Το τελευταίο διάστημα η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί σχεδόν εκστασιασμένη τον αγώνα κάποιων μανάδων, εντός αλλά και εκτός δικαστικών αιθουσών, όχι απλώς να «βρουν το δίκιο τους», όπως συνηθίζεται να λέμε, αλλά να αφήσουν μία παρακαταθήκη, μία «κληρονομιά» για τις επόμενες γενιές. Να γίνει δηλαδή, ο δικός τους πόνος ένα μάθημα, μία διδαχή για όλους τους υπόλοιπους.
Στην αρχή ήταν η Μάγδα Φύσσα, μία γυναίκα που προσπαθώντας να αποδείξει τα αυτονόητα, δεν δίστασε να σταθεί απέναντι σε μία ολόκληρη πολιτική παράταξη, «υπενθυμίζοντας» βασικές δημοκρατικές αρχές, που κατά καιρούς μοιάζουν να «χωλαίνουν» σε αυτή τη χώρα, «γυρνώντας» πίσω σε μελανές σελίδες της ιστορίας. Στη συνέχεια ήρθαν οι δεκάδες γυναικοκτονίες στη χώρα. Η Ελένη, η Ερατώ, η Γαρυφαλλιά, η Καρολάιν είναι ορισμένες μόνο γυναίκες, σύντροφοι και σύζυγοι, οι οποίες βρήκαν το θάνατο από πρόσωπα που βρίσκονταν στο στενό οικείο τους περιβάλλον. Άτομα αγαπημένα, τα οποία εκμεταλλεύτηκαν ακριβώς το φύλο τους, προκειμένου να «επιβεβαιώσουν» τη δική τους ταυτότητα, τη δική τους ιστορία, όπως τη «διδάχθηκαν» μέσα από το δικό τους οικείο περιβάλλον.
Οι γυναικοκτονίες δεν αποτελούν κάτι νέο για την ελληνική κοινωνία. Είναι ένα έγκλημα που κατά καιρούς αλλάζει «όνομα» ακολουθώντας επί της ουσίας το εκάστοτε κοινωνικο-πολιτιστικό περιβάλλον. Ένα έγκλημα που υποκρύπτει ένα σκοτεινό αριθμό θυμάτων, εξαιτίας του φόβου και των στερεοτυπικών αντιλήψεων που υπάρχουν στην κοινωνία. Με λίγα λόγια υπάρχουν πολλές περιπτώσεις θυμάτων που δεν γνωστοποιούνται και οι οποίες «ταξινομούνται» άλλοτε στις «άγνωστες αιτίες θανάτου» ή απλά ως «ατυχήματα». Η ίδια η κοινωνία, είναι «υπεύθυνη» σε μεγάλο βαθμό για αυτό το φαινόμενο, λόγω ακριβώς αυτών των στερεοτυπικών έμφυλων αναπαραστάσεων που κυριαρχούν σε αυτήν. Στερεότυπα που αναπαράγονται από όλους τους φορείς κοινωνικοποίησης, «κατηγοριοποιώντας» τα άτομα, συμπεριφορές, ακόμα και ιδεολογίες, εντείνοντας την ευαλώτητα ορισμένων ατόμων και κοινωνικών ομάδων. Ενδεικτικό παράδειγμα, η περίπτωση του Ζακ Κωστόπουλου, όπου η σεξουαλική του ταυτότητα «στιγματίστηκε» και «ενοχοποιήθηκε».
Αυτό που αλλάζει στη σύγχρονη εποχή είναι η μετάδοση της γνώσης. Οι μητέρες αυτές δεν επέλεξαν να παραμείνουν στο περιθώριο, στο σπίτι, «θρηνώντας», όπως ίσως προστάζει η ελληνική λαϊκή παράδοση. Αντίθετα, ακολούθησαν ένα διαφορετικό «μοιρολόι». Ένα κράμα μεταξύ ακτιβισμού και ενημέρωσης, με σκοπό να μην επαναληφθεί η δική τους ιστορία, να μην υπάρξει άλλο θύμα όπως το παιδί τους. Ένας ακτιβισμός που δεν κρύβει τα βαθιά τους τραύματα, τον πόνο τους. Υποδεικνύει όμως τα σημαντικά κενά που υπάρχουν στην παγκόσμια κοινότητα απέναντι σε βασικά κοινωνικά ζητήματα. Κενά που μπορούν να «καλυφθούν» μόνο από την κοινωνία των πολιτών, γιατί το Κράτος φαίνεται να αδυνατεί να απεγκλωβιστεί από το δόγμα της κοινωνικής περιχαράκωσης.
Στον κοινωνικό αγώνα, η δράση μιας μητέρας κατέχει εξέχουσα θέση. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στο ρόλο της στη ζωή και στη διαπαιδαγώγηση του ατόμου, αλλά στη θέση της εντός του κοινωνικού περιβάλλοντος και δη στις ιστορικές μνήμες. Στην περίπτωση της χώρας μας, πίσω από κάθε ιστορικό γεγονός βρίσκεται μία μητέρα/ σύζυγος «βράχος» στην πορεία της χώρας μας, που δεν διστάζει να «ξεπροβοδίσει» το γιο και το σύζυγο για τον πόλεμο, να φροντίσει και να συντηρήσει όλα τα εξαρτώμενα μέλη της οικογένειας, αλλά και να «ξενιτευτεί» για το καλό της οικογένειας.
Με αυτή την έννοια δεν υποβαθμίζεται ο ρόλος του πατέρα/συζύγου/άνδρα στην ελληνική κοινωνία, ο οποίος τονίζεται μέσα από τη λαϊκή παράδοση και τα βιβλία ιστορίας. Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία, σε αυτή την περίοδο κοινωνικής αποδιοργάνωσης, να δίνεται βαρύτητα στο ρόλο της μητέρας υπενθυμίζοντας τη θέση της στην κοινωνία και κυρίως στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών, που συνιστούν τους αυριανούς πολίτες. Γυναίκες που κατέχουν πολλαπλούς κοινωνικούς ρόλους και τους οποίους καλούνται να εκπληρώνουν με επιτυχία, προκειμένου να ανταποκρίνονται στα κοινωνικά πρέπει. Γυναίκες που εντάσσονται στις λεγόμενες ευάλωτες, ευπαθείς κοινωνικά ομάδες και οι οποίες πρέπει να «μάχονται» ακόμα και για τα δεδομένα σε αυτή τη ζωή. Γυναίκες που έχασαν τα παιδιά τους και συνεχίζουν να «μάχονται», δίχως κάποια κρατική υποστήριξη. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι γυναίκες αυτές «συνιστούν» κοινωνικά σύμβολα, πρότυπα μίμησης, που έρχονται να διδάξουν και να καλύψουν τα κακώς κείμενα στην κοινωνικοποίηση των παιδιών μας.
Ονομάζομαι Μουζάκη Μαρία και είμαι απόφοιτη του τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχω ολοκληρώσει μεταπτυχιακές σπουδές στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και είμαι υποψήφια διδάκτορας του τμήματος. Εργάζομαι ως σύμβουλος ψυχικής υγείας, καθώς και ως εκπαιδεύτρια σε προγράμματα επιμόρφωσης.