Εγκλήματα, Κοινωνία

Όταν οι έμφυλοι ρόλοι οδηγούν σε «τοξική αρρενωπότητα»

Μόλις σε ένα έτος, η χώρα μας μετρά 17 δολοφονίες γυναικών, όταν σε παγκόσμιο επίπεδο κάθε μέρα δολοφονούνται 137 γυναίκες κατά μέσο όρο. Την ίδια στιγμή, σχεδόν 1 στις 3 γυναίκες έχει υποστεί βία από το σύντροφό της, σεξουαλική βία από μη σύντροφο, ή και τα δύο, τουλάχιστον μία φορά στη ζωής της. Ένας αριθμός που δεν περιλαμβάνει όλες εκείνες τις περιπτώσεις γυναικών που έχουν δεχθεί σεξουαλική παρενόχληση, όπως και αυτές τις γυναίκες που εξαιτίας της κακοποίησης που έχουν υποστεί, παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα υγείας, επιπολασμό μολυσματικών ασθενειών, σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα, HIV, απρογραμμάτιστες εγκυμοσύνες, αυξημένα ποσοστά κατάθλιψης, αγχώδεις διαταραχές, αυτοκτονικό ιδεασμό (UN Women). Έρευνες μάλιστα καταδεικνύουν ότι οι συνέπειες της σεξουαλικής κακοποίησης είναι μακροπρόθεσμες στη ψυχική υγεία, με το 50% των θυμάτων να αντιμετωπίζει άγχος, κατάθλιψη (36%), κρίσεις πανικού (33%), δυσκολίες στον ύπνο (35%), αδυναμία συγκέντρωσης (30%), χαμηλή αυτοεκτίμηση (39%) και γενικότερα αίσθημα αδυναμίας και ευαλωτότητας (49%) (FRA,2021).

Κοινός παρονομαστής στις παραπάνω περιπτώσεις είναι ότι ο δράστης δεν είναι κάποιος άγνωστος στο θύμα. Δεν είναι ένα άτομο, ένας άνδρας που βρίσκεται στο ευρύτερο περιβάλλον. Αντίθετα, τοποθετείται στο άμεσο, στενό οικείο-οικογενειακό περιβάλλον, έχοντας εξοικείωση αλλά και στενές σχέσεις με το θύμα. Με λίγα λόγια, είναι ο πρώην ή νυν σύντροφος/σύζυγος όπως επιβεβαιώνουν τα στοιχεία του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC,2018), βάσει των οποίων το 2017, σε σύνολο 87.000 δολοφονημένων γυναικών, το 58% διαπράχθηκε από πρώην ή νυν συντρόφους, συζύγους ή μέλη των οικογενειών τους. Συνήθως, ο δράστης είχε μακροχρόνια κακοποιητική –λεκτική ή σωματική- συμπεριφορά απέναντι στη σύζυγο/σύντροφο.

Αντίστοιχα είναι και τα δεδομένα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου κάθε χρόνο εκτιμάται ότι 2.600 γυναίκες χάνουν τη ζωή τους από ενδοοικογενειακή βία, με το 82% των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας να έχει θύματα τις γυναίκες (ΚΕΘΙ,2020). Σε μελέτη της FRA (2014), που διεξήχθη σε 28 μέλη-κράτη της ΕΕ, υπογραμμίζεται ότι πενήντα γυναίκες δολοφονούνται κάθε βδομάδα στην ΕΕ από νυν ή πρώην συντρόφους τους. Το 2018, πολλές ευρωπαϊκές χώρες παρουσίασαν εξαιρετικά υψηλό ποσοστό στις καταγραμμένες περιπτώσεις γυναικοκτονίας, με τα υψηλότερα ποσοστά να σημειώνονται στην Γερμανία (147), στο Ηνωμένο Βασίλειο (139), στη Γαλλία (121) και στην Ιταλία (115).

Οι περιπτώσεις γυναικοκτονίας δεν αποτελούν ένα σύγχρονο φαινόμενο για την παγκόσμια κοινότητα. Συνιστά το τελευταίο και το πιο ακραίο στάδιο σε μία σειρά από διαδοχικά στάδια λεκτικής, σωματικής και σεξουαλικής βίας, που όλα μαζί εντάσσονται στο «σκοτεινό φαινόμενο» της έμφυλης βίας.

