Γράφει ο Βαγγέλης Ζαφειριάδης, Νομικός, ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου, Μεταπτυχιακός φοιτητής στη Διαφθορά, το Οικονομικό και Οργανωμένο Έγκλημα
Το ηλεκτρονικό οικονομικό έγκλημα είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο και είναι πιθανό να αποτελέσει μείζον πρόβλημα για την κοινωνία τα επόμενα χρόνια. Η αντιμετώπισή του από νομική άποψη δεν είναι εύκολη. Πολλά θύματα είτε δεν καταγγέλλουν τα περιστατικά είτε, αν το κάνουν, δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι υπάλληλοι στα αρμόδια όργανα, για να διερευνήσουν και να δώσουν συνέχεια στις καταγγελίες αυτές. Επιπλέον, τα ψηφιακά ίχνη από μόνα τους, συχνά, δεν αποτελούν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την εξιχνίαση ενός εγκλήματος. Ακόμη και όταν βρεθούν ψηφιακά ίχνη του δράστη, η δίωξη μπορεί να είναι δύσκολη λόγω κακόβουλης πρόθεσης, έλλειψης μαρτύρων ή άλλων ανεπαρκών στοιχείων. Όλα αυτά τα γεγονότα συμβάλλουν στη δυσκολία αντιμετώπισης του φαινομένου.
Ούτε το κράτος ούτε το ίδιο το κοινό θα πρέπει να μείνουν αδιάφοροι απέναντι στο ηλεκτρονικό οικονομικό έγκλημα, ακόμη και αν η αντιμετώπισή του είναι δύσκολη. Σε ατομικό επίπεδο, οι χρήστες του διαδικτύου θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί κατά την περιήγηση και τις συναλλαγές τους σε αυτό. Ειδικότερα, θα πρέπει να διατηρούν ενημερωμένα τα προγράμματα που είναι εγκατεστημένα στις ηλεκτρονικές τους συσκευές, ιδίως τους φυλλομετρητές διαδικτύου και τα προγράμματα προστασίας από ιούς. Ταυτόχρονα, οι κωδικοί πρόσβασης για διάφορους λογαριασμούς θα πρέπει να αλλάζουν τακτικά, ώστε να είναι πιο δύσκολο να υποκλαπούν. Τα μέτρα που μπορούν να εφαρμόσουν οι χρήστες του διαδικτύου και τα οποία έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά περιλαμβάνουν:
- Συχνή δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας των αρχείων, τόσο στους υπολογιστές όσο και στα smartphones, ώστε να είναι πάντα διαθέσιμα σε περίπτωση που υποκλαπούν ή καταστραφούν από κάποιον ιό.
- Αποφυγή ανοίγματος μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από άγνωστους ή ύποπτους αποστολείς, ιδίως υπερσυνδέσμους που παραπέμπουν σε φορείς πληρωμής λογαριασμών ή σε αναξιόπιστους ιστότοπους.
- Αποφυγή εισαγωγής κωδικών πρόσβασης σε εφαρμογές e-banking σε μη αξιόπιστες ιστοσελίδες και κοινοποίησης στοιχείων χρεωστικής/πιστωτικής κάρτας σε άγνωστες και μη αξιόπιστες οντότητες/πρόσωπα
- Λήψη πρόσθετων μέτρων ασφαλείας κατά τη διενέργεια ηλεκτρονικών συναλλαγών με τη χρήση χρεωστικών/πιστωτικών καρτών χωρίς επαφή, όπως η αποστολή μηνύματος που ζητά την εξουσιοδότηση του χρήστη για τη συναλλαγή, προκειμένου να αποφεύγεται ο κίνδυνος δόλιων συναλλαγών.
Αυτά είναι μερικά μόνο από τα προληπτικά μέτρα που μπορούν να λάβουν οι χρήστες του διαδικτύου για να προστατεύσουν την περιουσία τους από τις δόλιες δραστηριότητες των εγκληματιών του κυβερνοχώρου. Ωστόσο, τα μέτρα που λαμβάνονται μόνο σε ατομικό επίπεδο δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Τα ίδια τα κράτη μέλη πρέπει επίσης να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης, καθώς το οικονομικό έγκλημα στον κυβερνοχώρο μπορεί να διαπερνά τα σύνορα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη σε αυτό το ζήτημα και έχει αναλάβει δράση. Με την απόφαση 276/1999/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θεσπίστηκε το κοινοτικό πρόγραμμα για ασφαλέστερο Διαδίκτυο, το οποίο αποσκοπεί στην προώθηση ενός ασφαλέστερου Διαδικτύου. Το πρόγραμμα αυτό:
- Δημιούργησε κατάλληλο μηχανισμό για να δέχεται καταγγελίες από το κοινό σχετικά με το έγκλημα στον κυβερνοχώρο και όρισε κατάλληλο προσωπικό για τη διερεύνηση και τον χειρισμό αυτών των καταγγελιών.
