Cyber Crime, Διαδίκτυο, Εγκλήματα, Κοινωνία

Κυβερνοέγκλημα και βία σε «ζωντανή» σύνδεση

Καθημερινά γινόμαστε θεατές  αδιανόητων πράξεων απρόκλητης  βίας, εκφοβισμού και κακοποίησης στο διαδίκτυο με θύματα ανήλικα παιδιά ή άτομα ευάλωτων κοινωνικά ομάδων.  Η έκρηξη των φαινομένων αυτών, οφείλεται  στις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και φυσικά στο ψυχολογικό υπόβαθρο των δραστών.  Τα συχνότερα φαινόμενα κακοποίησης  σήμερα, διαπράττονται στο διαδίκτυο και μάλιστα εκτυλίσσονται σε δημόσια θέα με στόχο το χρηματικό και όχι μόνο κέρδος. Η διευκόλυνση στη διαδικτυακή χρήση, η αμεσότητα των social media και η απουσία ελέγχου, επιτρέπουν την αλόγιστη χρήση και δραστηριότητα των εγκληματιών που εξακολουθούν να δρουν ανενόχλητοι δίχως περιορισμούς. Το πιο κρίσιμο ζήτημα είναι πως θύματα τέτοιων  βίαιων πράξεων είναι άτομα περιθωριοποιημένα και ήδη τραυματισμένα ψυχικά και συναισθηματικά καθώς πολλά από αυτά ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες και χρήζουν ιδιαίτερης κοινωνικής προσοχής και υποστήριξης. Ακόμη, ο κυβερνοεκφοβισμός, αποτελεί μια νέα μορφή που προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία, λόγω της επίπονης συναισθηματικής και ψυχολογικής βλάβης που προκαλεί στα θύματα, τα οποία τις περισσότερες φορές αδυνατούν να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματά τους και βιώνουν τον φόβο και επηρεάζονται ψυχολογικά αλλά και σωματικά. Για αυτό ο κυβερνοχώρος, εμφανίζεται και εξετάζεται πλέον στο ποινικό δίκαιο ως πεδίο εγκληματικότητας και φυσικά ως μέσο άντλησης αποδεικτικών στοιχείων, καθώς είναι ο νέος χώρος διάπραξης εγκλημάτων.

Αρχικά, από τους κυριότερους λόγους που οι εν δυνάμει κακοποιητές  χρησιμοποιούν το διαδίκτυο ως εργαλείο εκτόνωσης των εσωτερικών τους ενορμήσεων είναι η εύκολη πρόσβαση σε μεγάλο εύρος πιθανών θυμάτων, όλων των ηλικιών, το χαμηλό κόστος και η έλλειψη ελέγχου, κάτι που εξασφαλίζει την ανωνυμία και προσφέρει την αίσθηση «ασφάλειας» στον δράστη. Η σκιαγράφηση του προφίλ των δραστών, χαρακτηρίζεται από κάποια ειδικά συγκεκριμένα στοιχεία προσωπικότητας, χωρίς να σημαίνει πως είναι απόλυτα ή ίδια σε όλες τις περιπτώσεις εγκληματιών. Το συχνότερο προφίλ, εάν μπορούμε να το περιγράψουμε, αφορά άτομα με δυσκολία δημιουργίας διαπροσωπικών σχέσεων, με ψυχολογικές  διαταραχές, αδυναμία αυτορρύθμισης και αυτοελέγχου, έλλειψη ενσυναίσθησης ή  κάποια τραυματικά βιώματά του , πιθανόν να έχουν καθορίσει την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.  Η ανάγκη επιβεβαίωσης , η ανάγκη ικανοποίησης του «εγώ» και των προσωπικών αναγκών, είναι αυτά που ωθούν τον κακοποιητή προς δράση εντός διαδικτύου.  Οι εκδηλώσεις εσωτερικευμένου θυμού, εκνευρισμού και  μίσους, εκφράζονται  και διαδίδονται μέσω διαδικτύου, ενισχύοντας τα φαινόμενα βίας και ρατσισμού. Ο θύτης συμπεριφέρεται προκλητικά, με ροπή προς τη βία, με κυριαρχικές τάσεις έναντι ευάλωτων ατόμων καθώς έτσι αισθάνεται πως υπερέχει, προσπαθώντας να «καλύψει» το συναισθηματικό του κενό.  Η εμμονή για άσκηση κυριαρχίας, η ταπείνωση του θύματος καθώς και η πρόκληση πόνου, τρέφουν  και συντηρούν τα βίαια ένστικτά του.

