Ένα φαινόμενο που έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό είναι οι ολοένα και αυξανόμενες εξαφανίσεις. Νεαρά άτομα καθώς και μικρά παιδιά, στην πιο τρυφερή τους ηλικία, γίνονται στόχοι επιτήδειων που έχουν ως στόχο είτε να τα εκμεταλλευτούν σεξουαλικά είτε για οικονομικό όφελος. Αναμφίβολα, όταν πρόκειται για ανήλικα παιδιά που δεν μπορούν να προστατεύσουν τον εαυτό τους καθιστά το έγκλημα ακόμη πιο ειδεχθές και αποτρόπαιο.
Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι για την πρόληψη τέτοιων εγκλημάτων στις νεαρές ηλικίες, αφορά στην ενημέρωση των παιδιών από την πλευρά των γονέων, προκειμένου να μπορούν να προστατευτούν στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Εάν τα παιδιά είναι εκπαιδευμένα και γνωρίζουν τους κινδύνους που ελλοχεύουν, θα μπορούν αντίστοιχα να είναι και υποψιασμένα προς τα άτομα που τα προσεγγίζουν.
Ένας τομέας που δραστηριοποιούνται οι περισσότεροι από τους δράστες είναι το διαδίκτυο, που ειδικά εν μέσω πανδημίας έχει αυξηθεί κατά κόρον. Αυτό όμως που κάνουν σχεδόν όλοι, χωρίς ενδεχομένως να το αντιλαμβάνονται, είναι πως εκτίθενται στα social media και κάνουν τη δουλειά των δραστών πολύ πιο εύκολη. Μέσω των social media τα οποία έχουν κατακλύσει την καθημερινότητα όλων, αναρτούν φωτογραφίες και πολύ προσωπικές στιγμές δηλώνοντας την τοποθεσία τους, που ακριβώς βρίσκονται δηλαδή κατά τη διάρκεια της ημέρας, κι έτσι διευκολύνουν τη δράση των θυτών βγάζοντάς τους από πολύ κόπο.
Τα social media μπορεί να χρησιμεύουν στην επικοινωνία των ατόμων, όμως ένα πολύ βασικό κομμάτι αφορά στην ανάρτηση φωτογραφιών και βίντεο από τις στιγμές της καθημερινότητας των ανθρώπων. Πολλές φορές, ειδικά άτομα νεαρής ηλικίας, αντιλαμβάνονται την αξία τους ανάλογα με το πόσα «likes» παίρνουν. Έτσι, φτάνουν στο σημείο να δημοσιεύουν όλο και περισσότερα στους λογαριασμούς τους. Πολλές φορές μάλιστα, χωρίς να αντιλαμβάνονται τους κινδύνους που ελλοχεύουν, εκθέτουν το σώμα τους, προσελκύοντας τους δράστες.
Το μεγαλύτερος κίνδυνος όμως παραμένει να είναι η δυνατότητα που παρέχουν τα social media για κοινοποίηση παρουσίας. Με αυτό, μπορεί ο καθένας να δηλώσει στους διαδικτυακούς του φίλους που βρίσκεται και τι κάνει. Λόγω της ανάγκης για προβολή ενός ιδανικού εαυτού και μιας ιδανικής ζωής, ειδικά τα άτομα νεαρής ηλικίας, οδηγούνται στην υπερέκθεση. Οι άνθρωποι επιλέγουν να εκθέτουν στους προσωπικούς τους λογαριασμούς την καλύτερη «έκδοση» του εαυτού τους, τις καλύτερες στιγμές της ζωής τους, την ευτυχία και την επιτυχία τους, τα δυνατά τους σημεία και όχι τις αδυναμίες τους. Αντίστοιχα λοιπόν, οπουδήποτε κι αν βρίσκονται έχουν την ανάγκη να το δηλώνουν στα social media, για να διατηρήσουν την εικόνα που έχουν χτίσει στους διαδικτυακούς τους φίλους.
Ένας επίδοξος δράστης, όταν στοχοποιήσει ένα άτομο, μπορεί πολύ εύκολα να στείλει αίτημα φιλίας, να γίνουν διαδικτυακοί φίλοι και να παρακολουθεί κάθε κίνηση του ατόμου αυτού χωρίς να κινεί καμία υποψία. Ακόμη πιο εύκολα γίνονται τα πράγματα όταν ο λογαριασμός είναι δημόσιος καθώς είναι σε θέση ανά πάσα ώρα και στιγμή, ακόμη και χωρίς να χρειαστεί καν να επικοινωνήσει με το θύμα, να γνωρίζει που βρίσκεται. Αυτό όπως αντιλαμβανόμαστε ότι μπορεί να αποβεί μοιραίο.
