Ανθρώπινες Σχέσεις, Συμπεριφορά, Ψυχική υγεία

Η σεξουαλική θυματοποίηση δεν είναι πάντα γένους θηλυκού

Γράφει η Τζίνα Λαγκαδινού, μεταπτυχιακή απόφοιτη εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου KU Leuven

Η πλειοψηφία των στατιστικών ερευνών των τελευταίων δεκαετιών υπογραμμίζουν ότι η γυναικεία θυματοποίηση είναι κυρίαρχη στα ζητήματα της σεξουαλικής βίας και κακοποίησης, είτε αυτή λαμβάνει χώρα στην πραγματική ζωή, είτε στο διαδίκτυο. Πλέον σχεδόν αυτόματα όταν ακούμε για τέτοια περιστατικά, το μυαλό μας φτάνει άμεσα στο συμπέρασμα ότι αποδέκτης τους θα είναι μια γυναίκα ή ένα κορίτσι. Αυτό είναι καθόλα εύλογο, καθώς τις περισσότερες φορές όντως το θύμα αποδεικνύεται πως είναι ένα άτομο γένους θηλυκού. Η σεξουαλική βία και κακοποίηση είναι δυστυχώς άρτια συνυφασμένη με την γυναικεία φύση και ταυτότητα.

Τι συμβαίνει όμως όταν ο αποδέκτης μιας τέτοιας συμπεριφοράς ανήκει είτε στο άλλο φύλο, είτε στην ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα;

Στην επιφάνεια πλέον έχουν αναδυθεί μαρτυρίες αγοριών και ανδρών αλλά και ατόμων που ανήκουν στην ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα που επεξηγούν ότι έχουν στοχοποιηθεί σεξουαλικά και έχουν βιώσει την σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση, είτε σε μικρή ηλικία, είτε στην ενήλικη ζωή τους. Λόγω του μέχρι τώρα περιορισμένου ποσοστού τέτοιων μαρτυριών, συχνά η κοινή γνώμη ξεχνάει να τις συμπεριλάβει στην ρητορική της σεξουαλικής θυματοποίησης, καμιά φορά περιθωριοποιώντας τις εμπειρίες και τις φωνές τους.

Μεγάλο μέρος της κοινωνίας επίσης αδυνατεί να αντιληφθεί και να κατανοήσει συγκεκριμένα τους άνδρες σαν θύματα, καθώς η πρότυπη εικόνα του «alpha male» που επιτάσσεται στην ανδρική ταυτότητα, δεν αφήνει περιθώρια θυματοποίησης του. Από την άλλη, η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, λόγω της ρευστής σεξουαλικής ταυτότητας που την διέπει, δεν κατανοείται ακόμα απόλυτα από την κοινωνία, καθώς δεν υπάρχει ένα μαζικό σημείο ταύτισης μαζί της. Πέρα λοιπόν από το αίσθημα της ομοφοβίας που πλήττεται και την περιθωριοποίηση, αμφισβητούνται συχνά και οι διηγήσεις θυματοποίησης των μελών της ή επικρατεί η «victim-blaming» διάθεση που διέπει και την γυναικεία θυματοποίηση.

Αναζητώντας το “γιατί το βίωμα της σεξουαλικής θυματοποίησης δεν μπορεί να εντυπωθεί οικουμενικά και ίσα για όλα τα άτομα μιας κοινωνίας”, μια από τις πιθανές απαντήσεις είναι η σιωπή των ίδιων των θυμάτων απέναντι στις εμπειρίες τους, καθώς η λέξη θύμα ισοδυναμεί με αδυναμία κατά την γνώμη της πλειοψηφίας, αποτρέποντας έτσι τα άτομα να μιλήσουν ανοιχτά ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια εμπειρία που χρειάζεται τεράστια αποθέματα δύναμης ψυχής και πλήττει μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Άλλη μία εξήγηση,ακόμα, μπορεί να είναι ο φόβος και η αμφισβήτηση του διαφορετικού από την κοινωνία, ένα γνώρισμα που είναι κατεξοχήν εντυπωμένο στα ελληνικά δεδομένα. Όταν το όνομα του θύματος δεν συνάδει με την γυναικεία ταυτότητα αλλά με την ανδρική ή την ΛΟΑΤΚΙ, τότε δεν γνωρίζουμε πως να αντιδράσουμε υπέρ αυτών, πώς να το καταπολεμήσουμε, ή εν τέλει πως να το δεχτούμε ως παγιωμένη πραγματικότητα. Είναι εκτός της πεπατημένης, εκτός από τα νερά μας.

Ωστόσο, η σεξουαλική βία και κακοποίηση δεν γνωρίζει φύλο, ηλικία, επάγγελμα, κοινωνικό status ή καταγωγή. Το κίνημα MeToo που ήρθε πρόσφατα στην χώρα μας είναι τρανό παράδειγμα αυτού του ισχυρισμού. Προχωρώντας με γνώμονα αυτό το κίνημα, οφείλουμε να επικροτούμε τις φωνές όλων των ατόμων που έχουν βιώσει τέτοια περιστατικά, να έχουμε ανοιχτό μυαλό, και κοινός στόχος μας να είναι πώς θα εξαλείψουμε ανάλογες επιθέσεις, ανεξάρτητα με το φύλο ή την σεξουαλική ταυτότητα του παραλήπτη και με καίρια προσήλωση στο ποιος είναι ο «ιθύνων νους» της εκάστοτε δράσης σεξουαλικής βίας.