Γράφει η Αθηνά Κουφού, Δικηγόρος/ Διδάκτωρ Εγκληματολογίας, Νομική Σχολή ΕΚΠΑ
Η μεταφορά, με τη βοήθεια ενδιάμεσου προσώπου, χρηματικών ποσών που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες (money muling) αποτελεί μορφή ξεπλύματος μαύρου χρήματος (με βάση την Europol, περισσότερο από το 90% συναφών περιπτώσεων μεταφοράς συνδέεται με το κυβερνοέγκλημα). Πρόκειται, συνήθως, για περιπτώσεις όπου τρίτος συμφωνεί να λάβει χρηματικό ποσό (το οποίο πιστώνεται σε δικό του τραπεζικό λογαριασμό) και το οποίο ποσό, στη συνέχεια, είτε προωθεί ηλεκτρονικά σε άλλο λογαριασμό είτε το εκταμιεύει και το παραδίδει σε πρόσωπο που θα του υποδειχθεί, λαμβάνοντας αντίστοιχη προμήθεια για τις ενέργειές του. Επειδή τα μεταφερόμενα ποσά αποτελούν, σχεδόν πάντα, έσοδα από εγκληματικές δραστηριότητες (διαδικτυακές απάτες, phishing, e-commerce fraud, εμπορία ανθρώπων, εμπορία ναρκωτικών, κτλ), με αυτόν τον τρόπο, αφενός, τα χρήματα δεν εντοπίζονται, αφετέρου, τα εγκληματικά συνδικάτα πίσω από αυτά παραμένουν ανώνυμα, καλύπτοντας τα ίχνη τους με την παρεμβολή του ενδιάμεσου προσώπου (δηλαδή του μεταφορέα/money mule).
Οι εγκληματίες στρατολογούν ανυποψίαστα άτομα, προσφέροντάς τους φαινομενικά νόμιμες θέσεις εργασίας (ως «money transfer agents») με αυξημένες αποδοχές, διαφημίζοντας τη δυνατότητα εύκολου κέρδους με μηδενικό ρίσκο. Η στρατολόγηση λαμβάνει χώρα κυρίως μέσω social media (Facebook, Instagram, Snapchat), μέσω email, viber, WhatsApp, κτλ., καθώς και απευθείας με φυσική παρουσία. Θύματα είναι συνήθως φοιτητές, άνεργοι και άτομα με οικονομικά προβλήματα, τα οποία αγνοούν ότι μέσω των ενεργειών τους καθίστανται συνένοχοι σε αξιόποινη πράξη θεωρώντας ότι η μεταφορά χρημάτων είναι μέρος της δουλειάς τους. Κατά μέσο όρο στοχοποιούνται άτομα κάτω των 35 ετών, ωστόσο τελευταία παρατηρείται όλο και πιο συχνά η στρατολόγηση νεότερων ατόμων (από 12 μέχρι 21 ετών), λόγω της εξοικείωσής τους με το Διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Παρά το γεγονός ότι η διαδικασία του money muling στηρίζεται στην εκμετάλλευση της άγνοιας του θύματος (το οποίο πιστεύει ότι βγάζει εύκολο κέρδος από νόμιμη εργασία), υπάρχουν κάποιες προειδοποιητικές ενδείξεις για το εάν μια αγγελία εργασίας, ενδεχομένως, είναι ψευδής άρα και υποκρύπτει κάποια παράνομη δραστηριότητα: i) τα email, μέσω των οποίων διαφημίζεται η «νόμιμη» θέση εργασίας είναι κακογραμμένα και με ορθογραφικά λάθη, ενώ συχνά εμφανίζονται να προέρχονται από υπαρκτή εταιρεία με υπαρκτή ιστοσελίδα, την οποία, όμως, οι δράστες έχουν αντιγράψει για λόγους αληθοφάνειας, ii) η θέση εργασίας εμφανίζεται να προέρχεται, συνήθως, από μια διεθνή εταιρεία που αναζητά αντιπροσώπους σε τοπικό/εθνικό επίπεδο («local/national representatives») που να ενεργούν εκ μέρους της, προκειμένου η ίδια να αποφύγει τους τοπικούς υψηλούς φόρους και έξοδα συναλλαγών, iii) η θέση εργασίας δεν κατονομάζει ούτε τα απαραίτητα προσόντα που θα πρέπει να έχει ο υποψήφιος (πτυχία, εμπειρία, κτλ), ούτε τα καθήκοντά του και iv) επειδή όλες οι συναλλαγές θα διεξάγονται ηλεκτρονικά (online) πάντα αναφέρεται στην αγγελία ότι ο υποψήφιος θα χρησιμοποιεί τον δικό του τραπεζικό λογαριασμό για τη μεταφορά των χρημάτων (τα στοιχεία του οποίου, λογαριασμού, θα πρέπει να δώσει όταν του ζητηθούν), από όπου και θα αποκομίζει εγγυημένο κέρδος με ελάχιστο κόπο.
Στις περιπτώσεις που κάποιος πέσει θύμα της ανωτέρω μορφής εξαπάτησης, πρέπει να ενημερώσει άμεσα την Αστυνομία και την τράπεζα όπου τηρεί τον τραπεζικό του λογαριασμό. Σε επίπεδο πρόληψης, συνίσταται η αποφυγή κοινοποίησης στοιχείων τραπεζικών λογαριασμών σε άγνωστα άτομα, η διασταύρωση, στο μέτρο του δυνατού, των στοιχείων της εταιρείας που προσφέρει τη θέση εργασίας, καθώς και σε περίπτωση λήψης email με αντίστοιχη προσφορά εργασίας, η διαγραφή του (ώστε να μην ενεργοποιηθεί και ο σύνδεσμος που συνήθως συμπεριλαμβάνεται σε αυτό).
Πηγή:
Ένας από τους σκοπούς του CSI Institute είναι η άμεση, έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση όλων των πολιτών. Πάντα κοντά σας για ενημέρωση και επαγρύπνηση.