Γράφει η Τζίνα Λαγκαδινού, Μεταπτυχιακή Απόφοιτη Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου KU Leuven.
Το “revenge porn” έχει λάβει υπόσταση τα τελευταία χρόνια ως μια πρακτική που αφορά την μη συναινετική δημοσιοποίηση οπτικοακουστικού υλικού με σεξουαλικό (γυμνό ή ημίγυμνο) περιεχόμενο ενός ατόμου. Η ορολογία προέκυψε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αποδιδόμενη στην διάθεση του θύτη να βλάψει το θύμα μέσω αυτής της πρακτικής, ως μια μορφή εκδίκησης για κάποια επιθυμία του θύματος με την οποία δεν είναι σύμφωνος/η. Αυτές οι επιθυμίες συνήθως αφορούν τη λήξη μιας σχέσης από την πλευρά του θύματος, στην οποία αντιτίθεται ο θύτης ο οποίος και προχωρά στην διανομή και δημοσιοποίηση σεξουαλικού περιεχομένου του θύματος, είτε σε στενό κύκλο γνωστών ατόμων και οικογένειας του θύματος είτε σε διαδικτυακές πλατφόρμες, ιστοσελίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ωστόσο αυτή η ορολογία έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ερευνητές προβληματική, καθώς παραπέμπει στην βιομηχανία της πορνογραφίας και συχνά αποπροσανατολίζει την κοινή αντίληψη. Η βιομηχανία της πορνογραφίας είναι συνυφασμένη με την εκούσια σεξουαλική προβολή, με πρωταγωνιστές τις επαγγελματίες ηθοποιούς ερωτικών ταινιών. Ωστόσο, στην περίπτωση της δημοσιοποίησης υλικού με σεξουαλικό περιεχόμενο ενός ατόμου, συνήθως εκλείπει η συναίνεση και συγκατάθεσή του και η αυτοπροβολή του γίνεται ακούσια. Συνεπώς, αυτό καθιστά άτοπο η εν λόγω πρακτική να αντιστοιχείται με την βιομηχανία της πορνογραφίας, καθώς έτσι την παρουσιάζει ως εφάμιλλή της. Κατά αυτό τον τρόπο, παρερμηνεύονται και υποτιμούνται τόσο η πρόθεση του θύτη όσο και οι επιπτώσεις που έχει αυτή η ενέργεια στη ζωή του θύματος.
Επιπλέον, ο σκοπός του θύτη δεν είναι πάντα να βλάψει ή να εκδικηθεί το θύμα, καθώς ο λόγος της δημοσιοποίησης υλικού με σεξουαλικό περιεχόμενο μπορεί να οφείλεται σε πλάκα, σε επιθυμία καυχησιάς ενώπιον φίλων ή και για επίδειξη ισχύος και αυτοπροβολής. Επομένως, ο θύτης δεν τρέφει, κατά κανόνα, εκδικητικές διαθέσεις για το θύμα, καθώς υπάρχουν και άλλα αίτια τα οποία μπορεί να τον ωθήσουν στο να προβεί σε αυτή την πρακτική.
Στην προβληματική της ορολογίας έχει αναφερθεί εκτενώς και η κα Κέλλυ Ιωάννου, διευθύντρια του CSI Institute, σε σχετική της συνέντευξη στο postmodern.gr, στην οποία τόνισε ότι η ορολογία του «εκδικητικού πορνό» είναι επικίνδυνα παραπλανητική, και υπογράμμισε την σημασία ενός ορθού ονόματος για το φαινόμενο για την άμεση και σωστή αντιμετώπιση του. Ας μην ξεχνάμε ότι οι επιπτώσεις στην ζωή του θύματος μπορεί να είναι εξαιρετικά σοβαρές, ανεξαρτήτως της πρόθεσης του θύτη και μελετώντας αυτό το φαινόμενο η προσοχή οφείλει να στραφεί στα θύματα και στην πρόληψη τέτοιων περιστατικών.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι ακαδημαϊκοί Clare McGlynn και Erika Rackley εισήγαγαν έναν περιεκτικότερο ορισμό το 2017, ο οποίος κατονομάζει και εμπεριέχει ένα φάσμα πρακτικών που αφορούν την διαδικτυακή σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση, ονόματι «σεξουαλική κακοποίηση μέσω εικόνας» (“image–based sexual abuse”). Αυτός ο ορισμός έχει οικειοποιηθεί και υιοθετηθεί πλέον στα ακαδημαϊκά πλαίσια, και έχει επιπλέον χρησιμοποιηθεί για να προαχθούν κατάλληλα νομικά σχέδια τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, για την κατανόηση και την εν γένει καταπολέμηση του φαινομένου.
Η ορολογία αυτή περιλαμβάνει την λέξη «abuse», δηλαδή κακοποίηση, λέξη η οποία στοχεύει στο να ονοματίσει αυτές τις πρακτικές ως μίας μορφής «διαδικτυακού βιασμού», ούτως ώστε να συνδέσει και να αντιστοιχίσει τις επιπτώσεις αυτών των πρακτικών με αυτές που αντιμετωπίζουν και τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης. Πράγματι, μέσα από έρευνες με θύματα του διαδικτυακού βιασμού, έχει συχνά αναφερθεί ότι οι καταγεγραμμένες επιπτώσεις, είτε σωματικές είτε ψυχολογικές που βιώνουν και αντιμετωπίζουν, είναι παρόμοιες με αυτές που έχουν εκφράσει θύματα βιασμού στην πραγματική ζωή.
Υπέρ της υιοθέτησης αυτής της ορολογίας τάσσεται και η κα Ιωάννου, καθώς όπως υποστηρίζει, κατορθώνει να εστιάσει στην σοβαρότητα του φαινομένου, αλλά και να αναδείξει τις επιπτώσεις μιας τέτοιας πρακτικής στην ζωή του θύματος, επιρρίπτοντας την ευθύνη στο δράστη και όχι πια στο θύμα, όπως συνηθίζεται να συμβαίνει συχνά, έστω και ακούσια, με την χρήση της παραπλανητικής ορολογίας του «revenge porn».
Πηγές:
https://doi.org/10.1093/ojls/gqw033
Ονομάζομαι Τζίνα Λαγκαδινού, είμαι Διευθύντρια Δημοσίων Σχέσεων και Εξωστρέφειας και Επιστημονικά Υπεύθυνη στο Διεθνές Ινστιτούτο Κυβερνοασφάλειας, με έδρα την Αθήνα (CSI Institute). Μεταπτυχιακή Απόφοιτη Εγκληματολογίας από το KU Leuven Πανεπιστήμιο του Βελγίου, με ειδίκευση στο σεξουαλικό έγκλημα και τις εκφάνσεις του στον κυβερνοχώρο, προπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και πιστοποίηση εκπαιδευτικού σεμιναρίου στον κλάδο της Εγκληματολογικής Ψυχολογίας από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.