Με αφορμή τα τελευταία τεκταινόμενα στη χώρα μας, με την επίθεση έξι νεαρών εναντίον 26χρονης κοπέλας στην παραλία της Αγίας Μαρίνας, θεωρείται απαραίτητο να γίνει μία συζήτηση σχετικά με την «έμφυλη βία» και μία από τις ποικίλες εκφάνσεις της, δηλαδή την σεξουαλική παρενόχληση/επίθεση και τον εξευτελισμό μιας γυναίκας στο δημόσιο χώρο. Η έμφυλη βία περιλαμβάνει οποιαδήποτε επιβλαβή πράξη, κατά της αξιοπρέπειας και ακεραιότητας όλων όσων την υφίστανται και πλήττει κυρίως τα κορίτσια και τις γυναίκες, αλλά και τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, καθώς χρησιμοποιείται ως σωφρονισμός απέναντι σε όσους και όσες «αψηφούν τις νόρμες του κοινωνικού φύλου». Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο είδος βίας δεν αναγνωρίζει ηλικία, μορφωτικό επίπεδο, κοινωνικό status, ή εθνικότητα.
Τέτοια περιστατικά σαν αυτό που έλαβε χώρα στην Αγία Μαρίνα παραμένουν δυστυχώς καθημερινή πραγματικότητα και υπενθυμίζουν ότι η έμφυλη βία δεν περιορίζεται στους τοίχους ενός σπιτιού. Οι γυναίκες υπομένουν σε μόνιμη βάση ενέργειες που στην κοινή σκέψη δεν είναι κατακριτέες, συχνά δικαιολογούνται, και δεν συζητιούνται εκτενώς ώστε να προβληθεί η προβληματική τους φύση. Πέραν του οικογενειακού πλαισίου και ενός ευρύτερου κοινωνικού κύκλου, οι γυναίκες και η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα αντιμετωπίζουν κινδύνους και από άγνωστα άτομα στο δρόμο, πράξεις οι οποίες αποτελούν σεξουαλική παρενόχληση προς το πρόσωπο τους. Όπως για παράδειγμα το “catcalling”, δηλαδή τα χυδαία σχόλια/σφυρίγματα προς το μέρος τους, τα μη συναινετικά αγγίγματα στα μέσα μαζικής μεταφοράς, η ακούσια φωτογράφιση των απόκρυφων σημείων τους σε δημόσιο χώρο (upskirting/downblousing) και η συνεχής επιτακτική παρακολούθησή τους (stalking). Ακόμα και ένα «αθώο» σεξουαλικό υπονοούμενο μπορεί να προκαλέσει πανικό, φόβο και άγχος στο εκάστοτε άτομο που το λαμβάνει, καθώς κρύβει από πίσω μια τάση υπερσεξουαλικοποίησης του σώματος του. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ένα πρόσφατο συμβάν με γνωστό δημοσιογράφο που φαίνεται να «εκθείασε» επιβάτισσα πλοίου σε ζωντανό ρεπορτάζ στην τηλεόραση λόγω της εξωτερικής της εμφάνισης, με αποτέλεσμα η κοπέλα αυτή να δεχθεί πολλαπλά μηνύματα σεξουαλικού περιεχομένου και προσβολών, χωρίς να έχει συναινέσει ποτέ στην προβολή της στην τηλεόραση.
Επιστρέφοντας στο συμβάν στην Αγία Μαρίνα, αποδόθηκε σε πολιτιστικό υπόβαθρο στον τρόπο σκέψης πολλών ατόμων, λόγω του ότι οι δράστες είναι αλλοδαποί και γιατί «τέτοια κάνουν αυτοί στις γυναίκες στην χώρα τους». Ωστόσο άτομα με ανάλογο σκεπτικό αδυνατούν να αντιληφθούν ότι η καταγωγή δεν αποτελεί αποκλειστικό κριτήριο για το προφίλ ενός σεξουαλικού δράστη, καθώς έχουν παρατηρηθεί εξίσου υπέρ το δέον νούμερα ημεδαπών δραστών, συσχετιζόμενων με σεξουαλικές επιθέσεις και παρενοχλήσεις. Η υπερσεξουαλικοποίηση και η εκμετάλλευση του γυναικείου σώματος υποκινούνται από κάτι πέραν της καταγωγής, τα ήθη, τα έθιμα και τις ρίζες ενός ατόμου. Εναποθέτονται πάνω στην προβληματική κουλτούρα, μέσω της οποίας γαλουχείται μέχρι και η σημερινή γενιά παιδιών ακόμα και στις πιο εξελιγμένες χώρες, μια κουλτούρα που παρουσιάζει τις γυναίκες σαν αντικείμενα εκμετάλλευσης, σαν υποδεέστερες προσωπικότητες, σαν μηχανές ηδονής και σαν παθητικά σεξουαλικά υποκείμενα.
