Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου πληροφορούμαστε για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και συγκεκριμένα για περιπτώσεις όπου οι γονείς βιαιοπραγούν έναντι στα παιδιά τους. Πέραν του ότι κάτι τέτοιο είναι εντελώς αντιπαιδαγωγικό, μπορεί να αφήσει σοβαρά ψυχικά σημάδια στα παιδιά, ενώ ενδέχεται να διαιωνίσουν και τα ίδια τον φαύλο κύκλο της βίας. Αναμφίβολα είναι μια συμπεριφορά που προσελκύει το ενδιαφέρον των ειδικών ψυχικής υγείας, ειδικότερα πάνω στη μελέτη του ερωτήματος “γιατί ένας γονέας φτάνει στο σημείο να βιαιοπραγήσει στο παιδί του;”. Κάθε συμπεριφορά που εμφανίζεται εξυπηρετεί μια λειτουργία για τον άνθρωπο που την υιοθετεί και τίποτα δεν εμφανίζεται χωρίς κάποιο συμπεριφορικό, βιολογικό, ή ψυχοδυναμικό υπόβαθρο.
Ο πρώτος και ο κυριότερος λόγος είναι το ότι ίδια πρότυπα συμπεριφοράς με αυτά που υιοθετούν, έχουν λάβει και από τους γονείς τους. Είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη η αντίληψη ότι η συμπεριφορά των γονέων επηρεάζει ασυνείδητα τη συμπεριφορά των παιδιών. Με άλλα λόγια, κάνουν ό,τι έκαναν οι γονείς τους γιατί αυτό έμαθαν. Ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι αυτό δεν ισχύει πάντα, καθώς πολλά παιδιά “ξεφεύγουν” από την πεπατημένη των γονιών τους. Παρόλα αυτά, συνήθως, εάν ο γονέας ως παιδί έχει δει ότι μέσα στο πρότυπο του γονέα συμπεριλαμβάνεται και η βία, τότε το αφομοιώνει και κατά τον γονεϊκό του ρόλο γίνεται κακοποιητικός. Θεωρεί ότι είναι φυσιολογικό και αποδεκτό, εφόσον το έχει ζήσει και ο ίδιος.
Επιπλέον, πολλές φορές ο γονέας δεν γνωρίζει κάποιον άλλον τρόπο διαχείρισης της συμπεριφοράς του παιδιού. Για παράδειγμα, όταν ένα παιδί κλαίει γιατί θέλει κάτι το οποίο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, θεωρεί ότι η μόνη λύση είναι η άσκηση βίας και όχι η συζήτηση. Συχνότερα, η βία χρησιμοποιείται και ως μέθοδος τιμωρίας, αγνοώντας τις πιο “λογικές μεθόδους”, όπως είναι η αφαίρεση ενός θετικού ενισχυτή. Σε ένα πιο ακραίο επίπεδο το παιδί δέχεται κακοποίηση χωρίς να έχει κάνει καν κάτι το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως “πταίσμα”. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως, η βία γίνεται συστηματική κακοποίηση επειδή οι ίδιοι οι γονείς δεν γνωρίζουν υγιείς τρόπους συμπεριφοράς.
Αν γενικεύονταν τα παραπάνω θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο γονέας μπορεί να είναι γενικότερα επιθετικός, ως σταθερό γνώρισμα της προσωπικότητάς του. Δηλαδή χρησιμοποιεί ευρύτερα την επιθετικότητα και τη βία ως μέσο διεκδίκησης ή λύσης των ζητημάτων που τον απασχολούν. Έχει δηλαδή δυσλειτουργικά μοτίβα συμπεριφοράς σε ένα γενικό επίπεδο, πράγμα που προφανώς δεν αφήνει ανεπηρέαστο τον γονεϊκό τομέα, μεταξύ άλλων.
Πέραν από τις γνωσιακές – συμπεριφορικές αιτίες, ενδέχεται η κακοποίηση να είναι αποτέλεσμα νευροβιολογικών παραγόντων. Μπορεί ο γονέας να είναι χρόνιος χρήστης ουσιών ή αλκοόλ, που αυτά με τη σειρά τους να προκαλούν συστηματικά ξεσπάσματα βίας και έτσι να γίνεται κακοποιητικός. Εκτός αυτών, μπορεί να πάσχει από κάποια σοβαρή ψυχική διαταραχή και οι νευροψυχολογικές ανωμαλίες που προκαλούνται, να έχουν σαν αποτέλεσμα ο γονέας να είναι διαρκώς βίαιος προς το παιδί του (π.χ. σχιζοφρένεια). Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι, μελέτες έχουν αποδείξει τη συσχέτιση της βλάβης του προμετωπιαίου φλοιού και της αμυγδαλής (σημείο του εγκεφάλου) με την αυξημένη εκδήλωση επιθετικότητας.
Τελειώνοντας, πρέπει να αποσαφηνιστεί η περιστασιακή χρήση βίας με την κακοποίηση – στη δεύτερη περίπτωση έχουμε συστηματική εκδήλωση βίαιων συμπεριφορών και σε αυτή έγινε αναφορά στο παρόν άρθρο. Αυτό που είναι σημαντικό είναι να υπάρχει μια καθοδήγηση για τους γονείς, ως προς το ποιες συμπεριφορές πρέπει να ακολουθούν για να μεγαλώσουν ψυχικά υγιή και ανθεκτικά παιδιά. Πρέπει να εξαλειφθεί η διαγενεακή εκδήλωση κακοποιητικών συμπεριφορών. Σε κάθε περίπτωση, ένας ειδικός ψυχικής υγείας θα μπορούσε να βοηθήσει κατάλληλα.
Ονομάζομαι Ειρήνη – Παναγιώτα Ραμαντάνη και είμαι τελειόφοιτη φοιτήτρια ψυχολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αυτό το διάστημα πραγματοποιώ την πρακτική μου άσκηση στο Διεθνές Ινστιτούτο Κυβερνοασφάλειας (CSI Institute). Παράλληλα είμαι εθελόντρια αρθρογράφος στο psychoedu.gr καθώς με ενδιαφέρουν θέματα ψυχοπαθολογίας. Επιπλέον έχω συμμετάσχει σε ορισμένα σεμινάρια της Α΄ Ψυχιατρικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ.