Γράφει η Βούλτσου Βίκυ, μεταπτυχιακή φοιτήτρια Εγκληματολογικής Ψυχολογίας
Ζούμε στην γενιά των social media (μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Είναι αρκετά δύσκολο να βρεις κάποιον που να μην είναι ενεργό μέλος. Έχουν αποκτήσει έναν βασικό ρόλο πλέον στη ζωή μας, καθώς είναι το μέσο με το οποίο επικοινωνούμε περισσότερο. Αρχικά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δημιουργήθηκαν για να επικοινωνεί ο κόσμος με φίλους και συγγενείς. Η επικοινωνία αυτή έχει διάφορες μορφές, είτε είναι με μηνύματα, με ένα τηλεφώνημα, μια βιντεοκλήση, μια φωτογραφία, ένα σχόλιο ή και ένα βίντεο. Με το πέρασμα των χρόνων, χρησιμοποιήθηκαν από επιχειρήσεις που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν μια νέα δημοφιλή μέθοδο επικοινωνίας για να προσεγγίσουν τους πελάτες τους. Η δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι η δυνατότητα σύνδεσης και ανταλλαγής πληροφοριών με οποιονδήποτε στη Γη ή με πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα. Τι είναι όμως αυτό που μας ωθεί ώστε να ανεβάζουμε συνεχώς πληροφορίες για το πως είναι η μέρα μας, που βρισκόμαστε ή για πράγματα που μας συμβαίνουν;
Ανεβάζουμε συνήθως κάτι το οποίο κάνουμε, όπως μια δραστηριότητα, μια γιορτή ή ακόμη και ότι χαλαρώνουμε κάπου με σκοπό να το δουν οι ακόλουθοί μας. Σε κάποιες περιπτώσεις ανεβάζουμε απλά γιατί θέλουμε να μοιραστούμε με τους ανθρώπους μας ένα μέρος της ζωής μας και να τους δείξουμε σε τι φάση βρισκόμαστε. Μέσα από τα post που ανεβάζουμε, θρέφουμε δεσμούς και διατηρούμε σχέσεις. Πολλοί άνθρωποι λατρεύουν την επικοινωνία και το να ανεβάζουν πληροφορίες στο διαδίκτυο τους βοηθά να διατηρήσουν τους υπάρχοντες δεσμούς ή να δημιουργήσουν καινούριους. Σύμφωνα με ένα άρθρο του «New York Times», το 73% των ανθρώπων μοιράζονται περιεχόμενο στο διαδίκτυο, για να γνωρίσουν ανθρώπους με παρόμοια ενδιαφέροντα και το 78%, για να έχουν τη δυνατότητα να αλληλεπιδράσουν με ανθρώπους, που σε άλλες περιπτώσεις δε θα διατηρούσαν επαφές.
Ένας άλλος λόγος που ανεβάζουμε υλικό είναι η βελτίωση της διάθεσής μας. Η απόκτηση «likes» προκειμένου να συγκρίνει κανείς την αξία του με τους άλλους είναι μια μορφή κοινωνικής ανταγωνιστικότητας. Η προσπάθεια να προσελκύσει κανείς την προσοχή των άλλων με την ελπίδα να κερδίσει ευνοϊκά σχόλια είναι γνωστή ως αναζήτηση προσοχής. Οι Wilcox & Steven βρήκαν στην έρευνα τους του 2012 ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αυξάνουν την αυτοεκτίμηση, καθώς οι άνθρωποι παρουσιάζονται στους άλλους ως κοινωνικά επιθυμητοί και με θετική αυτοαντίληψη, όταν βρίσκονται στο διαδίκτυο. Αυτό δίνει μια αύξηση στην αυτοεκτίμηση, αλλά δημιουργεί και μια συνεχή πίεση για το ότι πρέπει το άτομο να δείχνει μια εικόνα της ζωής του η οποία είναι τέλεια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την επισκίαση του πραγματικού εαυτού και τη δημιουργία μιας ουτοπικής ζωής, την οποία ζηλεύουν οι υπόλοιποι. Το κλειδί σε αυτό είναι να θυμόμαστε όλοι, ότι δεν είναι αληθινά όλα όσα βλέπουμε.
