Ανθρώπινες Σχέσεις

Από το «γιατί μίλησαν τώρα» μέχρι το ότι «όλοι το ήξεραν»: Όταν η οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης μοιάζει με κανονικότητα

 Γράφει η Μαρία Μουζάκη- Κοινωνιολόγος, MSc, Υποψήφια διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Ήταν μέσα Ιανουαρίου, όταν η «χρυσή» Ελληνίδα Ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου, μιλώντας σε διαδικτυακή ημερίδα με θέμα «Start to Talk/Σπάσε τη Σιωπή – Μίλησε, Μην Ανέχεσαι», αποκάλυψε ότι είχε πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης πριν από χρόνια από παράγοντα της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας. Έπειτα από αυτές τις δηλώσεις, ακολούθησαν μαρτυρίες και άλλων διάσημων και αφανών γυναικών και ανδρών, όπου αναφέρονταν σε διάφορες μορφές κακοποίησης που έχουν υποστεί σε διάφορους χώρους εργασίας ή και όχι. Την ίδια στιγμή τα φώτα «πέφτουν» στον καλλιτεχνικό χώρο, με τις αποκαλύψεις να αποκτούν τη μορφή χιονοστιβάδας.

   Τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, όπως και μία σειρά άλλων διαδικτυακών μέσων και ιστοτόπων αρχίζουν τα εκτενή ρεπορτάζ, προκειμένου να «δώσουν» το βήμα σε αυτά τα άτομα να μιλήσουν, καθώς και να ευαισθητοποιήσουν, να ενεργοποιήσουν την κοινή γνώμη απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή εκμετάλλευσης. Μαζί με τα περιστατικά που αποκαλύπτονται, ακούγεται συχνά από αρκετά –διάσημα- πρόσωπα ότι τέτοιου είδους συμπεριφορές ήταν γνωστές ή ακόμα χειρότερα, ότι αποτελούσαν ένα κοινό μυστικό. Μην ξεχνάτε άλλωστε, τα στερεότυπα που κυριαρχούσαν παλαιότερα για τους ηθοποιούς και τους τραγουδιστές, αλλά και για τις γυναίκες καριέρας. Στερεότυπα που μοιάζουν να βρίσκονται και να αναπαράγονται ακόμα στην ελληνική κοινωνία του 21ου αιώνα. Το αρχικό μούδιασμα της ελληνικής κοινωνίας δίνει τη θέση του σε ένα «κατηγορώ» και σε ένα «γιατί», συναισθήματα που συνδέονται άρδην με την ίδια τη φυσιογνωμία της ελληνικής κοινωνίας, όπου η παράδοση, η οικογενειοκρατία και οι αξίες είναι παρούσες. Παράλληλα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που ρωτούν, «Γιατί τώρα;», «Γιατί να μιλήσει κάποιος τώρα και όχι τότε;». Προσωπικά, αυτό που θα ήθελα να ρωτήσω είναι, εάν θα δοθεί η ίδια δημοσιότητα και σε άλλα παρόμοια φαινόμενα που συμβαίνουν πίσω από τις όχι τόσο «λαμπερές πόρτες» του θεάματος ή το αν γενικότερα η ελληνική κοινωνία είναι έτοιμη να διαχειριστεί το ελληνικό #metoo.

