Ανθρώπινες Σχέσεις, Εγκλήματα, Συμπεριφορά, Ψυχική υγεία

Φάκελος «Γυναικοκτονία»: Ας λέμε τα πράγματα με το όνομα τους

Γράφει η Τζίνα Λαγκαδινού, Μεταπτυχιακή Απόφοιτη Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου KU Leuven

 

Η «γυναικοκτονία» (femicide) αποτελεί έναν όρο που αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1801 και παραμένει πιο επίκαιρος από ποτέ δύο αιώνες μετά. Βασική εισηγήτριά του στην νεότερη εποχή είναι η εγκληματολόγος Diana Russell, η οποία καθόρισε και τον τελικό ορισμό της λέξης το 1976. Η γυναικοκτονία λοιπόν, είναι μια πρακτική άρτια συνυφασμένη με την έμφυλη βία, και αφορά περιστατικά ανθρωποκτονίας γυναικών από πρόθεση, επειδή είναι γυναίκες, δηλαδή δολοφονίες εναντίων τους εξ αιτίας του ίδιου τους του φύλου.

Η γυναικοκτονία αποτελεί μία πράξη η οποία συνήθως περιγράφεται ως «έγκλημα πάθους ή τιμής» από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ενώ στην πραγματικότητα το φαινόμενο πραγματεύεται την επιβολή εξουσίας και δύναμης ενάντια στο γυναικείο φύλο και σώμα. Ακριβώς επειδή υπάρχει ακόμα η παγιωμένη πεποίθηση ότι οι γυναίκες κατέχουν το ρόλο  του «αδύναμου φύλου» μέσα σε μια κοινωνία, η θέση τους ταυτόχρονα υποβαθμίζεται και χρίζεται άξια εκμετάλλευσης, χειραγώγησης, κακοποίησης, ακόμα και δολοφονίας

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συνήθως αποφεύγουν να χρησιμοποιούν τον όρο «γυναικοκτονία», με αποτέλεσμα η προσοχή να στρέφεται στην δικαιολόγηση της πράξης του θύτη (π.χ «έγκλημα πάθους»), παραμελώντας έτσι την πλευρά του θύματος και τις επιπτώσεις στον οικογενειακό του περίγυρο. Λόγω του ότι η κοινωνία ενημερώνεται κυρίως από τα ειδησεογραφικά δελτία για τέτοια περιστατικά, κρίνεται ζωτικής σημασίας να γίνεται η χρήση του όρου από πλευράς τους, καθώς αυτό μπορεί να συμβάλλει σε πιθανή αλλαγή νοοτροπίας απέναντι στο φαινόμενο.

Η επικρατούσα νοοτροπία αφορά τον παγιωμένο στιγματισμό του θύματος που επικρατεί σε όλα τα ζητήματα έμφυλης βίας, τις ρητορικές μίσους εναντίων του και τις κατηγορίες του «τα ήθελε και τα έπαθε». Σε τυπικές περιπτώσεις ανθρωποκτονιών, συνήθως δεν επιχειρείται η δικαιολόγηση του δράστη, πρώτα από όλα από σεβασμό για την μνήμη και την τιμή του ανθρώπου που χάθηκε. Ωστόσο, σε περιπτώσεις γυναικοκτονιών έχει παρατηρηθεί αμαύρωση της μνήμης του θανόντος και δικαιολόγηση των πράξεων του δράστη. Κατά αυτόν τον τρόπο, η κακοποίηση που υπέστη το θύμα διαιωνίζεται ακόμα και μετά τον θάνατο του. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά της γυναικοκτονίας και της ανθρωποκτονίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του ισχυρισμού αποτελεί η δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη, που πήρε τεράστια έκταση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στα όρια του εξευτελισμού του ονόματος της, τόσο από τους ίδιους τους δράστες, όσο και από την υπόλοιπη κοινωνία.

Εκτός από την προοπτική των Μ.Μ.Ε., ο όρος «γυναικοκτονία» δεν είναι οικουμενικά εφαρμόσιμος ούτε στον ποινικό κώδικα, καθώς οι δολοφονίες γυναικών εντάσσονται στην ευρύτερη έννοια της «ανθρωποκτονίας» και διώκονται ποικίλα, ανάλογα με την κάθε περίπτωση. Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης αποτελεί την πιο ευρέως γνωστή διεθνή προσπάθεια για νομικό και θεσμικό συντονισμό του φαινομένου, η οποία κατονομάζει την βία κατά των γυναικών ως αναγνωρισμένο έγκλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπογραμμίζει την άμεση ανάγκη πρόληψης της, προασπίζοντας ταυτόχρονα και τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Η Τουρκία πρόσφατα αποχώρησε από την Σύμβαση, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων που έφεραν στην επιφάνεια ξανά το φαινόμενο αυτό και την ανάγκη θέσπισης των δικαιωμάτων της ζωής της γυναίκας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2017 στην Τουρκία καταγράφηκαν 430 γυναικοκτονίες.

Καθείς θα αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν αντιρρήσεις σε μια τέτοια πρωτοβουλία, όταν 1 στις 3 γυναίκες υπόκειται σε σωματική ή σεξουαλική βία μία φορά στην ζωή της, ενώ κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις καταλήγουν αναπόφευκτα και σε γυναικοκτονία. Τέτοιες αντιρρήσεις εμφανίζονται συχνά σε βαθιά πατριαρχικές κοινωνίες, όπου η έμφυλη βία είναι εντυπωμένη ως κάτι λογικό και επόμενο. Με τέτοιες πεποιθήσεις ακμάζουν οι δολοφονίες γυναικών, καθώς συνήθως αποτελούν συνέπεια μακροχρόνιας ενδοοικογενειακής βίας, κακοποίησης και καταπίεσης, υποθάλπονται μέσα στα όρια του σπιτιού, και μεσουρανούν κάτω από το γνωστό ρητό «τα εν οίκω μη εν δήμω». Ειδικά κατά την διάρκεια του τελευταίου χρόνου και αφού οι νόμοι του καθολικού lockdown του κορωνοϊού έχουν περιορίσει τους ανθρώπους μέσα στα σπίτια τους, το φαινόμενο γίνεται όλο και πιο φανερό και το μοτίβο του ξεκάθαρο, με τα νούμερα των περιστατικών να εκτοξεύονται σε παγκόσμιο επίπεδο.

Γιατί λοιπόν πρέπει να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους;

  • Γιατί η γυναικοκτονία στην Ελλάδα δεν καταγράφεται και μελετάται ως αυτή καθαυτή, δηλαδή ως δολοφονία γυναικών εξαιτίας του φύλου τους, επομένως ο αριθμός των περιστατικών παραμένει σκοτεινός
  • Γιατί σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, 137 γυναίκες δολοφονούνται κάθε μέρα παγκοσμίως από τον σύντροφό τους ή από κάποιον συγγενή τους
  • Γιατί σπάνια αποτελεί τυχαίο περιστατικό ή «κακιά στιγμή», είναι συνήθως προμελετημένο και ακόλουθο άλλων μορφών έμφυλης βίας και κακοποίησης
  • Γιατί είναι ένα έγκλημα κατά της ζωής, που υποθάλπεται από μίσος και ανάγκη για εξουσία πάνω στα γυναικεία σώματα, τα οποία οφείλουν να «τιμωρούνται» και να «σωφρονίζονται» όταν παρεκκλίνουν των πατριαρχικών δομών
  • Γιατί πηγάζει από έμφυλη και σεξιστική διάθεση, που διαιωνίζει την ανισότητα των φύλων
  • Γιατί άλλο η ανθρωποκτονία των ανδρών και άλλο η γυναικοκτονία, αμφότερες ωστόσο παραμένουν εξίσου σημαντικές
  • Γιατί όπως και το πάλαι πότε «κυνήγι των μαγισσών», η γυναικοκτονία δεν αναγνωρίζεται/κατηγοριοποιείται ως έγκλημα από τις κυβερνήσεις και δεν διώκεται νομικά υπό αυτό το πρίσμα ούτε στην Ελλάδα, αλλά ούτε και σε πολλές άλλες χώρες
  • Γιατί δεν είναι ούτε «έγκλημα τιμής», ούτε «έγκλημα πάθους». Είναι η αφαίρεση της ζωής μιας γυναίκας, επειδή είναι γυναίκα. Και οφείλει να ενταχθεί στον δημόσιο λόγο ως τέτοιο