Μια άλλη πτυχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι η συναίνεση. Έχουμε γίνει όλοι το εξοικειωμένοι με το γεγονός να ανεβάζουμε υλικό για να το βλέπει όλος ο κόσμος, που ξεχνάμε ότι κάποιοι δε θέλουν αυτό το φως της δημοσιότητας. Για παράδειγμα, τον περασμένο χρόνο μια γυναίκα πρωταγωνίστησε σε ένα TikTok, χωρίς τη θέλησή της. Ένας άγνωστος άνδρας της χάρισε μια ανθοδέσμη και μετά απομακρύνθηκε δίνοντας συγχαρητήρια στον εαυτό του με το σκεπτικό ότι ήταν μια πράξη για να της φτιάξει την ημέρα. Στο σχόλια όλοι την χαρακτήριζαν ως μοναχική και στεναχωρημένη και ότι η πράξη αυτή ήταν μια πράξη καλοσύνης. Ωστόσο, η ίδια διαφώνησε με αυτόν τον χαρακτηρισμό και δήλωσε ότι η όλη υπόθεση ήταν «απάνθρωπη». Δεν είχε ζητήσει να διακοπεί η μέρα της, πόσο μάλλον να βρεθεί στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος.
Παρόμοιο είναι και το φαινόμενο με γονείς που ανεβάζουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα ανήλικα παιδιά τους. Ένα παιδί δε μπορεί να δώσει τη συγκατάθεση του για το εάν θέλει να υπάρχει το πρόσωπο του στο διαδίκτυο. Ποια είναι λοιπόν η προστασία που λαμβάνει ένα παιδί ακόμη και από τους ίδιους τους γονείς του που το ανεβάζουν στο διαδίκτυο είτε με θετική είτε με αρνητική πρόθεση; Γίνονται πολλαπλές προσπάθειες να εξελιχθούν οι νόμοι, ώστε να χειρίζονται τα σενάρια που προκύπτουν από μη συναινετικά δημοσιεύματα, που έφεραν μη επιθυμητή δημοσιότητα στα απεικονιζόμενα πρόσωπα, ειδικά όσον αφορά τα παιδιά. Η Irina Raicu από το Πρόγραμμα Ηθικής του Διαδικτύου του Πανεπιστημίου της Σάντα Κλάρα επισημαίνει ότι ένας πρόσφατος γαλλικός νόμος δίνει το δικαίωμα στα παιδιά να απαιτούν από τις πλατφόρμες να διαγράψουν κάθε ίχνος τους μόλις γίνουν 16 ετών. Επίσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξετάζουν έναν παρόμοιο νόμο, όπου μια γυναίκα, η οποία και κατέθεσε ενώπιον της επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων δήλωσε ότι, οι λεπτομέρειες της πρώτης περιόδου της μετατράπηκαν σε περιεχόμενο.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν εισβάλλει τόσο έντονα στην ζωή μας, που είναι κάτι φυσικό για τους περισσότερους από εμάς, η παρουσία μας να βρίσκεται στο διαδίκτυο. Ίσως, να σκεφτόμαστε ότι δεν είναι σπουδαίο να γίνει ένα καταλάθος «photobomb» με ένα άγνωστο πρόσωπο σε μια φωτογραφία ή ένα βίντεο, ή ακόμη και να τους ανεβάσουμε χωρίς να ζητήσουμε την άδεια τους. Ωστόσο είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι δε θέλουν όλοι να υπάρχει το πρόσωπό τους στο διαδίκτυο.
Πηγές:
https://www.wired.com/story/social-media-privacy-consent/
https://www.almondsolutions.com/blog/why-do-people-post-on-social-media
Η εθελοντική ομάδα του CSI Institute, αποτελούμενη από εξειδικευμένους επιστήμονες όπως, ψυχολόγους, εγκληματολόγους, κοινωνιολόγους καθώς και τεχνικούς δικτύων & πληροφορικής, είναι κοντά σας παρέχοντας πληροφορία, ενημέρωση και γνώση μέσα από ποικίλα θέματα αρθρογραφίας.