Διαδικτυακές απειλές, Διαδίκτυο

Δράστες ενδοοικογενειακής βίας χρησιμοποιούν εφαρμογές και οικιακές ηλεκτρονικές συσκευές για έλεγχο και εκφοβισμό των θυμάτων τους

Σε αυτόν τον ψηφιακό κόσμο ,είναι πολύ δύσκολο να μείνει  κάποιος εκτός δικτύου. Ειδικά για γυναίκες που προσπαθούν να διαφύγουν από έναν κακοποιητικό σύντροφο, αυτό μοιάζει σχεδόν ακατόρθωτο.

Για παράδειγμα γυναίκα από την Αυστραλία έπεσε θύμα παρακολούθησης από τον πρώην σύντροφο της ο οποίος την παρακολουθούσε για μήνες μέσα από μία απλή συσκευή που είχε εγκαταστήσει στο αμάξι της, αναφέρει η Washington Post. Χρησιμοποιώντας εφαρμογές smartphones που συνδέονταν με το ηλεκτρονικό λογισμικό του Land Rover της, είχε καταφέρει να ελέγχει τα παράθυρα του αμαξιού και να καταφέρνει να σταματάει το αμάξι εξ αποστάσεως.

Υποθέσεις σαν αυτήν δεν είναι τόσο ασυνήθιστες σήμερα, αφού εντάσσονται σε αυτό που οι επιστήμονες ονομάζουν σαν την ανερχόμενη μόδα στην ενδοοικογενειακή βία,  με την οποία  κακοποιητικοί σύντροφοι διαιωνίζουν τις συνηθισμένες μορφές της ενδοοικογενειακής βίας, χρησιμοποιώντας την τεχνολογία.

Έρευνα από το Εθνικό Δίκτυο για τον τερματισμό της ενδοοικογενειακής βίας, αναφέρει ότι  σε ποσοστό 50%  οι θύτες χρησιμοποιούν εφαρμογές κινητών τηλεφώνων για να παρακολουθούν τα θύματα τους και ένα   υπόλοιπο  ποσοστό  41%  των θυτών χρησιμοποιεί  διάφορες εφαρμογές εντοπισμού GPS.

Η Dianne Freed , υποψήφια διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο Cornell Tech της Νέας Υόρκης και ειδική στην ψηφιακή ασφάλεια και το διαδικτυακό απόρρητο, είναι μια ερευνήτρια που έχει δείξει ενδιαφέρον για την σχέση μεταξύ ψηφιακής τεχνολογίας και την ενδοοικογενειακή κακοποίηση μεταξύ συντρόφων.

Η ψηφιακή ενδοοικογενειακή βία είναι πιθανή,  λόγω της  φύσης της στενής προσωπικής σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ του θύματος και του θύτη, σύμφωνα με την ερευνήτρια. Οι θύτες επιπλέον δεν χρειάζεται να έχουν εξειδικευμένα  κατασκοπευτικά εργαλεία ,για να ελέγχουν τα υποψήφια θύματα.

Αυτό που συμβαίνει συχνά είναι, ότι ο θύτης πιθανόν να έχει βοηθήσει στην εγκατάσταση των λογαριασμών και πολλών εφαρμογών στο κινητό του θύματος. Επίσης μπορεί να έχουν αγοράσει το κινητό για λογαριασμό του θύματος, και συχνά μπορούν να διαχειρίζονται πληροφορίες μέσω ενός κοινού οικογενειακού προγράμματος πλοήγησης  ή μέσω ενός κοινού λογαριασμού iCloud, που όμως το άτομο συχνά δεν έχει επίγνωση ότι χρησιμοποιούνται από κοινού αυτές οι πληροφορίες. Οι θύτες συχνά χρησιμοποιούν φαινομενικά «αθώες» εφαρμογές όπως το  “Find my friends “ ή το Google Maps για να εντοπίσουν τα θύματα τους . Ονομάζουμε αυτήν την κατηγορία εφαρμογών  σαν « εφαρμογές διπλής χρήσης» που ενώ είναι νόμιμες εφαρμογές συχνά χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας.

Σε πολλές άλλες περιπτώσεις οι γυναίκες – θύματα μπορεί να  μην γνωρίζουν πώς να καταργήσουν και επαναεγκαταστήσουν  μια εφαρμογή  και άλλες συσκευές ώστε να αποφύγει την κακοποίηση .

Εάν έχουν εγκαταστήσει με τέτοιον  τρόπο τις  εφαρμογές ώστε ο θύτης να είναι ο κύριος διαχειριστής του λογαριασμού ,συχνά το θύμα δεν έχει πρόσβαση στη διαχείριση του.

Η ερευνήτρια συνεχίζοντας υποστηρίζει ότι, τα θύματα ενδοοικογειακής βίας δεν πρέπει με την πρώτη υποψία ότι παρακολουθούνται να διαγράψουν τους λογαριασμούς των εφαρμογών, αλλά αντίθετα να προσπαθήσουν με τη βοήθεια κάποιου ειδικού να ανακαλύψουν με ποιόν ακριβώς τρόπο μπορεί να  γίνεται η παρακολούθηση τους. Σαν μια άσκηση αυτοαξιολόγησης  του κινδύνου , υποστηρίζει η ερευνήτρια τα θύματα πρέπει να απαντήσουν σε μία σειρά από κρίσιμες ερωτήσεις, όπως,  το  “Αν το άτομο που υποπτεύεστε σας αγόρασε κάποια συσκευή π.χ κινητό τηλέφωνο, ή αν σας πληρώνει τον λογαριασμό και με αυτόν τον τρόπο ελέγχει το πού είστε ή τις κλήσεις που πραγματοποιείτε’’ και επιπλέον ‘’εάν το άτομο αυτό έχει πρόσβαση σε κάποια άλλη φυσική συσκευή ή μέσο μετακίνησης πχ ποδήλατο που χρησιμοποιείτε από κοινού’’.

 

Με πληροφορίες από Wbur

Aποδόθηκε στα ελληνικά από την Άσπα Κωνσταντουδάκη