- Προώθησε μια εκστρατεία ευαισθητοποίησης του κοινού σχετικά με τους σύγχρονους κινδύνους που ενέχει η χρήση του διαδικτύου, σύμφωνα με την ταχεία αύξηση του αριθμού των χρηστών του διαδικτύου. Ειδικότερα, υλοποιήθηκε εκπαιδευτικό πρόγραμμα για την ενημέρωση γονέων και μαθητών σχετικά με την ασφαλή χρήση του διαδικτύου από ανηλίκους. Στη συνέχεια, σε συνδυασμό με το προαναφερθέν κοινοτικό πρόγραμμα, δημιουργήθηκε ένα άλλο κοινοτικό πρόγραμμα με την απόφαση 854/2005/ΕΚ, με στόχο την προώθηση της ασφαλούς χρήσης του διαδικτύου. Το πρόγραμμα αυτό προβλέπει τη δημιουργία μιας γραμμής βοήθειας για τις καταγγελίες των πολιτών σχετικά με το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, οι οποίες διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές για ανάληψη δράσης. Λόγω του αυξανόμενου αριθμού παραβιάσεων της ασφάλειας στις ηλεκτρονικές συναλλαγές, στις 14 Σεπτεμβρίου 2019 τέθηκε σε ισχύ κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη θέσπιση ορισμένων διατάξεων της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 “σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών”. Ως εκ τούτου, ο κανονισμός εισήγαγε, μεταξύ άλλων, απαιτήσεις για ισχυρή ταυτοποίηση των κατόχων χρεωστικών/πιστωτικών καρτών κατά τη χρήση αυτών ανέπαφα σε ηλεκτρονικές αγορές/συναλλαγές (ηλεκτρονικό εμπόριο). Ως εκ τούτου, για την αποφυγή δόλιων συναλλαγών, απαιτείται επίσης η εξουσιοδότηση του κατόχου της κάρτας για τη συναλλαγή όταν ο κάτοχος της κάρτας ανακατευθύνεται στο ασφαλές διαδικτυακό περιβάλλον πληρωμών του τραπεζικού ιδρύματος ή του εμπόρου.
Εκτός από τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού, λαμβάνονται επίσης δραστικά μέτρα σε εθνικό επίπεδο για την αντιμετώπιση και την πρόληψη του ηλεκτρονικού οικονομικού εγκλήματος. Τα κράτη μέλη έχουν εγκαταστήσει ενημερωμένο λογισμικό κατά κακόβουλων λογισμικών, λογισμικά ανίχνευσης απειλών στις ηλεκτρονικές συσκευές και προωθούν εκστρατείες ευαισθητοποίησης για την ενημέρωση του κοινού σχετικά με αυτές τις απειλές και τον τρόπο αντιμετώπισής τους.
Η Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Ελληνικής Αστυνομίας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πρωτοβουλία αυτή. Η σύστασή της ρυθμίζεται από το Προεδρικό Διάταγμα 178/2014 και τα καθήκοντά της περιλαμβάνουν την πρόληψη, διερεύνηση και καταστολή εγκλημάτων και αντικοινωνικών πράξεων που διαπράττονται μέσω του διαδικτύου και άλλων μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Παράλληλα με την καταπολέμηση του ηλεκτρονικού εγκλήματος, έχουν επίσης υλοποιηθεί καινοτόμες δραστηριότητες για την πρόληψη του φαινομένου αυτού, όπως εργαστήρια και τηλεδιασκέψεις για την ασφαλή χρήση του διαδικτύου και επισκέψεις σε σχολεία για την ενημέρωση γονέων και μαθητών σχετικά με το ηλεκτρονικό οικονομικό έγκλημα και το έγκλημα στον κυβερνοχώρο εν γένει.
Παρότι η πρόοδος όσον αφορά την επίλυση αυτών των αδικημάτων ήταν σημαντική, απαιτούνται πιο δραστικά μέτρα για τη σημαντική μείωση της συχνότητας του ηλεκτρονικού οικονομικού εγκλήματος.
Πηγές:
Η εθελοντική ομάδα του CSI Institute, αποτελούμενη από εξειδικευμένους επιστήμονες όπως, ψυχολόγους, εγκληματολόγους, κοινωνιολόγους καθώς και τεχνικούς δικτύων & πληροφορικής, είναι κοντά σας παρέχοντας πληροφορία, ενημέρωση και γνώση μέσα από ποικίλα θέματα αρθρογραφίας.