Η σύγχρονη πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από μία βαθμιαία εισβολή των τεχνολογικών μέσων σε κάθε πτυχή του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι, φαινόμενο που εντάθηκε προσφάτως λόγω της πανδημίας. Παρά την τελμάτωση που καταγράφηκε σε χωροταξικές μετακινήσεις, σημειώθηκε μια αύξηση στη χρήση των τεχνολογικών εξοπλισμών. Ιδιαίτερα μέσω της τηλεκπαίδευσης, παιδιά ολοένα και μικρότερων ηλικιών ήρθαν σε επαφή με το Διαδίκτυο, προκαλώντας κλυδωνισμούς στους γονείς τους.
Όπως είναι γνωστό το Διαδίκτυο εγκυμονεί πληθώρα κινδύνων, τους οποίους ένα παιδί δε δύναται να αναγνωρίσει και κατ’ επέκταση να διαχειριστεί. Κατά την πλοήγησή του θα ανακαλύψει εφαρμογές και ιστοσελίδες αμφίβολης ποιότητας, εισπράττοντας ερεθίσματα που πιθανώς διαταράξουν την ομαλή του ανάπτυξη. Γι’ αυτό το λόγο πολλοί γονείς καταφεύγουν στον έλεγχο του υλικού που καταφτάνει στα παιδιά τους, ώστε να αποτρέψουν την έκθεσή τους σε επισφαλείς συνθήκες.
Ο γονικός έλεγχος (parental control) δύναται να πραγματοποιηθεί μέσω προγραμμάτων επιτήρησης που εγκαθίστανται στις ηλεκτρονικές συσκευές. Στις δυνατότητες που αυτά προσφέρουν υπάγεται ο αποκλεισμός ακατάλληλου περιεχομένου (πορνογραφικό υλικό, επικίνδυνα sites κοινωνικής δικτύωσης, σκηνές βιαιοπραγίας, καταχρήσεις), η δυνατότητα ρύθμισης του χρόνου που το παιδί αναλώνει στο Διαδίκτυο, η ειδοποίηση για τις ιστοσελίδες που επισκέπτεται ή τις λέξεις που χρησιμοποιεί, ο έλεγχος της τρέχουσας τοποθεσίας του παιδιού κι ο αποκλεισμός περίεργων διαφημίσεων, ικανών να το παραπλανήσουν.
Πριν την εγκατάσταση ενός προγράμματος ελέγχου, οι γονείς συνδεδεμένοι με την επικαιρότητα κι ενημερωμένοι για τις νέες τάσεις, είναι χρήσιμο να εντοπίσουν κατηγορίες ιστοσελίδων στις οποίες θεωρούν το παιδί τους ευεπίφορο. Τις αποφάσεις τους δύνανται να ενισχύσουν οι αξιολογήσεις του περιεχομένου των εφαρμογών από άλλους χρήστες, καθώς και η ανάγνωση του πολιτικού τους απορρήτου, γεγονός που συνδράμει στην αποφυγή ανεπιθύμητων καταστάσεων (πιθανές χρεώσεις όταν εκλείπει η απαίτηση εισαγωγής PIN στις ηλεκτρονικές αγορές).
Η εξέλιξη της τεχνολογίας συμβαδίζει με την εκθετική αύξηση τέτοιων προγραμμάτων για την κάλυψη των αναδυόμενων αναγκών. Η είσοδος των γυναικών στο χώρο εργασίας, οδήγησε σε άμβλυνση της εποπτείας ή μετάθεσή της σε τεχνολογικά επιτεύγματα. Η εύκολη πρόσβαση σε προγράμματα ελέγχου και οι προσιτές τιμές τους τα καθιστούν πρώτα στη λίστα επιλογών. Αρκούν, όμως, για να αντικαταστήσουν τη φυσική επιτήρηση;
Μάστιγα της εποχής, το κυνήγι της ευκολίας, ταλαντεύει τους γονείς προς την κατεύθυνσή του, παρακάμπτοντας τα οφέλη των διαπροσωπικών συζητήσεων. Οι εφαρμογές ελέγχου θα λειτουργήσουν καταλυτικά, εάν συνδυαστούν με μια έγκυρη, μη εκφοβιστική ενημέρωση του παιδιού αναφορικά με τις απειλές του Διαδικτύου. Είναι αξιοσημείωτο πως τα παιδιά ζητάνε όρια και κανόνες για τη ρύθμιση της συμπεριφοράς τους, αρκεί να μετέχουν ενεργά στη θέσπισή τους. Η παρουσία του νέου κατά την εγκατάσταση του προγράμματος επιτήρησης κι η συγκατάθεσή του, αναιρούν αισθήματα καταπίεσης. Ιδιαίτερα στην εφηβεία, όπου ορόσημο αποτελεί η διεκδίκηση αυτονομίας, οποιαδήποτε λανθάνουσα κίνηση ελέγχου, εάν γίνει αντιληπτή, θα οδηγήσει σε ρήξη.
Σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης, η πρόθεση του γονέα για προστασία του παιδιού από κακόβουλες ενέργειες άλλων προς άτομα-στόχους, δε θα ερμηνευτεί ως ένδειξη ισχύος και προσπάθεια επιβολής. Ο διαδικτυακός γονικός έλεγχος δεν είναι πανάκεια, αλλά η πραγματοποίηση του με διακριτικότητα κι η μείωσή του ανάλογα με το στάδιο ηλικίας κι ωρίμασης, διευκολύνει το παιδί στις αναζητήσεις του. Δεν ξεχνάμε πως είμαστε σύμμαχοί του κι οφείλουμε να το εκδηλώνουμε έμπρακτα, όχι μόνο με τα λόγια.
Ονομάζομαι Μαρία Τριγώνη και είμαι τελειόφοιτη του τμήματος Ψυχολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Αυτό το διάστημα εκπονώ την πρακτική μου άσκηση στο CSI Institute, όπου ασχολούμαι με τη συγγραφή άρθρων που άπτονται της επικαιρότητας και εξετάζουν θέματα από μια ψυχολογική σκοπιά, την υποστήριξη και καθοδήγηση μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας καθώς και τη συμμετοχή σε διάφορα projects.