Την τελευταία περίοδο, είναι ολοένα και συχνότερα τα γεγονότα ρατσιστικής κακοποίησης κατά αδύναμων ομάδων κυρίως ανήλικων, με σκοπό τη προσωπική ικανοποίηση των θυτών και την εξύψωση του «εαυτού». Η μετάδοση της κακοποιητικής πράξης  μέσω του διαδικτύου, καθιστά  ακόμη πιο ανησυχητικό το φαινόμενο καθώς αποκτά επικίνδυνες διαστάσεις δημόσιου θεάματος χωρίς την άμεση παρέμβαση  και καταστολή της βίαιης πράξης. Οι παθητικοί δέκτες  τέτοιων φαινομένων βίας, θεωρούνται συμμέτοχοι στο έγκλημα καθώς δεν αντιδρούν και δεν παρεμβαίνουν με σκοπό την αποτροπή της πράξης , αντιθέτως αισθάνονται εσωτερική ικανοποίηση και η ιδέα της  πρόκλησης πόνου σε κάποιον πιο αδύναμο από αυτούς, λειτουργεί «ευεργετικά» για τη ψυχολογία τους. Οι ίδιοι αντιμετωπίζονται ως ψυχικά διαταραγμένες προσωπικότητες, από το κοινωνικό σύνολο, με χαμηλό επίπεδο συναισθηματικής νοημοσύνης και φυσικά είναι συνένοχοι στο έγκλημα. Οι συναισθηματικές διαταραχές, η ανάγκη επιβολής δύναμης λόγω εσωτερικής ανασφάλειας, η έλλειψη υγιούς οικογενειακού περιβάλλοντος και η ευρύτερη κοινωνική δυσλειτουργικότητα του ατόμου, τον ωθεί  σε εγκληματικές πράξεις. Οι δράστες της πράξης καθώς και οι παθητικοί θεατές – μάρτυρες του εγκλήματος, ίσως έχουν προϋπάρξει οι ίδιοι θύματα κακοποίησης και βίας στο παρελθόν και για αυτό στη πορεία «γεννιέται» η τάση εκδικητικότητας και έτσι εκλογικεύουν τη βία, υποβαθμίζοντας τις συνέπειες των πράξεών τους.

Εν κατακλείδι, τα φαινόμενα της δημόσιας βίας, εκφοβισμού και κακοποίησης έχουν  σοβαρές επιπτώσεις στο ψυχολογικό και συναισθηματικό κόσμο του θύματος, ενώ παράλληλα προκαλούν αισθήματα φόβου και ανησυχίας σε ολόκληρη τη  κοινωνία. Η κοινωνική ανοχή, η έλλειψη διαδικτυακού ελέγχου και η ανεύθυνη χρήση των διαδικτυακών μέσων, οδηγούν σε αύξηση αυτών των φαινομένων. Η δυσκολία αναγνώρισης και αποδοχής μιας ψυχολογικής διαταραχής και η άρνηση ψυχολογικής υποστήριξης των ίδιων των θυτών, συμβάλλουν στην έκρηξη της εγκληματικότητας. Η αδυναμία διαχείρισης των τεχνολογικών εξελίξεων , από την άλλη, με την ταυτόχρονη απουσία επίβλεψης και διαχείρισης ψυχολογίας των ανήλικων ατόμων, είναι παράγοντες που επιτρέπουν την εύκολη μεταχείριση  και θυματοποίηση από τα διαδικτυακά «αρπακτικά». Η συμμετοχή του κοινού ως παθητικοί θεατές σε μια διαδικτυακή κακοποίηση, αφορά ένα συγκαλυμμένο έγκλημα που επιβάλλεται να αφυπνίσει άμεσα ολόκληρη τη κοινωνία καθώς και τους υπεύθυνους ελεγκτικούς φορείς για την άμεση προστασία και ασφάλειά μας. Όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία, υπογραμμίζουν  τη σπουδαιότητα και αναγκαιότητα της άμεσης παρέμβασης και διαχείρισης των βίαιων πράξεων όχι μόνο σε νομικό, ατομικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο.