Το ζήτημα της τιμωρίας στο πλαίσιο της οικογένειας αποτελεί αντικείμενο έντονου προβληματισμού και οι απόψεις γύρω από αυτήν διίστανται. Από τη μία, υπάρχουν ένθερμοι υποστηρικτές της τιμωρίας, ενώ από την άλλη κάποιοι θεωρούν ότι έχει αμφίβολη αποτελεσματικότητα.
Είναι κοινός τόπος ότι η οικογένεια αποτελεί μικρογραφία της κοινωνίας. Συνεπώς, κρίνεται απαραίτητο να διέπεται, όπως και αυτή, από συγκεκριμένους κανόνες οι οποίοι θα εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία της, καθώς και την απρόσκοπτη τέλεση της αποστολής της, η οποία έγκειται στην κοινωνικοποίηση και την ηθική διάπλαση των παιδιών. Η μη τήρηση των κανόνων αυτών, επομένως, ελλοχεύει πλήθος κινδύνων, άρα είναι εξίσου απαραίτητη η θεσμοθέτηση κάποιων ορίων. Τα όρια δεν πρέπει να μας φοβίζουν, καθώς δεν απειλούν τη συναισθηματική ασφάλεια στις σχέσεις, αλλά εστιάζουν στην ικανότητα του παιδιού να κάνει εποικοδομητικές επιλογές.
Ως φορέας κοινωνικοποίησης όπως προείπαμε, η οικογένεια οφείλει να εμφυσήσει στα παιδιά τους κοινωνικούς κανόνες, γεγονός στο οποίο θα συμβάλει και η επιβολή τιμωριών. Άρα, η τιμωρία, υπό αυτήν την έννοια, έχει παιδευτικό χαρακτήρα και ενισχύει τη σωστή διαμόρφωση του χαρακτήρα του παιδιού, αφού συνδράμει στη συνειδητοποίηση, από μέρους του, της ανάγκης συμμόρφωσης με τις κοινωνικές αρχές, ενώ, συγχρόνως, του υποδεικνύει τι είναι ορθό και τι όχι. Αντίθετα, η μη ύπαρξη κυρώσεων ενθαρρύνει τις όποιες λανθασμένες συμπεριφορές. Αυτό έχει ως συνέπεια τη συχνή επανάληψη απαγορευμένων πράξεων. Μάλιστα, εάν υπάρχουν περισσότερα από ένα παιδιά στην οικογένεια, η ατιμώρητη συμπεριφορά του ενός μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση και να πυροδοτήσει ασύδοτες συμπεριφορές και στα άλλα μέλη της οικογένειας.
Η επικράτηση ενός πνεύματος άμετρης ελευθερίας εκλαμβάνεται από ορισμένα παιδιά ως αδυναμία των γονέων να επιβάλουν την πειθαρχία. Αυτό, λοιπόν, μπορεί να αποτελέσει τη γενεσιουργό αιτία του ελλιπούς σεβασμού των παιδιών απέναντι στους γονείς τους. Το παιδί εθίζεται στο να λειτουργεί αυθαίρετα, έξω από οποιοδήποτε πλαίσιο κανόνων, γεγονός που θα παρακωλύσει την μετέπειτα ένταξή του στην κοινωνία.
Πέραν του ότι η υπερβολική ελαστικότητα μεταλαμπαδεύει αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα όσον αφορά στον σεβασμό και στην πειθαρχία, συχνά μπορεί να παρερμηνευθεί από τα παιδιά ως αδιαφορία, που θα έχει καταστρεπτικές συνέπειες στον ψυχισμό τους. Άρα, είναι σημαντικό να μην παραγκωνίζουμε τις θετικές επιδράσεις της τιμωρίας στο όνομα μίας δήθεν προοδευτικής αντίληψης περί επιείκειας, η οποία δεν ανταποκρίνεται σε καμία περίπτωση στις πραγματικές ανάγκες του παιδιού και του εφήβου.
