Ανθρώπινες Σχέσεις, Ψυχική υγεία

Με ποιο δικαίωμα με αγγίζετε κύριε;

Γράφει η  Μάρη Γαργαλιάνου, Founder Magicme.gr, Communication & Wellness Coach

Πρώτη μέρα στη δουλειά. Συστημένη από την κολλητή της μάνας μου στο γραφείο του πρώτου ξαδέρφου του άντρα της. Ψάχνανε για γραμματειακή υποστήριξη. Ήμουν η καλύτερη περίπτωση. Επικοινωνιακή, όμορφη, έξυπνη – δε με λες και Αϊνστάιν, αλλά δε φύτρωσα τώρα – και πολύ οργανωτική. Λίγο η προηγούμενη κακή εμπειρία στη δουλειά, λίγο η κρίση, λίγο το συνοικέσιο της μανούλας με την κολλητή, τον άντρα και τον ξάδερφο γιατί «το παιδί πέρασε δύσκολα στην προηγούμενη δουλειά, έπεσε σε κατάθλιψη, δεν τρώει, δε μιλάει, είναι κλεισμένη όλη μέρα μέσα σε τέσσερις τοίχους, δε ξέρω τι να κάνω Ρούλα μου…», λίγο το συναίσθημα ότι οφείλω με οδήγησαν εκεί.

Α κι ο ξάδερφος. Εξαίρετος κύριος, οικογενειάρχης, άντρας σωστός, κουβαρντάς, με τρία παιδιά και τη γυναίκα του στα ώπα ώπα. Σοβαρός άνθρωπος μου λέγανε, μου λέγανε πληρώνει καλά σε δύσκολες εποχές, θα σε προσέχει μου λέγανε, είναι αστέρι. Και πήγα. Ευγενέστατος πράγματι. Και περάστε καθίστε και να σας προσφέρω λίγο τσάι, ή καφέ και η δουλειά εδώ δεν είναι φορτική και δε θα σας πιέσω και όλα τα καλά. Ένιωσα πως ήρθε η ώρα για μιαν ανάσα. Επιτέλους, μιαν ανάσα. Και περνούσαν ήρεμα οι μέρες, εγκλιματίστηκα και η πρώτη εβδομάδα κύλησε νεράκι.

Την επόμενη εβδομάδα, άλλο πρόσωπο ο εξαίρετος κύριος. Ο καφές του πίκριζε είπε και μόνο που δε με διαολόστειλε να του φτιάξω καινούριο, ήταν απότομος, πάνω κάτω όλη μέρα στο γραφείο και οι υπόλοιπες κοπέλες βαρούσαν προσοχή και ψου ψου και ψου ψου. Και φώναζε, φώναζε πολύ. Σα να του ‘φταιγαν όλα. Και η μέρα έληξε κάπως άδοξα και ο πληθυντικός έγινε ενικός. «Τα σκουπίδια να πάρεις μαζί» μου είπε, έριξα κάτω το κεφάλι, μάζεψα τις σακούλες και… πήρα δρόμο. Γύρω στις 9 το βράδυ μήνυμα «Ήμουν απαίσιος σήμερα, συγνώμη. Δεν φταις σε τίποτα εσύ…». «Όλοι έχουμε κακές στιγμές. Καταλαβαίνω. Αν μπορώ κάπως να βοηθήσω να μου πείτε» είπα η ηλίθια… Που να ‘ξερα. Δεν ήξερα. Δε φανταζόμουν.

Την Κυριακή μου είπε να επανορθώσει, να βγούμε για ένα φαγητό, ήθελε κάπου να τα πει, να μιλήσει, να μου ζητήσει συγνώμη. Μου έδωσε μια διεύθυνση κάπου στο Γκάζι, φαντάστηκα θα ΄ταν μαγαζί. Δε ξέρω και πολύ από κέντρο. Και ήταν ένα στούντιο. Άνοιξε την πόρτα περιχαρής και στη συνέχεια την κλείδωσε. Μου έβγαλε το παλτό, -τι κύριος σκέφτηκα- και στη συνέχεια άπλωσε το χέρι του στη μέση μου να με βοηθήσει να περάσω. Σούσι απλωμένο στο χαμηλό τραπέζι μπροστά από τον καναπέ και δύο ποτήρια κρασί. Και «η γυναίκα μου με έχει ευνουχίσει και νιώθω μόνος και έχω πιεστεί με τη δουλειά και δε νιώθω καλά και πόσο μου έχουν λείψει οι συζητήσεις αυτές, οι απλές, οι αληθινές και τι όμορφα που είναι τα μάτια σου… Και βάλε λίγο ακόμα κρασί και «γιατί να είσαι εσύ γραμματέας μου, εσύ θα έπρεπε να λύνεις και να δένεις» και και και…

Για το πότε με κοίταξε βαθιά στα μάτια, άγγιξε το πρόσωπό μου, χίμηξε κατά πάνω μου με ένα σάλτο, δεν το κατάλαβα ποτέ. Ξεκίνησε να με φιλάει μανιακά. Εγώ παγωμένη. Θα μου πεις «Ναι, ανταποκρίθηκες όμως». Τι να σου πω… ήμουν σε σοκ. Ξέρεις τι σημαίνει σοκ; Να σε χειρίζονται με το έτσι θέλω; Να σε βιάζουν ψυχικά, σωματικά, λεκτικά; Να σε κάνουν να νιώθεις «τίποτα»; Να σε ξεφτιλίζουν για να νιώσουν αφεντικά; Όταν όλα τελείωσαν, ξεκλείδωσα την πόρτα, αισθανόμουν τόσο βρώμικη και την έκλεισα για πάντα μια και καλή πίσω μου. Δε ξαναπήγα στη δουλειά. Στη μάνα μου, την κολλητή και τον άντρα της προσποιήθηκα ότι δε μπορώ να την αντέξω τη «δύσκολη αυτή δουλειά». Πολλή πίεση.  Δε μπορούσα να ανταποκριθώ είπα… Και πράγματι δε θα μπορούσα.

*Το παραπάνω κείμενο είναι μυθοπλασία. Μια μυθοπλασία που διαδραματίζεται σε καθημερινή βάση, ώρα με την ώρα σε όλους τους επαγγελματικούς χώρους ανεξαιρέτως και μπορεί να συμβεί ακόμα και στις «καλύτερες οικογένειες», με θύτες τα «μεγαλύτερα ονόματα». Τα «δε ξέρω, δεν είδα, δεν άκουσα», αποτελούν πια παρελθόν. Καμία ανοχή και καμία ποτέ ξανά μόνη.