Στις μέρες μας τα προγράμματα παρακολούθησης κινητών τηλεφώνων, πάνε και έρχονται στο διαδίκτυο, υποσχόμενα πλήρη έλεγχο σε γονείς και εργοδότες κυρίως, χωρίς βέβαια να περιορίζονται μόνο σε αυτούς, αφού χρησιμοποιούνται ευρύτατα και για παρακολούθηση συζύγων, συντρόφων κλπ. Και ας πούμε ότι πολύ ωραία όλα αυτά υπάρχουν, γιατί όμως πρέπει ντε και καλά να τα χρησιμοποιήσουμε κιόλας;
Τι ακριβώς μας προσφέρει η ακατάπαυστη και λεπτομερής παρακολούθηση των κινήσεων των δικών μας ανθρώπων; Πρώτα από όλα αν, είναι όντως δικοί μας άνθρωποι, θα έπρεπε να χαίρουν της εμπιστοσύνης και του σεβασμού μας, κάτι που αυτομάτως αναιρείται όταν μπαίνουμε στη διαδικασία να τους παρακολουθούμε. Διότι όταν παρακολουθείς κάποιον παύεις να σέβεσαι τον ίδιο αλλά και τον εαυτό σου. Δεν σέβεσαι την προσωπικότητα του, την ελευθερία του, δεν σέβεσαι τον ίδιο σαν άνθρωπο. Δεν του αφήνεις κανένα περιθώριο για προσωπικό χώρο και χρόνο, για προσωπικές σκέψεις και αναζητήσεις, για ελεύθερο διάλογο και συζήτηση. Στην ουσία του επιβάλλεις μία μορφή ψυχολογικού βιασμού και εκβιασμού.
Η όποια εμπιστοσύνη δε υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων χάνεται ανεπιστρεπτί, είτε η παρακολούθηση γίνεται κατόπιν συναίνεσης, είτε γίνεται ερήμην του θύματος. Η εμπιστοσύνη είναι πάρα πολύ δύσκολο να καλλιεργηθεί, όταν μιλάμε για γονεϊκές σχέσεις ή να κερδηθεί, όταν μιλάμε για άλλου είδους σχέσεις και συνήθως χρειάζεται πάρα πολύ κόπο και χρόνο και από τις δύο πλευρές. Τόσο όμως η προσπάθεια για να φτάσουμε στο σημείο που λέμε ότι εμπιστευόμαστε κάποιον, όσο και τα στάδια που περνάμε, μας προσφέρουν ανεκτίμητα μαθήματα ζωής και χτίζουν πολύ δυνατές σχέσεις.Όταν όμως η πίστη μας σε ένα πρόσωπο βασίζεται σε “ρουφιάνους” είναι αυτονόητο, ότι για όποιας μορφής σχέση και αν μιλάμε, να βρίθει προβλημάτων και σκοτεινών σημείων, αφού στην πραγματικότητα δεν έχουμε εμπιστευτεί ένα πρόσωπο, αλλά ένα μηχάνημα που μας επιτρέπει να παρακολουθούμε έναν άνθρωπο από μακριά. Δεν γνωρίζουμε λοιπόν αυτόν τον άνθρωπο, απλώς ζούμε μέσα από τη δική του ζωή και σπαταλάμε τη δική μας.
Υπάρχουν πολλοί όμως που ισχυρίζονται ότι αυτά τα προγράμματα προσφέρουν κάποιου είδους ασφάλεια και σου δίνουν την αίσθηση ότι βρίσκεσαι συνεχώς μαζί με τον άλλον. Ξεκινώντας από την ασφάλεια, είτε πρόκειται για συναισθηματική, είτε για φυσική, να πούμε ότι αρχικά η ψυχολογική ασφάλεια είναι κάτι που αφορά τον καθένα μας και το καλλιεργούμε για τον εαυτό μας. Αν νιώθουμε εμείς ανασφαλείς κανένα πρόγραμμα παρακολούθησης δε θα μας λύσει αυτό το πρόβλημα γιατί στην ουσία έρχεται από μέσα μας και δεν προκαλείται από κανέναν άλλον. Όσον αφορά τη φυσική ασφάλεια (παρακολουθώ το παιδί μου για να είμαι σίγουρος ότι είναι καλά), αν έχουμε φροντίσει να δώσουμε τις σωστές βάσεις, συνήθειες και κατευθύνσεις στο παιδί, τότε μπορούμε να ξέρουμε ότι ειδικά από κάποια ηλικία και μετά είναι ικανό ή να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο ή να μας ενημερώσει για αυτόν και άρα να τον αντιμετωπίσουμε μαζί. Επιπλέον ούτε σε αυτήν την περίπτωση το πρόγραμμα παρακολούθησης μπορεί να εγγυηθεί την πρόληψη ή αντιμετώπιση του κινδύνου, αφού αυτός, συνήθως δεν έρχεται κατόπιν συνεννόησης.
Τέλος να πούμε ότι ειδικά στις περιπτώσεις, όπου οι γονείς επιλέγουν τέτοια προγράμματα για τα παιδιά τους, δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στα παιδιά τη στιγμή που επί της ουσίας τους περνούν το μήνυμα, ότι είναι ανίκανα και ανώριμα για να μπορούν να αντιμετωπίσουν μόνα τους τη ζωή. Άρα δεν τους δίνουν τη δύναμη και την αυτοπεποίθηση που χρειάζονται για να πιστέψουν στις ικανότητές τους και τον εαυτό τους, αλλά δημιουργούν μία σχέση εξάρτησης. Επιπρόσθετα δεν καλλιεργούν τη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στα παιδιά και τους γονείς αλλά μία ιδιόμορφη σχέση όπου το παιδί νιώθει ότι τελεί υπό καθεστώς αστυνόμευσης.
Ένας από τους σκοπούς του CSI Institute είναι η άμεση, έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση όλων των πολιτών. Πάντα κοντά σας για ενημέρωση και επαγρύπνηση.