Γράφει ο Αλέξανδρος Διαματαρούλας – Ιωαννίδης, φοιτητής Ψυχολογίας.
Όλοι μας έστω και μια στιγμή στη ζωή μας έχουμε έρθει αντιμέτωποι με το παραπάνω ερώτημα. Έχουμε όμως αναλογιστεί ποτέ γιατί αυτή η ερώτηση είναι πάντα επίκαιρη και συνάμα διαχρονική ανάμεσα στους ανθρώπους;
Οι άνθρωποι είναι όντα κοινωνικά. Από τη βρεφική κιόλας ηλικία μυούνται σε έναν κόσμο αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας με άλλα άτομα. Οι πρώτες επαφές είναι συνηθέστερα αυτές που γεμίζουν με θετικά συναισθήματα το παιδί. Είτε μιλάμε για την αγάπη που λαμβάνει από τους γονείς και τον κοινωνικό τους περίγυρο είτε για το γέλιο και την διάθεση που αποπνέει μια φιλία.
Εντούτοις, όσο μεγαλώνουμε η πολυπλοκότητα της ζωής αυξάνεται όχι μόνο όσον αφορά τα πράγματα στα οποία καλούμαστε να ανταπεξέλθουμε αλλά και τα πρόσωπα με τα οποία χρειάζεται να ερχόμαστε σε επαφή. Κανείς μας ,καλώς ή κακώς, δε μπορεί να κάνει για πάντα πράγματα που μόνο του αρέσουν ή να έχει επαφές μόνο με άτομα που του είναι προσφιλή. Για παράδειγμα, ένα παιδί πιθανώς να μαλώσει με τους γονείς του που το πιέζουν για τα μαθήματά του ή ένας εργαζόμενος να χρειαστεί να ”επιβιώσει” με έναν εργοδότη που δεν είναι της αρεσκείας του. Τέτοιου είδους καταστάσεις είναι πολύ λεπτές και είναι επίσης πιθανό να πυροδοτήσουν συγκρούσεις.
Και τώρα τι κάνουμε; Όλοι μας αυτό αναρωτιόμαστε εξαρχής, το πως το διαχειριζόμαστε. Είναι ωφέλιμο να διεκδικήσουμε αυτό που θεωρούμε σωστό ή είναι προτιμότερο να περιμένουμε τα πνεύματα να κατευνασθούν; Συνήθως αν ρωτήσουμε έναν τρίτο θα προσπαθήσει να μας ηρεμήσει λέγοντας μας: ‘Άστο θα περάσει.” Και πράγματι η μπόρα μπορεί να περάσει αλλά μόνο φαινομενικά.
Η ψυχική μας υγεία με αυτόν τον τρόπο πλήττεται και κυρίως μακροχρόνια. Σκεφτείτε λίγο έναν άνθρωπο ο οποίος μόνο ”μαζεύει” και δεν εκδηλώνει τίποτα. Πώς μπορεί να πορεύεται κάποιος στην καθημερινότητά του , έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του ένα κουβάρι από σκέψεις το οποίο μοιάζει να μη ξετυλίγεται ποτέ;
Η λύση είναι μία και είναι η εξωτερίκευση των σκέψεων μας. Ο κάθε άνθρωπος πρέπει να μαθαίνει από μικρή ηλικία να μην γίνεται έρμαιο των άλλων. Σε πρώτη φάση πριν μιλήσουμε θα πρέπει να σκεφτούμε ενδόμυχα αν έχουμε κάνει κάπου λάθος, αν έχουμε οι ίδιοι μερίδιο ευθύνης και πόσο μεγάλο είναι αυτό. Καλό είναι να παίρνουμε και τη γνώμη ενός παρατηρητή για μία ακόμα οπτική. Έπειτα εκφράζουμε αυτό που θέλουμε ευγενικά, με όπλο πάντα τον υγιή διάλογο. Τεκμηριώνουμε την άποψή μας και προσπαθούμε να δείξουμε στον άλλον το λάθος του.
Εν τέλει, η έκβαση αυτής της διαδικασίας μπορεί να μας ικανοποιήσει βάσει των στόχων μας, μπορεί και όχι. Παρόλα αυτά, με το τέλος της θα έχουμε λάβει έναν πολύ σημαντικό σύμμαχο για τη μελλοντική μας ζωή, τον ίδιο μας τον εαυτό. Θα είμαστε σε θέση να διαχειριστούμε εκ νέου παρόμοιες καταστάσεις. Θα είμαστε σε θέση να μη διστάσουμε να μιλήσουμε. Θα είμαστε σε θέση να κοιτάμε πρωτίστως το δικό μας καλό.
Η εθελοντική ομάδα του CSI Institute, αποτελούμενη από εξειδικευμένους επιστήμονες όπως, ψυχολόγους, εγκληματολόγους, κοινωνιολόγους καθώς και τεχνικούς δικτύων & πληροφορικής, είναι κοντά σας παρέχοντας πληροφορία, ενημέρωση και γνώση μέσα από ποικίλα θέματα αρθρογραφίας.