Η Κουλτούρα των Bystanders
Η επίθεση της 26χρονης έγινε σε κοινή θέα, σε ένα πάρκινγκ, με αρκετό κόσμο παρών ο οποίος ωστόσο παρέμεινε άπραγος. Οι δράστες θορυβήθηκαν μόνο στην εμφάνιση του συζύγου της κοπέλας και μετά από απειλή για κλήση στην Αστυνομία. Εν τω μεταξύ, γιατί κανείς δεν προέβη σε κάποιου είδους παρέμβαση, ώστε να βοηθήσει την κοπέλα που έπρεπε να αντιμετωπίσει έξι δράστες ταυτόχρονα, οι οποίοι επίσης την βιντεοσκοπούσαν παράνομα;
Τα θύματα δημόσιων σεξουαλικών επιθέσεων/παρενοχλήσεων έχουν να αντιμετωπίσουν και μία ακόμα προβληματική και άκρως επικίνδυνη έκφανση αυτών των περιστατικών, την κουλτούρα των “bystanders”. Των ατόμων δηλαδή που παραμένουν απλοί παρατηρητές, ενώ βλέπουν έναν άνθρωπο δίπλα τους να υποφέρει. Αυτοί οι άνθρωποι εν αγνοία τους γίνονται συνεργοί στο εκάστοτε έγκλημα που διαδραματίζεται μπροστά τους, καθώς διαιωνίζουν την ελευθερία που αισθάνονται οι δράστες ώστε να επιτίθενται. Όταν γνωρίζουν ότι είναι σχεδόν απίθανο κανείς να επέμβει και να τους σταματήσει, οποιοδήποτε ψήγμα αυτοσυγκράτησης αυτομάτως ματαιώνεται. Επομένως, όταν κάνουμε λόγο για έμφυλη βία και εξευτέλιση των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στον δημόσιο χώρο, οφείλουμε να αναφερόμαστε και σε μια ακόμα άκρως προβληματική έκφανση του φαινομένου, αυτή των bystanders και της έλλειψης δημόσιας κατακραυγής.
Ένα τελευταίο σχόλιο σχετικά με το συμβάν που αξίζει προσοχή, είναι το γεγονός ότι οι δράστες βιντεοσκοπούσαν ζωντανά την επίθεση προς την κοπέλα. Αυτό συνεπάγεται ότι υπήρχε πιθανόν κάποιο κοινό που παρακολουθούσε την επίθεση, ένα φαινόμενο που είναι άρτια συνυφασμένο με την ηδονοβλεψία καθώς και με την βιομηχανία της πορνογραφίας. Από την άλλη, οι δράστες επιθυμούσαν να γνωστοποιήσουν την κακοποίηση της κοπέλας σε κάποιου είδους πλατφόρμα, καθώς την μαγνητοσκοπούσαν πριν καν της επιτεθούν. Αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν την ανάγκη αυτή της αυτοπροβολής της εξουσίας πάνω στο γυναικείο κορμί και της επιθυμία προσβολής της γυναικείας ταυτότητας δημόσια. Σε αυτό το σημείο, αρκεί μόνο να αναρωτηθούμε: Θα έσκιζαν τα ρούχα ενός άνδρα; Θα τον αντιμετώπιζαν αντίστοιχα σαν σεξουαλικό αντικείμενο; Θα τον εξευτέλιζαν δημόσια; Γιατί δεν επιτελούνται επιθέσεις με τον ίδιο βαθμό και της ίδιας φύσης απέναντι στους άνδρες; Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά;
Λαμβάνοντας όλες τις παραπάνω ερωτήσεις υπόψη, η απάντηση φαίνεται να είναι απλή. Τα φαινόμενα αυτά έχουν καλλιεργήσει την έννοια της έμφυλης βίας. Μιας μορφής βίας που επιβάλλεται απέναντι στο, λανθασμένα χαρακτηρισμένο, «ασθενές» φύλο και σε μειονοτικές ομάδες, που εκδηλώνεται είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό χώρο, που προκαλείται είτε από ξένους είτε από οικεία και κοντινά πρόσωπα, που σαν σκοπό βρίσκει την εκτόνωση της ανδρικής κυριαρχίας, την ικανοποίηση των σεξουαλικών ορέξεων, την επιβολή του φόβου και την τιμωρία σε οποιονδήποτε «εξοκείλει του κοινωνικού του ρόλου». Μέρος αυτής της βίας είναι και οι παρατηρητές τέτοιων πράξεων που παραμένουν άπραγοι, όντας συνένοχοι με τους δράστες, καθώς και αυτοί που παρακολουθούν ή δημοσιοποιούν online το εκάστοτε υλικό που μεταδίδεται.
Επομένως, δεν αρκεί μόνο ο σωφρονισμός των άμεσων θυτών μέσω ενός συστήματος δικαιοσύνης, αλλά και η καθοδήγηση των έμμεσων θυτών – bystanders μέσα από ένα σύστημα εκπαίδευσης, ώστε να μάθουν να συμμετέχουν ενεργά στην εξάλειψη τέτοιων μισογυνιστικών προτύπων και επιθέσεων, ώστε να μην θεωρούν φυσιολογικό τον διασυρμό και την εκμετάλλευση ενός γυναικείου ή ΛΟΑΤΚΙ+ κορμιού, είτε στην πραγματική ζωή, είτε στην διαδικτυακή πραγματικότητα.
Πηγή:https://diotima.org.gr/pente-erotiseis-kai-apantiseis-gia-ti/
Ονομάζομαι Τζίνα Λαγκαδινού, είμαι Διευθύντρια Δημοσίων Σχέσεων και Εξωστρέφειας και Επιστημονικά Υπεύθυνη στο Διεθνές Ινστιτούτο Κυβερνοασφάλειας, με έδρα την Αθήνα (CSI Institute). Μεταπτυχιακή Απόφοιτη Εγκληματολογίας από το KU Leuven Πανεπιστήμιο του Βελγίου, με ειδίκευση στο σεξουαλικό έγκλημα και τις εκφάνσεις του στον κυβερνοχώρο, προπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και πιστοποίηση εκπαιδευτικού σεμιναρίου στον κλάδο της Εγκληματολογικής Ψυχολογίας από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.