Ο όρος «γυναικοκτονία»

Το 1801, εμφανίζεται για πρώτη φορά ο όρος γυναικοκτονία (femicide), στο βιβλίο του John Corry, “A Satirical View of London”, προκειμένου να περιγράψει τη δολοφονία μίας γυναίκας. Στη συνέχεια των ετών υπήρξαν κάποιες άλλες σπασμωδικές αναφορές, όπως το 1848 στο νομικό λεξιλόγιο, “The Law Lexicon, Or Dictionary of Juris prudence”, του J.J.S. Wharton. Η έννοια προσδιόριζε ακριβώς την ανθρωποκτονία με θύμα γυναίκα, για να μείνει στην αφάνεια για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που θα μπορούσε να ερμηνευθεί από το πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον της εποχής. Ήταν μόλις το 1976, όταν η εγκληματολόγος Diana E.H. Russel χρησιμοποιεί τον όρο αυτό στο Πρώτο Διεθνές Δικαστήριο για τα Εγκλήματα εναντίον των γυναικών, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να υπάρξει μία συναίνεση ώστε να περιγραφεί το φαινόμενο αυτό, χαρακτηρίζοντάς το ως «σύνθετο, πολυεδρικό και πολιτισμικά εξαρτώμενο έγκλημα». Το 1992 οι Russel και Radford προσδιορίζουν τη «γυναικοκτονία» ως μία μισογυνιστική δολοφονία γυναικών από άνδρες, με τον Radford να την κατατάσσει ως μία μορφή σεξουαλικής βίας. Το 2001, η Russel προσάρμοσε τον ορισμό ως «τη δολοφονία γυναικών από άνδρες, επειδή είναι γυναίκες», αναγνωρίζοντας ότι πολλά κορίτσια και θηλυκά βρέφη είναι θύματα γυναικοκτονίας. Υποστήριξε επίσης, ότι σε αυτά τα εγκλήματα μπορούν να συμμετέχουν και νεαρά αγόρια, επισημαίνοντας ταυτοχρόνως την ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων, καθώς και την ανδρική εξουσία και κυριαρχία πάνω στις γυναίκες (PATH,MRC,WHO, 2009).

Σήμερα, ο όρος γυναικοκτονία προσδιορίζει την ανθρωποκτονία από πρόθεση, επειδή είναι τα θύματα είναι γυναίκες. Διαπράττονται ή γίνονται ανεκτές τόσο από ιδιώτες όσο και από δημόσιους φορείς. Συμπεριφορές που «πηγάζουν» από τις εδραιωμένες, κυριάρχουσες κοινωνικές αντιλήψεις, όπου διαπιστώνεται ένα έντονο και βαθύ έμφυλο χάσμα, με τις γυναίκες να προβάλλονται ως εξαιρετικά ευάλωτα άτομα, αλλά και υποτελείς στην ανδρική εξουσία. Ένας όρος, που περιλαμβάνει ακόμα και τις δολοφονίες γυναικών και κοριτσιών για λόγους τιμής («εγκλήματα για λόγους τιμής») και λοιπών μορφών δολοφονίας, όπως και εκείνων των περιπτώσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο ενόπλων συγκρούσεων ή του οργανωμένου εγκλήματος (ΔΙΟΤΙΜΑ, Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων).

Ένα φαινόμενο που συναντάται τόσο στον ανεπτυγμένο, όσο και στον αναπτυσσόμενο κόσμο, υποδεικνύοντας τη διαχρονική και καθολική ύπαρξη έμφυλων ανισοτήτων και νομοθετικών κενών. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, μιλώντας για τους θύτες του φαινομένου, περιλαμβάνει και τις γυναίκες, συνήθως μέλη της ίδιας οικογένειας, που συνεργούν πολλές φορές στην τέλεση του εγκλήματος.

Οι γυναικοκτονίες αποτελούν ένα έγκλημα, μία ακραία μορφή έμφυλης και σεξιστικής βίας. Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης, η έμφυλη βία συνιστά τη μεγαλύτερη απειλή ως κύρια αιτία θανάτου και αναπηρίας για τις γυναίκες ηλικίας 16 – 44 ετών, ξεπερνώντας και τον καρκίνο αλλά και τα τροχαία. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά την πανδημία μοιάζει να «διογκώνεται», εξαιτίας του νομοθετικού κενού που παρατηρείται σε πολλά σύγχρονα κράτη. Στη χώρα μας, δεν υφίσταται θεσμική αναγνώριση του όρου «γυναικοκτονία», παρά τις πιέσεις από διάφορους φορείς, οργανώσεις και πολίτες που ζητούν να αντιμετωπίζεται ως ένα αυτοτελές αδίκημα.

