Πόσες φορές δεν έχουμε γίνει μάρτυρες παραδειγμάτων όπως «κοίτα αυτόν τι καλά που το κάνει, ενώ εσύ…» ή «ο τάδε πέτυχε αυτό, ενώ εσύ όχι», «αυτός πήρε 20 και εσύ 17».
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων αυτές οι παραδειγματικές πρακτικές χρησιμοποιούνται από τους γονείς προς τα παιδιά, γιατί θεωρούν ότι έτσι θα τα παρακινήσουν να προσπαθήσουν περισσότερο για κάτι ή θα τους δώσουν το κίνητρο για να γίνουν αυτό που λέμε καλύτεροι. Επί της ουσίας όμως τι εστί καλύτερος; Καλύτερος συγκριτικά με ποιον; Καλύτερος σε τι;
Συνήθως ενδόμυχα το «καλύτερος» των γονιών, συνδέεται με τον εαυτό τους. Να γίνει το παιδί μου καλύτερο από εμένα, να μην κάνει τα ίδια λάθη, να μην περάσει όσα πέρασα εγώ, να πραγματοποιήσει τα όνειρα και τις επιδιώξεις που δεν πραγματοποίησα εγώ κ.ο.κ. Αυτό όμως που ξεχνάμε είναι ότι δεν μπορούμε να συγκρίνουμε και άρα να χαρακτηρίζουμε διαφορετικούς ανθρώπους και διαφορετικές καταστάσεις. Άλλοι άνθρωποι είναι οι γονείς και άλλοι τα παιδιά. Με διαφορετικές δεξιότητες, επιδιώξεις, όνειρα, συνθήκες στις οποίες μεγάλωσαν και αναπτύσσονται, κοινωνικές συνθήκες, οικονομικές συνθήκες και κυρίως με άλλον χαρακτήρα. Κανείς μας δεν είναι ίδιος με τον διπλανό του, ακόμα και αν αυτός ο διπλανός είναι τα πιο αγαπημένα μας πρόσωπα, που δεν είναι άλλοι από τον γονέα και την οικογένεια γενικότερα.
Διότι όταν μαθαίνουμε στο παιδί να συγκρίνεται και να ανταγωνίζεται με γνώμονα το ποιος είναι ή μπορεί να είναι ο καλύτερος, αυτομάτως ξεχνάμε να του μάθουμε και να του δείξουμε ότι ανεξαρτήτως επιτυχιών και αποτυχιών, ανεξαρτήτως λαθών, για εμάς έχει πάντα την ίδια αξία και θα νιώθουμε πάντα για αυτό την ίδια αγάπη και την ίδια περηφάνεια, θα βρισκόμαστε στο πλευρό του ότι και αν συμβεί και ότι και αν επιλέξει να κάνει.
Είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα η καθοδήγηση που οφείλει να δώσει ένας γονέας στο παιδί του και διαφορετικό η συνεχής σύγκριση με τους άλλους. Όπως δεν μπορείς να συγκρίνεις ένα μήλο με ένα πορτοκάλι (όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται το παράδειγμα), έτσι δεν μπορεί κανείς και δεν πρέπει να συγκρίνει ένα άνθρωπο με έναν άλλον. Κανείς δεν είναι καλύτερος κανενός, γιατί πολύ απλά κανείς δεν είναι ίδιος με τον άλλον.
Σαφώς βέβαια αυτού του τύπου οι συγκρίσεις δεν περιορίζονται μόνο στο οικογενειακό περιβάλλον, αλλά υπάρχουν παντού, και στα εργασιακά περιβάλλοντα και στα φιλικά και στις προσωπικές μας σχέσεις, όπου πολλές φορές οδηγούν ανθρώπους σε ενοχικά σύνδρομα και σε λάθος συμπεριφορές, που απορρέουν από ενδόμυχες συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα μέσα στο άτομο και το θέτουν στη διαδικασία να συγκρίνεται συνεχώς με τους άλλους.
Η πραγματικότητα είναι ότι όλοι είμαστε καλύτεροι. Η προσπάθεια λοιπόν θα έπρεπε να εστιάζει όχι στο πως θα γίνω καλύτερος από τον άλλον, αλλά στο πως θα γίνω η καλύτερη εκδοχή του ήδη καλού, αξιαγάπητου, επιδέξιου και άξιου εαυτού μου. Όλοι έχουμε κάτι να διορθώσουμε, να αλλάξουμε, να αποδεχτούμε, να συγχωρήσουμε και να αγαπήσουμε στον εαυτό μας. Όλοι κάναμε και θα ξανακάνουμε λάθη, πράξαμε και θα ξαναπράξουμε το σωστό, πήραμε λάθος ή σωστές αποφάσεις μία δεδομένη στιγμή. Κανείς δεν είναι καλύτερος, γιατί κανείς δεν είναι τέλειος.
Ονομάζομαι Κέλλυ Ιωάννου. Είμαι Υπ. Διδάκτωρ Ψηφιακής Εγκληματολογίας και Τrauma Coach. Ως Διευθύντρια του CSI Institute, υποστηρίζω θερμά το όραμα του Ινστιτούτου που προάγει εκπαιδευτικούς και κοινωφελείς σκοπούς όπως την πρόληψη και την αντιμετώπιση θεμάτων ασφαλείας στο διαδίκτυο. Διαθέτω κλινική εμπειρία στον τομέα του Hλεκτρονικού Τραύματος (εξαρτήσεις από διαδίκτυο/ διαδικτυακούς εκβιασμούς, εκφοβισμούς, παρενοχλήσεις κ.ο.κ) και είμαι ιδρύτρια του Traumahelp, του μοναδικού κέντρου στην Ελλάδα για τη θεραπεία και την αποκατάσταση του ηλεκτρονικού τραύματος.