιουργήσει εξ αυτού χρήσιμες θεωρίες για την περαιτέρω αποφυγή του και πρόληψη του. Είναι σημαντικό να γίνεται ο συγκεκριμένος διαχωρισμός ώστε να αποφεύγεται η παραπλάνηση του κοινού νου, αλλά και των νέων παιδιών που ενδιαφέρονται να ασχοληθούν μελλοντικά με την Εγκληματολογία. 

Λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπόψη, γίνεται ευδιάκριτη η ανάγκη της ανάπτυξης και της εφαρμογής της συγκεκριμένης επιστήμης στη σύγχρονη πραγματικότητα, καθώς προτίθεται να καλύψει ποικίλα κενά που έχουν δημιουργηθεί τόσο από τα προβληματικά νομικά/πολιτικά πλαίσια, όσο και από ορισμένες αναποτελεσματικές αστυνομικές δράσεις και παρεμβάσεις. Η ολική αναγνώριση του συγκεκριμένου επαγγέλματος φαίνεται να πλησιάζει με αργά βήματα στην χώρα μας, ωστόσο, ειδικά μετά την έλευση του κινήματος MeToο στα ελληνικά δεδομένα, έχει καταστεί ξεκάθαρη η ανάγκη της συμβολής των εν λόγω επιστημόνων και η πρόσληψη τους σε κομβικές θέσεις εργασίας, με στόχο μια ολιστικότερη προσέγγιση του σύγχρονου εγκληματολογικού φαινομένου.