Αντίθετα, σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως είναι η Χιλή, που οι γυναικοκτονίες μοιάζουν με επιδημία, υπήρξαν τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα, θεσπίζοντας πιο αυστηρές ποινές φυλάκισης και καταβολής χρηματικών προστίμων, ως ένα μέτρο περιορισμού αυτού του ειδεχθούς εγκλήματος. Πρωτοβουλίες που ελήφθησαν μόλις μία δεκαετία πριν! Επιπλέον χώρες όπως το Μεξικό, ο Παναμάς και η Ουρουγουάη προχωρούν και στην υιοθέτηση καινοτόμων μεθόδων, χρησιμοποιώντας για παράδειγμα συσκευές ηλεκτρονικής παρακολούθησης. Παρόλα αυτά, η εικόνα είναι αποκαρδιωτική. Το 2018, 3.529 γυναίκες δολοφονήθηκαν σε αυτές τις χώρες, συγκεντρώνοντας τα υψηλότερα ποσοστά παγκοσμίως. Το ποσοστό των γυναικών που έχουν υποστεί βία από έναν οικείο σύντροφο, τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους, ανέρχεται στο 33% στη Νότια Αμερική, με το 11% των γυναικών αυτών να πιστεύει ότι ένας σύζυγος έχει το δικαίωμα να ξυλοκοπήσει τη σύντροφό του, υπό ορισμένες συνθήκες (OECD,2020).

Το φαινόμενο της γυναικοκτονίας φαίνεται να λαμβάνει εξαιρετικά ανησυχητικές διαστάσεις στην Ευρώπη μετά την άρση των lockdowns. Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής επίσημα στατιστικά στοιχεία σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τα στοιχεία που έχουν κατατεθεί από οργανισμούς και συλλόγους, φανερώνουν μία ανησυχητικά ανοδική τάση. Η περιορισμένη μετακίνηση, η κοινωνική απομόνωση και η οικονομική ανασφάλεια εντείνουν την ευαλωτότητα των γυναικών και φαίνεται να σχετίζονται με τα αυξημένα ποσοστά ενδοοικογενειακής βίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εύλογα θα μπορούσε να καταλήξει κάποιος στο συμπέρασμα ότι ο Covid-19 και το ασφυκτικό περιβάλλον κοινωνικών μέτρων που προάγει είναι η κύρια αιτία του φαινομένου. Είναι όμως έτσι;

Η πορεία προς την τοξική αρρενωπότητα

Στη διεθνή βιβλιογραφία επισημαίνεται ότι σε περιόδους κοινωνικής αποδιοργάνωσης διαπιστώνεται μία αύξηση των περιστατικών βίας, εξαιτίας ενός συνόλου παραγόντων και κυρίως της ψυχοσυναισθηματικής πίεσης που βιώνουν τα άτομα. Αξίζει ωστόσο να επισημανθεί, ότι δεν είναι η κρίση καθαυτή που συντελεί σε αυτό το φαινόμενο. Είναι ένα σύνολο αλληλένδετων παραγόντων, άμεσα συνυφασμένων με τη ψυχο-συναισθηματική υγεία των δραστών, με παρελθοντικά βιώματα, αλλά και με συγκρούσεις προτύπων και έμφυλων ρόλων. Δεν πρέπει επίσης, να παραλείπεται ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτών των περιστατικών «αποκαλύπτονται» και καταγγέλλονται, με την πλειοψηφία να «παραμένει» στο σκοτάδι, στη σκιά του φόβου, της ντροπής και του στιγματισμού.

Με αυτή την έννοια το κοινωνικό περιβάλλον δεν είναι τόσο «αθώο», όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε. Μιλώντας για το κοινωνικό περιβάλλον, δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στην επίσημη Πολιτεία και στους επίσημους φορείς κοινωνικού ελέγχου. Στην πραγματικότητα, αναφερόμαστε και σε όλους εμάς, τους πολίτες του εκάστοτε κράτους, που συνθέτουμε εξίσου τους ανεπίσημους φορείς κοινωνικού ελέγχου. Είμαστε όλοι εμείς, που δεν διστάζουμε να κατηγοριοποιούμε και να ταξινομούμε συμπεριφορές, ανάλογα με τα δικά μας κοινωνικά κριτήρια και πιστεύω.