Μιλώντας για το ελληνικό #MeToo…

   Ήταν Οκτώβριος του 2017, όταν οι New York Times, ύστερα από εκτενή, πολύμηνα ρεπορτάζ, προχώρησαν στη δημοσίευση αποκαλύψεων αναφορικά με τη δράση του Harvey Weinstein, ενός πανίσχυρου άνδρα του Χόλυγουντ, ο οποίος εκμεταλλευόμενος τη θέση και την εξουσία του, πραγματοποιούσε επί δεκαετίες, επιθέσεις και πάσης φύσεως σεξουαλικές παρενοχλήσεις. Τον ασκό του Αιόλου «άνοιξαν» διάσημες ηθοποιοί, όπως η Alyssa Milano, η Gwynenth Paltrow κ.α. Οι αποκαλύψεις αυτές πήραν γρήγορα τη μορφή κινήματος και έγιναν viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το hashtag #metoo έλαβε παγκόσμιες διαστάσεις, μεταφράστηκε σε δεκάδες γλώσσες, δίνοντας τη δύναμη σε χιλιάδες γυναίκες, από όλο τον κόσμο, να μιλήσουν για τη σεξουαλική κακοποίηση που είχαν βιώσει και να μην αισθάνονται «μόνες». Με άλλα λόγια το #metoo και η ψηφιακή κοινωνία κατάφεραν να «απεγκλωβίσουν» χιλιάδες θύματα από το φόβο της αποκάλυψης, προσφέροντας μία ομπρέλα προστασίας και αναγκάζοντας την ίδια την κοινωνία να προβληματιστεί και να αναλογιστεί για μία σειρά συμπεριφορών που επί δεκαετίες έμεναν στο απυρόβλητο, υπό το φόβο των κοινωνικών πρέπει και συμπεριφορών. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το κίνημα αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε σκοπιμότητες ή και ακρότητες, φαινόμενα που αναδεικνύουν τη σημασία του κράτους δικαίου στη ζωή μας.

   Στη χώρα μας, το κίνημα αυτό είναι αρκετά πρόωρο, έχοντας ως αφετηρία τις αποκαλύψεις της Σοφίας Μπεκατώρου. Οι αποκαλύψεις αυτές ήταν αρκετές για να ξεκινήσει και στην Ελλάδα το #metoo, καθιστώντας σαφές ότι η έμφυλη βία και η σεξουαλική παρενόχληση στη χώρα συνιστούν διαχρονικά φαινόμενα, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης, ηλικίας, μόρφωσης, θρησκείας, εθνότητας και σεξουαλικού προσανατολισμού. Φαινόμενα που συναντώνται τόσο σε κοινωνικό επίπεδο, όπως είναι ο χώρος της εργασίας, όσο και σε προσωπικό, π.χ. στο χώρο της οικογένειας.

   Αν θα πρέπει να μας ξαφνιάζουν αυτά τα φαινόμενα; Φυσικά και όχι! Η κοινωνία μας δεν είναι «αγγελικά πλασμένη». Το κοινωνικό σύνολο συντίθεται από διαφορετικές πληθυσμιακές, κοινωνικές ομάδες, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις αντιλήψεις και τα πρότυπα που προάγονται. Υπάρχουν πράγματι, κοινά αποδεκτές συμπεριφορές, καθορισμένα, «σωστά» πρότυπα που προάγονται, όμως είναι οι ίδιες αντιλήψεις που ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την απόκρυψη αυτών των περιστατικών, δίνοντας βήμα σε εκφράσεις τύπου «Αν μιλήσεις θα διαλύσεις την οικογένεια» ή «Ποιος θα σε πάρει εσένα έτσι;» ή ακόμα χειρότερα «Σίγουρα κάτι έκανες και τον προκάλεσες»! Εκφράσεις που δεν πρέπει να εκπλήσσουν αφού είναι η φύση της ελληνικής κοινωνίας που μένει πιστή σε παραδόσεις και αξίες, ιδίως σε πιο κλειστές κοινωνίες. Για παράδειγμα, πόσο πιθανό είναι να «μιλήσει» κάποιο θύμα σεξουαλικής κακοποίησης σε μία κλειστή κοινωνία ή αν προτιμάτε καλύτερα, πόσο πιθανό είναι το άτομο αυτό να καταγγείλει αυτό το περιστατικό στον αστυνόμο του χωριού;

   Περιστατικά τα οποία δεν είναι ασύνδετα από το έμφυλο χάσμα που παρατηρείται στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, στα οποία ενυπάρχουν μέχρι και σήμερα έμφυλες διαφοροποιήσεις και ανδροκρατούμενα συστήματα. Συμπεριφορές που συνδέονται άμεσα με πρότυπα σεξισμού και αρρενωπότητας, τα οποία «καλλιεργούνται» ήδη από την πρώιμη παιδική ηλικία.

