Από νεαρή ηλικία, τα παιδιά λαμβάνουν μέρος σε αθλητικές δραστηριότητες (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϊ, χορός κ.ά.), οι οποίες λειτουργούν θετικά τόσο σωματικά όσο και ψυχικά στο άτομο, συμβάλλοντας παράλληλα στην κοινωνικοποίησή του, στην ανάπτυξη ομαδικού πνεύματος, στην απόκτηση αυτοπεποίθησης και νέων φίλων, αποκτώντας έτσι και τον στόχο των αρχαίων υμών προγόνων μας, «νους υγιής, εν σώματι υγιεί». Επιπλέον, όπως γνωρίζουμε, οι περισσότερες οικογένειες υποστηρίζουν συγκεκριμένες αθλητικές ομάδες είτε ποδοσφαίρου, είτε μπάσκετ κλπ, έχοντας κατά κάποιον τρόπο κάποιους άτυπους κανόνες, κανόνες επιλογής και ακολουθίας συγκεκριμένων ομάδων, οι οποίοι πολλές φορές δεν είναι αποδεκτό, μεταξύ σοβαρού και αστείου, να μην “τηρηθούν”.
Αυτού του είδους η προσκόλληση, στα έθιμα της επιλογής των αθλητικών ομάδων της οικογένειας, αλλά και του ευρύτερου περιβάλλοντος του ατόμου, ουκ ολίγες είναι οι φορές που οδηγεί σε φανατικές δράσεις και αντιδράσεις. Σαφώς και δεν αποκλείεται η οικογένεια του ατόμου να εμπλέκεται σε τέτοιου είδους φανατικές συμπεριφορές και οι “υπαίτιοι” δημιουργίας τέτοιων συμπεριφορών να είναι το φιλικό περιβάλλον, ακόμη και ορισμένοι αθλητές που υποκινούν τους οπαδούς να προβαίνουν σε ακραίες πρακτικές. Η πιο ακραία μορφή φανατισμού, είναι εκείνη της βίας στα γήπεδα, ή αλλιώς το φαινόμενο του χουλιγκανισμού, το οποίο αποτελεί φυσικά ένα κοινωνικό φαινόμενο. Ο χουλιγκανισμός, περιλαμβάνει βίαιες συλλογικές και ατομικές συμπεριφορές, βανδαλισμούς, υβριστικά σχόλια (ρατσιστικά, φυλετικά, σεξουαλικά), γενικότερη διατάραξη της τάξης και το πιο ακραίο, την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής λόγω υποστήριξης διαφορετικών ομάδων. Πολλοί είναι οι παράγοντες που θα οδηγήσουν ένα άτομο να γίνει χούλιγκαν (οικογένεια, άγχος, αντικοινωνική προσωπικότητα, ανεργία, αλκοολισμός κ.ά.) και είναι αρκετά δύσκολο να πούμε σίγουρα σε ποια ηλικία “γεννιέται”.
Ωστόσο σε αυτό το άρθρο, θα αναφέρω πως κατά τη γνώμη μου, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και πιο συγκεκριμένα πως στο διαδίκτυο, τα social media (Facebook, Instagram, Youtube κλπ), μέσα από διάφορους ομαδικούς λογαριασμούς τείνουν να υποκινούν και να δημιουργούν φανατικές συμπεριφορές σε παιδιά και εφήβους και αναφέρομαι σε αυτές τις δύο κατηγορίες γιατί, όπως γνωρίζουμε η προσωπικότητα και η συμπεριφορά του ατόμου διαμορφώνεται κυρίως σε εκείνα τα στάδια, σκεπτόμενοι τις επιρροές της οικογένειας, των φίλων αλλά και των social media που πλέον στην σημερινή κοινωνία ολοένα και περισσότερα παιδιά χρησιμοποιούν. Φανταστείτε λοιπόν, πόσο εύκολη είναι πλέον η μαζική κινητοποίηση των φανατικών και μη οπαδών, μέσα από μια απλή ανάρτηση ή και αποστολή ομαδικών μηνυμάτων για την ενημέρωση και τον συντονισμό ολόκληρων συλλόγων των ομάδων για δράσεις όπως βανδαλισμοί, βιαιοπραγίες εις βάρος οπαδών διαφορετικών ομάδων, αθλητών και αθλητικών παραγόντων.