Αλήθεια, πόσο αθώοι είμαστε όλοι εμείς που όταν βλέπουμε ένα μικρό κοριτσάκι, να παίζει με «αγορίστικα» παιχνίδια, να είναι πιο δυναμικό και δυνατό και να μην ακολουθεί το κλασικό «κοριτσίστικο ντύσιμο», το χαρακτηρίζουμε ως «αγοροκόριτσο»; Το ίδιο δεν συμβαίνει και στην περίπτωση ενός αγοριού; Έχετε ποτέ αναλογιστεί, γιατί τα παιχνίδια που απευθύνονται σε κορίτσια επικεντρώνονται στη φροντίδα ή στην περιποίηση, ενώ τα αγορίστικα στον ανταγωνισμό, στη βία και στις κατασκευές; Πόσες φορές ταυτίζουμε τη γυναικεία φύση με την ευαλωτότητα, την αναπαραγωγή και την ενσυναίσθηση; Μέχρι και τα χρώματα «διχάζονται» σε αυτό το πόλεμο των φύλων, με αποτέλεσμα κάποια να είναι τα λεγόμενα “κοριτσίστικα/γυναικεία” και άλλα τα “αγορίστικα/ανδρικά”, όπως και πολλά ουσιαστικά, επίθετα και εκφράσεις, που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το κάθε φύλο- «ο μαλθακός», «η εξώλης και προώλης» κ.α. Ακόμα και το «πρότυπο» του άνδρα που αναπαράγεται είναι συνώνυμο της αρρενωπότητας και του ανδρισμού, προκειμένου να νιώθουν «ασφάλεια» και «σιγουριά» οι γυναίκες.

Ήδη από την πρώιμη παιδική ηλικία «εισάγουμε» τα παιδιά σε ένα κοινωνικά διαμορφωμένο πλαίσιο, που προάγει ένα σύνολο τυποποιημένων και αναμενόμενων συμπεριφορών, ανάλογα με το τι «προστάζει» η κοινωνία τη δεδομένη χρονική στιγμή. Πρόκειται για τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης, η οποία διαμορφώνει, αναπαράγει και εδραιώνει κανόνες, συμπεριφορές και αντιλήψεις, οι οποίες επηρεάζουν όχι μόνο την κοινωνική ταυτότητα και ζωή του ατόμου, αλλά και την ίδια την προσωπικότητά του. Υπό αυτές τις συνθήκες διαμορφώνονται κοινωνικοί ρόλοι και πρότυπα συμπεριφοράς, που εκφράζουν έμφυλους ρόλους, με οτιδήποτε παρεκκλίνει από τα κοινωνικά καθορισμένα πρότυπα, να στιγματίζεται και να περιθωριοποιείται ως «αποκλίνουσα συμπεριφορά».

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει, ότι οι συμπεριφορές και τα πρότυπα που αναπαράγονται δεν «εσωκλείουν» παθολογικές και μη λειτουργικές συμπεριφορές. Η τοξική αρρενωπότητα είναι ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά. Ένας όρος που περιγράφει παραδοσιακά μοτίβα συμπεριφοράς μεταξύ των ανδρών. Κατά την παραδοσιακή έννοια της αρρενωπότητας, ένας άνδρας πρέπει να είναι δυνατός, επιθετικός, συναισθηματικά αποστασιοποιημένος και συχνά μισογύνης. Αρκεί κάποιος να θυμηθεί τη γνωστή έκφραση: «Μην κλαις. Οι αληθινοί άνδρες δεν κλαίνε».

Μολονότι τα χαρακτηριστικά αυτά μοιάζουν να απαντούν στο πρότυπο ενός άνδρα παλαιότερης εποχής, αυτό εντούτοις δεν σημαίνει ότι εκλείπει από τη σύγχρονη εποχή. Ένα μέρος αυτών των συμπεριφορών συνεχίζει να αναπαράγεται μέσα από στερεοτυπικές αντιλήψεις και συμπεριφορές, με αποτέλεσμα αρκετά παιδιά να «γαλουχούνται» σε αυτό το μοτίβο συμπεριφοράς. Αντίστοιχα, πολλές οικογένειες επιλέγουν να μεγαλώνουν τα κορίτσια τους, με τέτοιο τρόπο ώστε να τις προετοιμάζουν για το συζυγικό και γονεϊκό τους ρόλο – «Θα κάνεις πάντα αυτό που λέει ο άνδρας σου», «Αυτές είναι γυναικείες δουλειές», «Άνδρας είναι, μπορεί να δώσει και ένα χαστούκι». Οι παραπάνω περιπτώσεις δεν είναι κάτι άγνωστο για τη χώρα μας. Η ελληνική κοινωνία παραμένει σε μεγάλο βαθμό συντηρητική και πατριαρχική, γεγονός που εγείρει προβληματισμούς περί της ουσιαστικής ισότητας μεταξύ των δύο φύλων, το οποίο διαφαίνεται μέσα από τις τακτικές που ακολουθούν επίσημοι φορείς, καθώς και από το εκάστοτε νομοθετικό πλαίσιο.

