Η εμφάνιση της νέας μετάλλαξης του κορωνοϊού, που ονομάστηκε «Όμικρον», θέτει εκ νέου στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής, το ζήτημα των ανισοτήτων. Ένα φαινόμενο που βρίσκεται σε διαρκή όξυνση τα τελευταία χρόνια και μοιάζει με συνώνυμο του παγκοσμιοποιημένου οικονομικού συστήματος, που χαρακτηρίζεται από ακραίο, έντονο ανταγωνισμό και ατομικότητα. Είναι η εποχή που η συλλογικότητα «παραμερίζεται» δίνοντας τη θέση της στην ατομικότητα, όπου το συλλογικό συμφέρον και το κοινό καλό «εκφράζεται» και «νοείται» μέσα από το προσωπικό κέρδος. Ένα φαινόμενο που όχι μόνο «κατηγοριοποιεί» και «ταξινομεί» ανθρώπους εντός των κρατών, αλλά και τα ίδια τα κράτη διαμορφώνοντας μία παγκόσμια κοινωνική συνθήκη. Με λίγα λόγια, η παγκόσμια υφήλιος διακρίνεται σε σύγχρονο και αναπτυσσόμενο κόσμο ή αλλιώς στο Πρώτο και Τρίτο Κόσμο.
Αφορμή για αυτή τη διάκριση υπήρξε το φαινόμενο της αποικιοκρατίας του 15ου αιώνα, όπου πολλά ευρωπαϊκά κράτη, που παρουσίαζαν σημαντική οικονομική ανάπτυξη, αναζήτησαν νέες περιοχές, εκτός ευρωπαϊκής ηπείρου, με στόχο την εκμετάλλευση των πρώτων υλών τους. Με αυτό τον τρόπο, τα ευρωπαϊκά κράτη κατάφεραν να αυξήσουν το εθνικό τους κεφάλαιο, αλλά και να ενισχύσουν το εθνικό τους γόητρο. Οι αποικίες αυτές, αποτελούσαν νέες αγορές, εμπορικούς σταθμούς και βάσεις για το στόλο, εξασφαλίζοντας στα ευρωπαϊκά κράτη τον έλεγχο του θαλάσσιου εμπορίου και το γρήγορο εφοδιασμό των πλοίων τους, επιτρέποντάς τους παράλληλα την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών τους. Στην πραγματικότητα οι περιοχές αυτές συνιστούσαν για τις μητροπόλεις, «πηγές» εκμετάλλευσης πρώτων υλών και ανθρώπων, συντελώντας σε μεγάλο βαθμό στην αλματώδη οικονομική ανάπτυξη των μητροπόλεων (Berstein,Milza,1997:175-176).
Σήμερα και παρά την ύπαρξη μιας διεθνοποιημένης αγοράς δίχως σύνορα, σε πολλά κράτη, που αποτελούσαν αποικίες, ένα ικανοποιητικό ποσοστό του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από τα όρια της φτώχειας, με τις συνθήκες να είναι εντονότερες στις ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες. Σε αυτά τα κράτη, οι πολίτες αντιμετωπίζουν αρκετά συχνά παραβιάσεις στα ατομικά τους δικαιώματα, ενώ πολλά αγαθά που απολαμβάνουν οι πολίτες των ανεπτυγμένων, σύγχρονων χωρών, μοιάζουν με πολυτέλεια. Μεταξύ αυτών των δικαιωμάτων είναι και εκείνο της πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας. Εύλογα όμως, τίθεται ένα βασικό ερώτημα, πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί μία επιδημία, όταν σε πολλά κράτη η υγεία «παρουσιάζεται» ως μία πολυτέλεια;
Οι κοινωνικές ανισότητες στο χώρο της υγείας
Την ώρα που οι ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη μιλούσαν για τη –υποχρεωτική- χορήγηση τρίτης δόσης εμβολίου κατά του νέου κορωνοϊού, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας «έκρουε» τον κώδωνα του κινδύνου για τις φτωχές χώρες του πλανήτη, ιδίως στην Αφρική όπου δεν είχαν τα απαραίτητα εφόδια να χορηγήσουν στους πληθυσμούς τους ούτε την πρώτη δόση, ακριβώς λόγω της δυσμενούς κοινωνικοοικονομικής τους κατάστασης. Μία κατάσταση που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρείται ως κάτι νέο, αποτέλεσμα της υψηλής μεταδοτικότητας του ιού. Αρκεί κάποιος να ανατρέξει στους ετήσιους πίνακες επιπολασμού και θανάτων του ιού HIV/AIDS, όπου 200.000 άνθρωποι στη δυτική και κεντρική Αφρική προσβλήθηκαν από τον ιό, έναντι 1,5 εκατομμυρίου ανθρώπων παγκοσμίως (UNAIDS,2021).
Οι αποκλίσεις αυτές δεν συναντώνται μόνο σε παγκόσμιο επίπεδο. Κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες παρατηρούνται και εντός των ίδιων των κρατών. Πρόκειται για το λεγόμενο Τέταρτο Κόσμο, όπως ονομάστηκε, που περιλαμβάνει όλες τις αποκλειόμενες, περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες εντός των ανεπτυγμένων κοινωνιών. Ως ανισότητες προσδιορίζουμε τις διαφορές μεταξύ των ατόμων, των κοινωνικών ομάδων σχετικά με τον πλούτο, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, την υγεία κλπ. Οι διαφορές αυτές εκλαμβάνονται ως άδικες, διότι δεν είναι βιολογικά καθορισμένες. Αντίθετα, οφείλονται σε οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Η πρόσφατη δε οικονομική κρίση που έπληξε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ενέτεινε τις ανισότητες στα περισσότερα κράτη μέλη, προκαλώντας σημαντικούς προβληματισμούς αναφορικά με τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης και την κοινωνική συνοχή.
Η υγεία αποτελεί ένα θεμελιώδες, ανθρώπινο δικαίωμα το οποίο προστατεύεται και προάγεται μέσα από Διεθνείς Συμβάσεις, αλλά και από το εκάστοτε εθνικό νομοθετικό πλαίσιο. Με αυτή την έννοια, όλοι οι πολίτες θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στις υγειονομικές υπηρεσίες, δίχως να υπόκεινται σε διακρίσεις φυλής, θρησκείας, πολιτικής πεποίθησης, οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης. Ο τομέας της υγείας ωστόσο, γνώρισε αισθητές περικοπές στο πλαίσιο της δημοσιονομικής εξυγίανσης σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη, ιδίως του νότου. Παράλληλα, ένα σύνολο διεθνών μελετών υπογραμμίζουν τη συσχέτιση μεταξύ της χαμηλής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης του ατόμου, με τις αρνητικές επιπτώσεις στη σωματική και τη ψυχική του υγεία. Με λίγα λόγια, μήπως οι περικοπές αυτές δημιουργούν ένα εξαιρετικά «εύφλεκτο υλικό», απειλώντας επί της ουσίας την ίδια την ανάπτυξη της κοινωνίας;
Οι ανισότητες στην υγεία αφορούν τις αποκλίσεις που παρατηρούνται στην υγεία διαφορετικών ομάδων ατόμων και επηρεάζονται από τους κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς καθοριστικούς παράγοντες της υγείας. Συνδέονται δηλαδή, με τις συνθήκες υπό τις οποίες γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε, ζούμε, εργαζόμαστε και γερνάμε. Η Έκθεση μάλιστα, Ισότητας στην Υγεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) δείχνει ότι το 90% των ανισοτήτων στην υγεία μπορεί να ερμηνευτεί ως αποτέλεσμα οικονομικής ανασφάλειας, διαβίωσης σε κακής ποιότητας κατοικίες και γειτονιές, κοινωνικού αποκλεισμού, έλλειψης αξιοπρεπούς εργασίας και κακών συνθηκών εργασίας. Υπολογίζεται ότι μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το κόστος των ανισοτήτων στην υγεία ανέρχεται σε 980 δισεκατομμύρια ευρώ ανά έτος ή 9,4 επί τοις εκατό του ευρωπαϊκού ΑΕΠ (EuroHealthNet,2019:2-3).
Κάπου εδώ, θα πρέπει να αναρωτηθούμε για το «Ποιος φταίει». Η εύκολη απάντηση μοιάζει να είναι ο καπιταλισμός, όπου στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης αγοράς, τα κράτη αποκτούν δευτερεύοντα ρόλο. Ο ρόλος του κράτους ως ρυθμιστής και ελεγκτής της αγοράς αντικαθίσταται από τα διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με ότι αυτό συνεπάγεται για την «κοινωνική του αποστολή» και ιδιαίτερα για το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών του. Διαπιστώνεται σημαντική συρρίκνωση δαπανών στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης, με τους πολίτες να μοιάζουν με μαριονέτες σε μία παγκόσμια σκακιέρα διεθνούς ανταγωνισμού. Υπάρχει βέβαια και η αντίθετη άποψη. Για παράδειγμα, ο Αμερικανός οικονομολόγος Victor Fuchs (1998, αναφέρεται στο Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος,2017:23), δηλώνει ότι η «Η θετική υγεία μπορεί να επιτευχθεί μόνο χάρη στην έξυπνη προσπάθεια κάθε ατόμου [και] καμιά κυβέρνηση, τώρα ή στο προβλέψιμο μέλλον, δεν μπορεί να εξασφαλίσει υγεία για κάθε άτομο».
Μία άποψη η οποία προφανώς και δεν μπορεί να διαψευστεί εάν το κάθε κράτος, σύγχρονο ή όχι, έδινε έμφαση στο τομέα της εκπαίδευσης. Το επίπεδο εκπαίδευσης σχετίζεται όχι μόνο με την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη των κρατών, αλλά και με τον επιπολασμό συγκεκριμένων ασθενειών. Άτομα χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο να νοσήσουν από συγκεκριμένες ασθένειες, σε σχέση με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο. Ο λόγος βρίσκεται στα κοινωνικά στερεότυπα και τις προκαταλήψεις, οι οποίες μπορούν να περιοριστούν μόνο μέσα από την εκπαίδευση. Παλαιότερα, ήταν το κοινωνικό στίγμα εκείνο που περιθωριοποιούσε τους φορείς του ιού HIV/AIDS, οι οποίοι προκειμένου να μην βιώσουν κάποια ενοχλητικά σχόλια ή και βλέμματα, δεν προχωρούσαν σε τακτικές ιατρικές εξετάσεις. Ήταν το ίδιο το στίγμα, που κράτησε στο σκοτάδι τον κόσμο για ένα μεγάλο διάστημα, με αποτέλεσμα να μετατραπεί στη μάστιγα του αιώνα.
Σήμερα, οι κοινωνίες του 21ου αιώνα είναι αντιμέτωπες με ένα άλλο φαινόμενο κοινωνικού αυτοματισμού και στιγματισμού. Την ίδια ώρα που τα σύγχρονα κράτη εστιάζουν στη τρίτη δόση του εμβολίου, στο εσωτερικό τους πολλοί πολίτες βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας. Επιπλέον, σε άλλες χώρες οι άνθρωποι «μοιάζουν» παραδομένοι σε ένα μοιρολατρικό παιχνίδι με τον κορωνοϊό, εξαιτίας ακριβώς της αδιαφορίας της παγκόσμιας κοινότητας για τη βιωσιμότητα αυτών των πολιτών.
Ο σοφός μας λαός κάποτε είπε «Αυτό που βλέπεις στη αυλή του γείτονα, θα έρθει και στη δική σου» και δυστυχώς επιβεβαιώθηκε. Αν θέλουμε να μιλάμε για κοινωνική ευημερία, πέρα από τις εκάστοτε κοινωνικές πολιτικές ειδικά στοχευμένες σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, θα πρέπει να λάβουμε μέτρα και για την παγκόσμια ευημερία. Είμαστε όλοι πολίτες σε ένα παγκοσμιοποιημένο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον ή αλλιώς «πολίτες του κόσμου».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Berstein, S., Milza, P. (1997), Ιστορία της Ευρώπης: Η Ευρωπαϊκή Συμφωνία και η Ευρώπη των Εθνών 1815-1919, τόμος Β’, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
EuroHealthNet (2019), Ανισότητες στην υγεία στην Ευρώπη. Διαθέσιμο στο https://eurohealthnet.eu/sites/eurohealthnet.eu/files/publications/Health_Equity_in_the_EU_Factsheet_August_2019_A4_greek_online.pdf.
UNAIDS (2021), Global HIV & AIDS statistics — Fact sheet. Διαθέσιμο στο https://www.unaids.org/en/resources/fact-sheet.
Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, Δ., Σερέτης, Σ., Πουλημάς, Μ., Μπένος, Α. (2017), Διαχείριση της κρίσης, κατοικία και υγεία: γενίκευση και μέτρηση της στεγαστικής επισφάλειας και της επισφάλειας υγείας στην Ελλάδα, Κοινωνική Πολιτική, 8:21-49.
Ονομάζομαι Μουζάκη Μαρία και είμαι απόφοιτη του τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχω ολοκληρώσει μεταπτυχιακές σπουδές στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και είμαι υποψήφια διδάκτορας του τμήματος. Εργάζομαι ως σύμβουλος ψυχικής υγείας, καθώς και ως εκπαιδεύτρια σε προγράμματα επιμόρφωσης.