Social Media, Διαδίκτυο

Διάθεση και social media: Δυο ανεξαρτητες μεταβλητες;

Aποδόθηκε στα ελληνικά από την Αδαμαντία Νικολάου,

 

Ο  διάλογος σχετικά με το πόση ώρα ξοδεύουν καθημερινά τα άτομα πάνω από τις οθόνες τους είναι ένα θέμα που έχει βρεθεί στο επίκεντρο πολλών συζητήσεων και συνήθως στόχος αυτών των συζητήσεων είναι  να παρομοιάσουν  τον χρόνο αυτό με άλλες κακές συνήθειες όπως είναι η κατανάλωση μεγάλης ποσότητας αλκοόλ και έτοιμου φαγητού.

Παράλληλα, κοινωνικοί επιστήμονες που προσπαθούν να ερευνήσουν τις ψυχολογικές συνέπειες της συνεχούς ενασχόλησης με το διαδίκτυο, επισημαίνουν με απόλυτη σιγουριά το εξής : « είναι σχεδόν αδύνατον να βρεθεί κάποια ομάδα ανθρώπων τη σημερινή εποχή η οποία δεν ζει μέσα στον  ηλεκτρονικό κόσμο». Τα παιδιά πλέον αποκτούν κινητά από πολύ μικρή ηλικία και οι έφηβοι περνούν τουλάχιστον έξι ώρες την ημέρα στα social media, όπως το  Instagram,  το Facebook αλλά και άλλες σελίδες και εφαρμογές όπως το  Netflix.

Πρακτικά, πλέον, μετρήσεις όπως «Μέσος όρος καθημερινής χρήσης κινητών και ίντερνετ» είναι σχεδόν άχρηστες, αρκεί μόνο να σκεφτεί κανείς πόσα πράγματα μπορεί να κάνει κάποιος στο κινητό του όση ώρα περιμένει το μετρό ή και κατά τη διάρκεια της διαδρομής του (scrolling, μηνύματα, ταινίες κλπ.). Φυσικά αυτός ο χρόνος αυτός, συνήθως, δεν περιλαμβάνεται στις μετρήσεις μέσου όπου καθημερινής χρήσης, επομένως αυτές δεν μπορούν παρά να θεωρηθούν ανακριβείς.

Σήμερα, λοιπόν, αυτή η ενασχόληση με τα  social media  αλλά και το ίντερνετ, γενικώς, δεν θεωρείται απλώς μια συνήθεια αλλά ένας εδραιωμένος τρόπος ζωής. Σύμφωνα με τον Byron Reeves, καθηγητή Επικοινωνίας στο  Stanford University, είναι αδύνατον να  κατανοήσουμε ακριβώς την κατάσταση που επικρατεί όσον αφορά τη χρήση του ίντερνετ και των τηλεφώνων, καθώς δεν ξέρουμε τι ακριβώς κάνει το κάθε άτομο σε αυτά. Προκειμένου να μπορέσουμε να δώσουμε μία εξήγηση σε όλο αυτό το φαινόμενο, πρέπει να μάθουμε τί ακριβώς κάνουν οι άνθρωποι στα κινητά και τους υπολογιστές τους.»

Ερευνητές έχουν προσπαθήσει να συνδυάσουν έρευνες σχετικά με  το χρόνο που ξοδεύει ένα άτομο σε σελίδες όπως το  Facebook, με έρευνές που αφορούν την ψυχική υγεία των ατόμων, προκειμένου να γίνουν οι απαραίτητες συσχετίσεις. Αλλά για να γίνει κατανοητή η επιρροή των  social media  στην ψυχολογία των ατόμων δεν αρκεί να καταμετρηθούν οι ώρες που τα άτομα ξοδεύουν σε αυτά αλλά να μελετηθεί το τί ακριβώς τα άτομα παρακολουθούν και κάνουν μέσα σε αυτά. Το τί κάθε άτομο παρακολουθεί και κάνει καθημερινά στο ίντερνετ είναι ξεχωριστό και ανάλογη είναι και η επιρροή που αυτό έχει στην ψυχολογία του.

Ο  Dr.Reeves  και οι συνεργάτες του  στην εργασία τους «Δεν είναι οι εταιρείες των μέσων ενημέρωσης  που κανονίζουν το τι βλέπουμε ή κάνουμε, αλλά εμείς οι ίδιοι», περιελάμβαναν  έρευνες από το Penn State University, Boston University, Apple Inc. and Toyota Research Institute. Προκειμένου να υποστηρίξουν αυτή την προσέγγιση, οι ερευνητές παρουσίασαν το ηλεκτρονικό «νήμα» χιλιάδων ανθρώπων, μέσω στιγμιότυπων της δραστηριότητας   των ατόμων κατά τη διάρκεια μίας ή περισσοτέρων ημερών. Αυτές οι μετρήσεις έδειξαν ότι τα άτομα μετακινούνται από τη μία δραστηριότητα στην άλλη ανά περίπου είκοσι δευτερόλεπτα και πολύ σπάνια το κάθε άτομο ξόδευε παραπάνω από είκοσι λεπτά στην ίδια ηλεκτρονική δραστηριότητα.