Κάθε ένας αγώνας, ισούται με τις διπλάσιες αναρτήσεις εκ μέρους των διαχειριστών αυτών των λογαριασμών, οι οποίοι προσπαθούν να ρίξουν το φταίξιμο σε περίπτωση που χάσει η ομάδα τους, είτε στους παίκτες, είτε σε ενδεχόμενες διαιτησίες και παράλληλα προετοιμάζουν το επόμενο “χτύπημα” σε αντιπάλους ως αντίποινα. Ακόμη, σε περιπτώσεις που κερδίσει η ομάδα τους, χρησιμοποιούν βωμολοχίες προκειμένου να δείξουν τον ανδρισμό και την ανθεκτικότητα των παικτών της ομάδας τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που θεωρούν και τα ίδια τα άτομα τρόπαια, όταν έχουν προβεί σε χτυπήματα και άλλου είδους απάνθρωπες πράξεις εις βάρος τους. Καταλαβαίνουμε έτσι, πόσο γρήγορα και εύκολα τα παιδιά και οι έφηβοι μπορούν να εντυπωσιαστούν σε αυτήν την “ομαδική” πλάνη που δημιουργείται μέσα από αυτές τις σελίδες, τα οποία παιδιά επιθυμούν την αποδοχή και την ενότητα, νομίζοντας πως αν συμμετάσχουν και εκείνα θα αποκτήσουν μια δυνατή ταυτότητα. Ίσως, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια υποκουλτούρα, όπου έχει δικούς της κανόνες οι οποίοι επιβάλλεται να τηρηθούν, διαφορετικά θα υπάρξουν ποινές.
Ας μην ξεχνάμε και τις περιπτώσεις όπου και οι ίδιοι οι αθλητές, επιβραβεύουν τέτοιου είδους πράξεις μέσα από τους λογαριασμούς τους, π.χ κοινοποίηση ιστορίας των “οπαδικών” λογαριασμών, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η θέληση των παιδιών και εφήβων να έρθουν πιο κοντά στα είδωλά τους. Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Εκτός από την ευθύνη της τοπικής κοινωνίας και διοίκησης που υπάρχει για τα σχετικά ζητήματα, θα πρέπει να αναφέρουμε πως οι γονείς θα πρέπει να βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία και διάλογο με τα παιδιά τους, να τα βοηθήσουν να ξεχωρίσουν τη διαφορά μεταξύ υποστήριξης μιας ομάδας και φανατισμού, να ελέγχουν όσο είναι δυνατόν τη χρήση στα social media και αν διαπιστώσουν κάποια ύποπτη συμπεριφορά να μην διστάσουν να μιλήσουν στο παιδί τους, ακόμη και σε συνεργασία με κάποιον ειδικό, αλλά και να τους υποδεικνύουν ασφαλείς και αντικειμενικές ιστοσελίδες με στόχο την σωστή ενημέρωσή τους. Το σχολείο επίσης μέσω του μαθήματος της πληροφορικής θα μπορούσε να ενημερώνει τα παιδιά για τον τρόπο διαχείρισης ιστοσελίδων και λογαριασμών και να διοργανώνουν διαδικτυακές αλλά και δια ζώσης ημερίδες με αθλητές και παράγοντες, να μην διστάζουν να ζητήσουν τη βοήθεια συγκεκριμένων κυβερνητικών και μη οργανώσεων σε ζητήματα ασφαλούς χρήσης του διαδικτύου, σε θέματα πρόληψης και αντιμετώπισης περιστατικών φανατισμού. Τέλος, θεωρώ πως ορισμένοι αθλητές θα έπρεπε να μην επικροτούν φανατικές δράσεις λογαριασμών αλλά να κοινοποιούν υλικό τόσο ενημερωτικό όσο και αποτρεπτικό σε σχέση με τις βιαιοπραγίες, να ενισχύουν την ομαδικότητα μέσα από βίντεο με συμπαίκτες τους σε χαρούμενες στιγμές και κατορθώματα, τονίζοντας πάντοτε την σημασία της ευγενούς άμιλλας…
Τώρα, όλοι μαζί, μπορούμε να μειώσουμε και γιατί όχι να εξαλείψουμε τους φανατισμούς μεταξύ αντίπαλων αθλητικών ομάδων! Πώς; Εκμεταλλευόμενοι σωστά και συμπληρωματικά την λειτουργία της προώθησης μέσα από τα social media.
Πηγές:
Η εθελοντική ομάδα του CSI Institute, αποτελούμενη από εξειδικευμένους επιστήμονες όπως, ψυχολόγους, εγκληματολόγους, κοινωνιολόγους καθώς και τεχνικούς δικτύων & πληροφορικής, είναι κοντά σας παρέχοντας πληροφορία, ενημέρωση και γνώση μέσα από ποικίλα θέματα αρθρογραφίας.