Συνεπώς, το ζήτημα της έμφυλης βίας και κατ’ επέκταση των γυναικοκτονιών, είναι λάθος να περιορίζεται σε νομικό επίπεδο. Είναι φαινόμενα άρρηκτα συνδεδεμένα με το εκάστοτε κοινωνικό-πολιτιστικό περιβάλλον και για αυτό το λόγο θα πρέπει να υπάρξουν ειδικά σχεδιασμένες δράσεις που θα εστιάζουν στην ενημέρωση, την πληροφόρηση και την ευαισθητοποίηση της κοινότητας. Δράσεις που θα εμπλέκουν τόσο τους επίσημους, όσο και τους ανεπίσημους φορείς κοινωνικοποίησης. Για οποιαδήποτε διαιώνιση μορφής παθογένειας, είμαστε όλοι εμείς υπεύθυνοι. Όλοι εμείς που επιτρέψαμε με τη σιωπή μας και τη συγκατάθεσή μας να συνεχίζουν να αναπαράγονται αυτές οι στερεοτυπικές αναπαραστάσεις των έμφυλων προτύπων. Όλοι εμείς που συνεχίζουμε να χαρακτηρίζουμε αρνητικά μία γυναίκα που «επιλέγει» να μην ακολουθήσει το κλασικό, κοινωνικά καθορισμένο τρόπο συμπεριφοράς που προάγει η κοινωνία, τοποθετώντας στο κέντρο της ζωής της τα δικά της θέλω, τη δικιά της ευχαρίστηση και απόλαυση, έστω και αν έρχεται σε αντίθεση με την ηθική του μέσου πολίτη. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι η έμφυλη βία αφορά και τα δύο φύλα, ακόμα και αν η πλειοψηφία των θυμάτων είναι γυναίκες, το οποίο μπορεί να δείχνει ότι υπάρχουν κάποιοι άνδρες που εξαιτίας ακριβώς αυτών των στερεοτυπικών αντιλήψεων περί αρρενωπότητας, επιλέγουν τη σιωπή και τον συμβιβασμό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

FRA (2014), Violence against women: an EU-wide survey. Main results report, Luxembourg: Publications Office of the European Union. Διαθέσιμο στο https://fra.europa.eu/sites/default/files/fra_uploads/fra-2014-vaw-survey-main-results-apr14_en.pdf.

FRA (2021), Crime, Safety and Victims’ Rights: Fundamental Rights Survey, Luxembourg: Publications Office of the European Union.

OECD (2020), Addressing femicide in the context of rampant violence against women in Latin America. Διαθέσιμο στο https://www.oecd.org/gender/data/addressing-femicide-in-the-context-of-rampant-violence-against-women-in-latin-america.htm.

Program for Appropriate Technology in Health (PATH), InterCambios, Medical Research Council of South Africa (MRC), and World Health Organization (WHO) (2009), Strengthening Understanding of Femicide: Using Research to Galvanize Action and Accountability, Washington, DC, April 14–16, 2008. Διαθέσιμο στο https://path.azureedge.net/media/documents/GVR_femicide_rpt.pdf.

Radford, J., Russell, D.E.H (1992), Femicide: The Politics of Woman Killing, New York: Twayne Publishers.

UN Women, Facts and figures: Ending violence against women. Διαθέσιμο στο https://www.unwomen.org/en/what-we-do/ending-violence-against-women/facts-and-figures.

UNODC (2018), Global Study on Homicide: Gender-related killing of women and girls, Vienna: United Nations. Διαθέσιμο στο https://www.unodc.org/documents/data-and-analysis/GSH2018/GSH18_Gender-related_killing_of_women_and_girls.pdf.

Γλυνιαδάκη, Κ., Δρ. Κυριαζή, Α., Μουρτζάκη, Μ. (2018), Η ενδοοικογενειακή βία κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Η οπτική των επαγγελματιών και προτάσεις βελτίωσης των εφαρμοζόμενων πολιτικών, Αθήνα: ActionAid.

ΔΙΟΤΙΜΑ, Ορολογία. Διαθέσιμο στο https://diotima.org.gr/orologies/#1549451541139-55ac7278-00ae.

Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων, γυναικοκτονία. Διαθέσιμο στο https://eige.europa.eu/el/taxonomy/term/1128.

Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας-ΚΕΘΙ (2020), Η βία κατά των γυναικών σε αριθμούς, 28.2.2020. Διαθέσιμο στο https://www.kethi.gr/en/node/696.