Προκειμένου να γίνει πιο κατανοητή η όλη κατάσταση, μέσα στην εργασία παρουσιάζονταν γραφήματα των ηλεκτρονικών «νημάτων»  30 φοιτητών για τέσσερις μέρες. Τα γραφήματα παρουσίαζαν μεγάλες διαφορές, δείχνοντας ότι το κάθε άτομο χρησιμοποιούσε το κινητό και τον υπολογιστή του με πολλούς διαφορετικούς τρόπους καθημερινά. Κάποια άτομα περνούσαν από την χρήση του υπολογιστή για εργασίες στην χρήση για παρακολούθηση ταινιών και ενημέρωσης μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.

Αυτά τα «σχήματα» χρήσης του ίντερνετ μπορούν να διαφέρουν από μέρα σε μέρα αλλά και από ώρα σε ώρα. Το ερώτημα όμως που τίθεται για τους ερευνητές μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία, είναι το πως αυτές οι διαφορές στη χρήση του υπολογιστή, δημιουργούν μια διαφορετική εμπειρία για τον καθένα και συνεπώς επηρεάζουν διαφορετικά την ψυχολογία του καθενός. Σε μία πρόσφατη έρευνα από την Johannes Eichstaedt του University of Pennsylvania εξετάστηκε η δραστηριότητα στο  Facebook, 114 ατόμων με διαγνωσμένη κατάθλιψη. Χρησιμοποιώντας αλγορίθμους, η ομάδα ανέλυσε το περιεχόμενο των δημοσιεύσεων των χρηστών από τους μήνες και τα έτη πριν από τη λήψη της διάγνωσης και τις συνέκρινε με τις θέσεις παρόμοιων ατόμων που δεν ανέπτυξαν κατάθλιψη.

Η έρευνα έδειξε διαφορές στο πόσο συχνά χρησιμοποιούνταν κάποιες λέξεις ανάμεσα στις δύο ομάδες ατόμων. Για παράδειγμα κατέστη φανερό ότι τα άτομα που αργότερα διαγνώστηκαν με κατάθλιψη μιλούσαν για τον εαυτό τους στο  Facebook  συχνότερα από τους άλλους. Αν και με μικρό δείγμα, αυτή η έρευνα ήταν μία από τις πρώτες που ανέδειξαν τη συσχέτιση της χρήσης συγκεκριμένης γλώσσας και μορφών έκφρασης στα  social media και της ανάπτυξης διαταραχών της διάθεσης.

Ο Dr. Eichstaedt δήλωσε ότι αυτή η αποκάλυψη αποτελεί σημαντικό τεκμήριο για το ότι τα άτομα που υποφέρουν από κατάθλιψη και άλλες διαταραχές εστιάζουν κυρίως στον εαυτό τους, σε αντίθεση με τα ψυχικά υγιή τα οποία κοιτάζουν και πέρα από αυτόν.

Αυτοί οι ερευνητές βρήκαν ότι αναλύοντας τη γλώσσα που χρησιμοποιεί το κάθε άτομο στο  Facebook, θα μπορούσαν να προβλέψουνε το κατά πόσο αυτό το άτομο να λάμβανε διάγνωση κατάθλιψης με ποσοστό επιτυχίας 70%. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να διευκρινιστεί το κατά πόσο η ηλεκτρονική εμπειρία του κάθε ατόμου, μειώνει τη διάθεσή του και γιατί.

Η συσχέτιση του χρόνου που αφιερώνει το κάθε άτομο στην οθόνη με την προσωπικότητα και τη διάθεσή του, αποτελεί ένα επίσης ευρύ και σημαντικό πεδίο έρευνας που έχει απασχολήσει τα τελευταία χρόνια. Το 2015 μία έρευνα του  Dar Meshi, ενός γνωσιακού νευροεπιστήμονα  στο Freie University  στο Βερολίνο, μαζί με μία ομάδα ερευνητών, περιέγραψαν τα εγκεφαλικά κυκλώματα που υποστηρίζουν την παρόρμηση και τα συνέδεσαν με τα επίπεδα χρήσης των κοινωνικών δικτύων.

Σύμφωνα με τον Dr. Meshi  του Michigan State University «Υπάρχουν έτσι, τόσες πολλές διαφορετικές μεταβλητές που οι συσκευές μπορούν να καταγράψουν, όχι μόνο το περιεχόμενο, αλλά και η ταχύτητα χρήσης, οι συνήθειες των πληκτρολογίων, η συχνότητα αλλαγής τοποθεσιών. Θα ήμασταν χαζοί εάν δεν λαμβάναμε υπόψη όλα αυτά.»

Αν όλα αυτά τα ερωτήματα και οι ανακαλύψεις αρχίσουν να απασχολούν περισσότερο τις Κοινωνικές επιστήμες, θα προκύψουν νέες και πιο χρήσιμές ερωτήσεις πέραν των πλέον παλαιωμένων, όπως «Πόσος χρόνος στο διαδίκτυο θεωρείται πολύς;» Ερωτήσεις όπως  το «Ποιος τρόπος χρήσης του Διαδικτύου μπορεί να είναι προβληματικός; Αλλά και για ποιούς;», είναι οι νέες ερωτήσεις που θα πρέπει να αρχίσουν να έρχονται στο προσκήνιο και να μελετώνται πεσρισσότερο.

 

Πηγή: New York Times