Βέβαια, οφείλουμε να καθορίσουμε τις προϋποθέσεις οι οποίες θα λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή των όποιων τιμωριών. Το μέγεθος του παραπτώματος, για παράδειγμα, δε γίνεται να παραβλέπεται στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με το τι είδους τιμωρία πρέπει να οριστεί. Και φυσικά, κάθε φορά, ο γονέας καλείται, εκτός από την επιβολή κυρώσεων, να αναζητήσει τις αιτίες πίσω από την κάθε πράξη. Εάν, παραδείγματος χάρη, το παιδί ζωγράφισε τον τοίχο κατά τη διάρκεια ενός καυγά των γονιών του, σε μία προσπάθεια να σταματήσει τη λογομαχία και να τους τραβήξει την προσοχή, δεν πρέπει να τιμωρηθεί το ίδιο αυστηρά με ένα παιδί που προέβη στην ίδια πράξη επειδή δεν του αγόρασαν ένα παιχνίδι. Στην πρώτη περίπτωση βλέπουμε τη λανθασμένη συμπεριφορά να κινητοποιείται από αγνές προθέσεις, ενώ στη δεύτερη υποδηλώνεται μειωμένη ανοχή στη ματαίωση, η οποία πρέπει να διορθωθεί, αλλιώς ο μελλοντικός ενήλικας θα αντιμετωπίσει προβλήματα στη ζωή, που αδιαμφισβήτητα είναι γεμάτη ματαιώσεις.
Επίσης, η μεταστροφή ή όχι του παιδιού μετά την τέλεση της αξιόμεμπτης πράξης είναι πολύ σημαντικός παράγοντας. Όταν το παιδί κατανοεί το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε, μετανοεί και προθυμοποιείται να διαφοροποιήσει τη συμπεριφορά του, αυτό αποτελεί ένδειξη ότι η επιβολή της ποινής είναι περιττή, εφόσον η μεταμέλεια έχει ήδη επέλθει. Ακόμη, οι γονείς δεν πρέπει να αποποιούνται των ευθυνών τους. Δηλαδή, προτού το παιδί κάνει μία “κακή” πράξη, πρέπει να του έχει γίνει σαφές ότι αυτή είναι ανεπίτρεπτη, διαφορετικά δεν μπορεί να γνωρίζει ότι πράττει λανθασμένα. Εάν ο γονέας έχει αδιαφορήσει και δεν έχει δώσει το έναυσμα στο παιδί να απομακρυνθεί από ανάρμοστες συμπεριφορές, τότε κατέχει και ο ίδιος μεγάλο μερίδιο ευθύνης.
Όσον αφορά στη σωματική τιμωρία, ακόμη και εάν επιβληθεί ως έσχατη λύση, θα πρέπει να θεωρηθεί ως είδος αποτυχίας στην επικοινωνία γονέα – παιδιού. Αναστέλλει μόνο προσωρινά τη συμπεριφορά, ενώ τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματά της είναι περισσότερο επιβλαβή παρά χρήσιμα. Τέλος, είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε ότι πέραν από την τιμωρία και την αποδοκιμασία για τις ανεπιθύμητες πράξεις, εξίσου σημαντική, είναι η επιβράβευση και η επιδοκιμασία για τις επιθυμητές πράξεις. Μόνο ένα από τα δύο είδη παρεμβάσεων δεν αρκεί για τη συμμόρφωση του παιδιού.
Σε γενικές γραμμές, οι τιμωρίες αποτελούν ένα χρήσιμο εργαλείο, με το οποίο οι γονείς μαθαίνουν στο παιδί ότι κάθε πράξη έχει μία αντίστοιχη συνέπεια και έτσι το βοηθούν να εξασκηθεί στην αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Όταν μια τιμωρία εφαρμόζεται με συνέπεια και σταθερότητα, κάθε φορά που συμβαίνει το ίδιο παράπτωμα, ισχύει για όλα τα μέλη της οικογένειας, δεν είναι εξοντωτική, λαμβάνει χώρα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον στοργής και αγάπης και εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους επιβάλλεται, τότε και μόνο τότε είναι αποτελεσματική.
Ονομάζομαι Βουρλιωτάκη Αγγελική και είμαι τελειόφοιτη του τμήματος Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη διάρκεια των σπουδών μου έχω παρακολουθήσει σεμινάρια πάνω στην εγκληματολογία, ενώ τη συγκεκριμένη περίοδο παρακολουθώ διαδικτυακό σεμινάριο με θέμα την Ψυχολογία της Ποινικής Δικαιοσύνης από το Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ της Αυστραλίας. Ασχολούμαι ενεργά με την αρθρογραφία και κάνω την πρακτική μου άσκηση στο Διεθνές Ινστιτούτο για την Κυβερνοασφάλεια, συμμετέχοντας στη συγγραφή άρθρων και στη γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης.