Εγκλήματα, Κοινωνία

Καταγγελία Αξιόποινων Πράξεων | Γιατί Τώρα;

Γράφει η Τζένη Φλώρου 

Με την ανάδειξη του κινήματος “Μe Τoo”, ερώτημα που έχει απασχολήσει τη κοινή γνώμη αποτελεί το γιατί πολλά θύματα αποφασίζουν να καταγγείλουν μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα κακοποιητικές συμπεριφορές που έχουν υποστεί. Το γεγονός αυτό έχει εγείρει αντιδράσεις στους δέκτες των πληροφοριών αυτών, καθώς αναρωτιούνται γιατί τα θύματα δεν εκδηλώθηκαν άμεσα. Απόλυτος δικαιολογητικός λόγος σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να υπάρξει, δεδομένου ότι η κάθε περίπτωση είναι επιβεβλημένο να εξετάζεται διαφορετικά. Ωστόσο, σκόπιμο είναι να αναφερθούν ορισμένες αιτίες που τα θύματα οδηγούνται σε καθυστερημένη καταγγελία, ενώ έχει ενδιαφέρον να παρατεθούν τα πιθανά αίτια που οδηγούν τους δέκτες της είδησης σε δυσπιστία. Τέλος, είναι σημαντικό να εκτεθούν οι λόγοι που είναι σημαντικό η καταγγελία να γίνεται όσο το δυνατόν νωρίτερα από τη τέλεση της πράξης. 

Το θύμα μιας κακοποιητικής συμπεριφοράς θα περάσει από ορισμένα στάδια, προκειμένου να συνειδητοποιήσει και να διαχειριστεί το γεγονός αυτό. Στην αρχή, θα βιώσει μια άρνηση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται, αφού ασυνείδητα θα αναπτύξει άμυνες για να μετριάσει το σοκ που του δημιούργησε το περιστατικό. Έπονται τα αισθήματα του θυμού, του φόβου, της ενοχής, της ματαίωσης και της μοναξιάς και το θύμα θα μεταθέσει την ευθύνη της πράξης στον εαυτό του. Παράλληλα, μπορεί να δημιουργηθούν ερωτηματικά σχετικά με το αν το γεγονός θα μπορούσε να αποφευχθεί, με πολλά διαφορετικά σενάρια να εναλλάσσονται. Είναι πιθανό, να ακολουθήσει μια περίοδος, όπου το άτομο αδρανοποιείται και αισθάνεται αδύναμο και ανίκανο να ανταπεξέλθει στη καθημερινότητά του, αναβιώνοντας επανειλημμένα το τραυματικό γεγονός. Με την ορθή αξιολόγηση των γεγονότων και τη σωστή καθοδήγηση και στήριξη, το θύμα θα φθάσει στο στάδιο της αποδοχής, κατά το οποίο θα μπορέσει να διαχειριστεί το συμβάν και να ζήσει λειτουργικά αποδεχόμενο τις συνθήκες. Τότε, είναι η ώρα όπου το θύμα μπορεί να αισθανθεί έτοιμο να προβεί σε εξωτερίκευση της πράξης, να αντιμετωπίσει τον δράστη και να καταγγείλει. Βέβαια, τα στάδια αυτά μπορούν να διαφέρουν από άτομο σε άτομο, αφού συντρέχουν πολλοί παράγοντες, όπως είναι η βαρύτητα και η συχνότητα της πράξης, η προσωπικότητα του θύματος και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αντιμετωπίσει το γεγονός αυτό. 

 
Από την άλλη πλευρά, όπως προαναφέρθηκε, μπορεί να υπάρξουν άτομα που πληροφορούμενα την είδηση της κακοποιητικής πράξης που καταγγέλθηκε ετεροχρονισμένα, θα δυσκολευτούν να πιστέψουν την αλήθεια των γεγονότων. Ειδικότερα, αυτό το φαινόμενο της δυσπιστίας έχει αναδειχθεί έντονα με τις καταγγελίες που στρέφονται κατά διασήμων που χαίρουν ευρείας αναγνώρισης και εκτίμησης και το κοινό είναι δύσκολο να αποδομήσει την εικόνα που έχει σχηματίσει.  Αυτή η δυσπιστία και η αμφιβολία που προκύπτει, εδράζεται στο γεγονός ότι τα άτομα δεν είναι εύκολο να καταλάβουν βαθιά τη θέση του καταγγέλλοντος και να τον συναισθανθούν. Η συναισθηματική απόσταση που με την έντονη καθημερινότητα έχει δημιουργηθεί μεταξύ των ατόμων και οι ρυθμοί της ζωής όλων, έχουν οδηγήσει σε συναισθηματική αποξένωση και αλλοτρίωση που αλλοιώνουν την ποιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων. Ο καθημερινός κάματος έχει εντείνει το άγχος για τη διεκπεραίωση των υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα να “ξεθωριάζει” το ενδιαφέρον για ζητήματα που δεν σχετίζονται άμεσα με προσωπικά θέματα. Η ανάλωση του χρόνου σε εργασιακές υποχρεώσεις, καθώς και οι ποικίλοι περισπασμοί της σύγχρονης εποχής “απορροφούν” την πολύτιμη ενέργεια που θα μπορούσε να διοχετευθεί στην περισυλλογή, την ενδοσκόπηση και τον προβληματισμό για ζητήματα που αφορούν τον άνθρωπο, τον ψυχισμό του και την αμφίπλευρη επικοινωνία και κατανόηση. 

Επίσης, ο καταιγισμός νέων ειδήσεων από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και Δικτύωσης, και ο όγκος της πληροφορίας, διασταυρωμένης ή μη, μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση στους δέκτες. Η ανάμειξη των έγκυρων και των ψευδών ειδήσεων, λειτουργεί όπως το παραμύθι με τον λύκο και τα πρόβατα. Οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι κυκλοφορούν πολλές ανακρίβειες και η αλήθεια, μπορεί να “χάνεται” μέσα σε αυτές, με αποτέλεσμα, ενδεχομένως, να εκλαμβάνεται ως ψέμα. Προβληματισμό δημιουργεί και το ότι οι περισσότερες προβεβλημένες ειδήσεις αφορούν σε ειδεχθή εγκλήματα. Μαθαίνοντας συνέχεια για ανθρωποκτονίες, βιασμούς και άλλες νοσηρές πράξεις, το άτομο μπορεί να συνηθίσει στο άκουσμα αυτών και σε έναν βαθμό να μην το επηρεάζουν. Η συστηματική έκθεση των ανθρώπων σε τέτοιου είδους ειδήσεις, τους σκληραγωγεί και λειτουργεί ως μια διαδικασία απευαισθητοποίησης. Αντιδρούν με μειωμένη συναισθηματική απόκριση στην γνώση του σοβαρού, αρνητικού περιστατικού και δεν μπαίνουν στη διαδικασία να εμβαθύνουν στα γεγονότα, ώστε να εξακριβώσουν αν είναι αληθή. Φθάνουν στο σημείο να αντιμετωπίζουν τις ειδήσεις αυτές επιπόλαια με έλλειψη ευαισθησίας και ενσυναίσθησης απέναντι στο εκάστοτε θύμα και πολλές φορές μπορεί να κρίνουν βεβιασμένα και αυστηρά, γεγονός που μπορεί να στιγματίσει ανεπανόρθωτα το ήδη πληγωμένο θύμα.  

Στο δια ταύτα, η καταγγελία αξιόποινων πράξεων είναι σημαντικό να γίνεται άμεσα, παρ’ όλο που αυτό μπορεί να φαίνεται δύσκολο για αυτόν που το βιώνει. Το θύμα θα πρέπει να υποβάλει έγκληση εντός τριών (3) μηνών για τα αδικήματα που διώκονται κατ’ έγκληση, δηλαδή για τα αδικήματα που για να κινηθεί η ποινική δίωξη πρέπει να το καταγγείλει ο παθών, αλλιώς χάνει τα δικαιώματά του (Άρθρο 114 ΠΚ). Στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα αδικήματα (άρθρα 37,38, 40 ΚΠΔ), δηλαδή στα αδικήματα για τα οποία ο εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει τη ποινική δίωξη με τη γνώση της αξιόποινης πράξης ύστερα από αναφορά, μήνυση (Άρθρο 42 ΚΠΔ) ή άλλη πληροφορία ότι διαπράχθηκε, η παραγραφή για τα κακουργήματα που επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη είναι είκοσι (20) έτη, ενώ για τα υπόλοιπα κακουργήματα είναι δεκαπέντε (15) έτη, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε άλλη διάταξη (Άρθρο 111 παρ. 2 ΠΚ) Η παραγραφή για τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα πλημμελήματα είναι πέντε (5) έτη (Άρθρο 111 παρ. 3 ΠΚ). Μάλιστα, σε περιπτώσεις αξιόποινων πράξεων για την απόδειξη των οποίων απαιτείται η άμεση εξέταση του θύματος ή και λήψη γενετικού υλικού και η όσο το δυνατόν γρηγορότερη συγκέντρωση και προσκόμιση των στοιχείων για την ισχυροποίηση της καταγγελίας, είναι κατανοητό ότι η καθυστέρηση αδρανοποιεί την αποδεικτική αξία. Τονίζεται, λοιπόν, ότι ο παθών θα πρέπει να αντιμετωπίζει κατά μέτωπο την πράξη και να μην αφήνει το γεγονός να τον καταβάλει και για πρακτικούς λόγους που άπτονται της νομικής σφαίρας.  

Συμπερασματικά, το ζήτημα των καταγγελιών, και πόσο μάλλον των ετεροχρονισμένων, έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις. Τα θύματα δεν δέχονται σχολιασμό μόνο για την ουσία της πράξης που καταγγέλλουν, αλλά και για τον λόγο που την κατήγγειλαν αργά, γεγονός που εντείνει περαιτέρω την ήδη βεβαρυμμένη ψυχολογία τους. Η δυσπιστία για τις καταγγελλόμενες πράξεις και ο σχολιασμός του γεγονότος από μεγάλη μερίδα των πολιτών, οι οποίοι ελαφρά τι καρδία παγιώνουν γνώμη, χωρίς την ένδειξη συμπόνιας και την προσεκτικότερη εξέταση των περιστατικών, είναι επιβεβλημένο να εξαλειφθούν. Ο ωχαδερφισμός, η έλλειψη ενσυναίσθησης και σε ακραίες μορφές η ανθρωποφαγία, επιβάλλεται να αντικατασταθούν από αλληλεγγύη, κατανόηση και υποστήριξη. Με αυτόν τον τρόπο, με την εξάλειψη δηλαδή, εν γένει του κοινωνικού στιγματισμού, θα δημιουργηθεί ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον μέσα στο οποίο τα θύματα δεν θα αισθάνονται ευάλωτα. Ας μην ξεχνάμε το ρητό του Μάνου Χατζιδάκι “Μην υποτιμάτε την ευαισθησία, θεωρώντας το κάτι εύθραυστο. Είναι η πιο σκληρή δύναμη του κόσμου, που με αυτήν τον κατακτάς”.