Ανθρώπινες Σχέσεις, Διαδίκτυο, Συμπεριφορά

Πως το φαινόμενο του φωτοστέφανου επηρεάζει τον τρόπο που βλέπουμε έναν influencer;

Όλοι από μικρή ηλικία είχαμε την ανάγκη να θαυμάζουμε κάποιον. Μία συχνή ερώτηση που μας έκαναν όταν ήμαστε παιδιά είναι “Σε ποιον θες να μοιάσεις;” ή “Τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;” και πάντα ερχόταν στο μυαλό μας κάποιος διάσημος ή κάποιος καταξιωμένος στην δουλειά του. Φυσικά, στην σκέψη μόνο αυτού του ατόμου εξιδανικεύαμε τα πάντα γύρω του.

Από την άλλη, το ίδιο θα κάναμε και αν βλέπαμε κάποιον άγνωστο να βοηθάει μία έγκυο κυρία. Θα λέγαμε πως είναι καλός, ευγενικός, στοργικός και θα βρίσκαμε για αυτόν τόσα θετικά στοιχεία χωρίς να τον γνωρίζουμε καν. Θα επηρεαζόμασταν, δηλαδή από το “φαινόμενο του φωτοστέφανου”.

Τι είναι το φαινόμενο αυτό και πως μας επηρεάζει;

Το φαινόμενο του φωτοστέφανου ακούστηκε πρώτη φορά από τον Edward Thorndike το 1920, ύστερα από μία έρευνα που πραγματοποίησε και αποτελεί μία γνωστική “προκατάληψη”, κατά την οποία η συνολική άποψη που σχηματίζουμε για έναν άνθρωπο, επηρεάζεται από μία και μόνο θετική πτυχή του χαρακτήρα του – την οποία εμείς έχουμε δει – και προοικονομεί στο μυαλό μας, πως θα είναι εξίσου καλός και σε όλους τους υπόλοιπους  τομείς της ζωής του. Στην ουσία, μεροληπτούμε υπέρ του ατόμου αυτού.

Συνήθως το φαινόμενο του φωτοστέφανου επηρεάζει την κρίση μας ιδιαίτερα αν πρόκειται για έναν πολιτικό που προτιμούμε, για τον αγαπημένο μας τραγουδιστή, για έναν ηθοποιό που μας έχει κάνει να γελάσουμε ή ακόμη και για έναν άγνωστο που απλά κουβεντιάσαμε μαζί σας και μας φάνηκε άκρως ενδιαφέρουσα η προσωπικότητά του.

Επιπρόσθετα, το φαινόμενο του φωτοστέφανου είναι γνωστό και ως “το φυσικό στερεότυπο της ελκυστικότητας” και έχει ως αρχή του : «ό,τι είναι όμορφο είναι και καλό», ενώ αναφέρεται στην συνηθισμένη τάση που έχουν οι άνθρωποι να αξιολογούν τους ανθρώπους που βρίσκουν ελκυστικούς με τρόπο ευνοϊκότερο από ότι τους άλλους που ίσως να θεωρούν “άσχημους”.

Με την πάροδο των χρόνων ωστόσο, οι νέοι άνθρωποι άρχισαν να βρίσκουν και να αποδέχονται τα διαδικτυακά είδωλα. Ανθρώπους που έγιναν διάσημοι μέσα από την παρουσία τους στα social media, κάνοντας αστείο περιεχόμενο, μοιράζοντας απόψεις και προωθώντας υλικό, οι λεγόμενοι δηλαδή influencers”.  Πλέον στο διαδίκτυο ο καθένας μας έχει την δυνατότητα να γίνει influencer και να επηρεάσει τον κόσμο ακόμη κι αν δεν έχει κάτι σημαντικό να πει. Συνήθως οι έφηβοι προτιμούν το αστείο περιεχόμενο από λογαριασμούς που βγήκαν στην δημοσιότητα καθώς ανέλυαν με μία κωμική ματιά τον κόσμο και τα χαρακτηριστικά του.

Η “παγίδα” με τους influencers είναι ότι στην πραγματικότητα ανοίγουν όντως μία χαραμάδα της ζωής τους στο κοινό, μοιράζοντας συνεχώς λεπτά από την ημέρα τους, το σπίτι τους, την δουλειά τους, το φαγητό τους, τον ρουχισμό τους ή ακόμη και τα παιδιά τους. Μάλιστα, δίνουν κιόλας συμβουλές διαπαιδαγώγησης των παιδιών, οργάνωσης σπιτιού και “συντήρησης” ενός γάμου.

Αυτό ωστόσο δεν συνεπάγεται και ότι αποτελούν τα σωστά πρότυπα προς μίμηση για νέα παιδιά και εφήβους και ότι δεν είναι απαραίτητα αληθή τα όσα προβάλλουν.

Συνεπώς, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αλήθειας και ψέματος στο διαδίκτυο είναι πάντα αχνή και δυσδιάκριτη. Ο κόσμος ως επί των πλείστων κρίνει το φαίνεσθαι παρά το είναι και σε συνδυασμό με το φαινόμενο του φωτοστέφανου που τελικά μας επηρεάζει όλους καθίσταται δύσκολη η απόκτηση μίας καθαρής και ειλικρινούς άποψης για έναν άνθρωπο που δεν γνωρίζουμε και ίσως να μην γνωρίσουμε ποτέ.

Πηγές:

https://www.psychologized.eu/halo-effect/

https://e-logos.vse.cz/pdfs/elg/2008/01/14.pdf