Γι’ αυτό όλοι, ανεξαρτήτως ηλικίας αλλά ιδιαίτερα τα παιδιά, οφείλουν να εκπαιδεύονται και να ενημερώνονται από τους γονείς και τους αρμόδιους φορείς ώστε να κάνουν σωστή χρήση του διαδικτύου. Θα πρέπει να μάθουν ότι το διαδίκτυο δεν αποτελεί μόνο ένα μέσο διασκέδασης, αλλά θα πρέπει να χρησιμοποιείται υπεύθυνα καθώς ελλοχεύει πολλούς κινδύνους. Οι γονείς αντίστοιχα θα πρέπει να δίνουν το σωστό παράδειγμα στα παιδιά τους. Θα πρέπει να τους βάζουν όρια και οι ίδιοι να συμπεριφέρονται όπως αναμένουν από τα παιδιά τους, καθώς αποτελούν πρότυπα προς μίμηση για τα ίδια.
Φυσικά, δεν αναφέρεται κανείς στο να μην γίνεται καθόλου χρήση του διαδικτύου, καθώς κάτι τέτοιο είναι μη ρεαλιστικό. Το διαδίκτυο και τα social media προσφέρουν πάρα πολλά πλεονεκτήματα και έχουν διευκολύνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη ζωή των ανθρώπων. Έτσι, η λύση δεν είναι η απαγόρευση της χρήσης του διαδικτύου. Κάτι τέτοιο θα περιθωριοποιούσε το εκάστοτε άτομο από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο και θα ήταν κοινωνικά αποκομμένο. Όμως, αυτό που οφείλουν να κάνουν οι γονείς είναι να έχουν υπό συνεχή επίβλεψη τα παιδιά τους, να τα οριοθετούν και να τα συμβουλεύουν ως προς τη σωστή χρήση.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως οτιδήποτε αναρτούμε στο διαδίκτυο δεν προβάλλεται μόνο από δικούς μας ανθρώπους και φίλους. Οι λογαριασμοί – ειδικά των παιδιών – σε όλα τα social media θα πρέπει να είναι ιδιωτικοί. Δεν θα πρέπει να γίνονται φίλοι με τον οποιονδήποτε που δεν γνωρίζουν ούτε αντίστοιχα να συνομιλούν με άγνωστα άτομα. Πέραν αυτού όμως, θα πρέπει να προσέχουν τι αναρτούν και να μην δηλώνουν δημόσια που βρίσκονται και τι κάνουν, καθώς δε μπορούν να ξέρουν ποιος έχει πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές και πώς μπορεί να τις χρησιμοποιήσει. Θα πρέπει, στο μέγιστο δυνατόν, να διατηρούν τη ζωή και τις προσωπικές στιγμές της καθημερινότητάς τους και να μην τις εκθέτουν δημόσια, καθώς μπορεί να πέσουν στα χέρια ανθρώπων που θέλουν να τα εκμεταλλευτούν και να τα βλάψουν. Γι’ αυτό, πρέπει όσο μπορούμε να προστατεύουμε και οι ίδιοι τον εαυτό μας.
Ονομάζομαι Πωλίνα Ζέρβα και είμαι πτυχιούχος του τμήματος Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Η έρευνά μου ήταν πάνω στον τομέα της Ψυχολογίας της Υγείας και συγκεκριμένα σε γυναίκες με καρκίνο μαστού. Έχω παρακολουθήσει το Πρόγραμμα Ψυχιατρικής Κλινικής Ενηλίκων στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής “Σισμανόγλειο” και είμαι κάτοχος πιστοποιήσεων και σεμιναρίων στην ανάλυση της συμπεριφοράς, στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην θετική ψυχολογία, στην ψυχιατροδικαστική και ψυχοπαθολογία. Έχω εργαστεί σε δομή παιδιών και εφήβων με συμπτωματολογία όπως αγχώδεις διαταραχές, φοβίες, διαταραχές προσωπικότητας, σωματόμορφες διαταραχές, διαταραχές στην πρόσληψη τροφής και ψυχώσεις και έχω πραγματοποιήσει ομιλίες σε σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αθηνών “Δρομοκαΐτειο”. Είμαι μέλος της ομάδας του CSI Institute, όπου συμμετέχω με τη συγγραφή άρθρων, στη γραμμή υποστήριξης καθώς και σε εκπαιδευτικές δράσεις και σεμινάρια.