   Προφανώς και κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με σαφήνεια εάν όλες οι καταγγελίες είναι αληθινές. Αυτός είναι ο ρόλος της δικαιοσύνης. Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι το #metoo λειτουργεί ως ένας μηχανισμός «απομυθοποίησης» των θυτών. Οι αποκαλύψεις αυτές «σπάνε» τα στερεότυπα του θύτη, φανερώνοντας ότι καθένας θα μπορούσε να ήταν· θα μπορούσε να ήταν ένας αδελφός, ένας αγαπημένος ηθοποιός, ένας προϊστάμενος, ένας οικογενειάρχης, μέχρι και ένα οικείο πρόσωπο υπεράνω υποψίας. Αυτό είναι και το δίδαγμα. Θύτης και θύμα μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε, όπως και το ότι ένα θύμα μπορεί να γίνει θύτης, λόγω ακριβώς αυτού του τραύματος!

Το «γιατί τώρα»;

   Για να είμαστε ειλικρινείς, είναι ένα από τα κύρια ερωτήματα που ακούγονται αυτό το διάστημα. Μία ερώτηση που υποκρύπτει ίσως μία αμφισβήτηση, μία κριτική απέναντι στο ίδιο το θύμα και στις δηλώσεις του, οι οποίες απαιτούν αρκετή δύναμη, ψυχική ισορροπία και «ψυχικά αποθέματα». Γιατί δεν είναι μόνο ότι στέκεται απέναντι σε κάποιο άτομο που τον είχε πληγώσει. Στην πραγματικότητα στέκεται απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του, που επί δεκαετίες  -ίσως και για μικρότερο χρονικό διάστημα-επέλεγε την απόκρυψη αυτού του γεγονότος, φοβούμενο τον όποιο στιγματισμό ή την περαιτέρω τραυματοποίησή του.  Είναι βέβαια σημαντικό να τονιστεί ότι η οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης δεν έχει φύλο. Θύματα μπορούν να είναι τόσο γυναίκες, όσο και άνδρες, όπου σε αμφότερους οι συνέπειες είναι  ιδιαίτερα δυσμενείς για τις σχέσεις τους, την προσωπικότητά τους όπως και για τη γενικότερη μελλοντική προσωπική τους εξέλιξη.

   Υπό αυτές τις συνθήκες, τα άτομα αυτά καλούνται να αντιμετωπίσουν πρώτα τον εαυτό τους. Προκειμένου να μιλήσουν, θα πρέπει να αισθανθούν ασφαλείς και σιγουριά, ότι δεν θα στιγματιστούν και δεν θα τραυματιστούν περαιτέρω, διότι η αποκάλυψη της κακοποίησης προϋποθέτει την εκ νέου βίωση του τραύματος. Το άτομο το ξανά ζει και ίσως να το ζει εντονότερα γιατί τώρα δεν υπάρχουν οι ψυχολογικοί μηχανισμοί άμυνας, ούτε οι τοίχοι που «κρύβουν» το περιστατικό από την υπόλοιπη κοινωνία. Τώρα το περιστατικό δημοσιοποιείται. Δεν το «κοιτάζει» πλέον από την κλειδαρότρυπα γεγονός που επισύρει ένα χείμαρρο συναισθημάτων.

   Το κίνημα προσφέρει αυτή την ευκαιρία. Είναι η στιγμή που η ατομικότητα συναντά τη συλλογικότητα, με την τελευταία να χτίζει ένα τοίχος προστασίας όχι μόνο για τα θύματα, αλλά και για όλους εκείνους τους επίδοξους άνδρες «παλαιάς ή σύγχρονης κοπής» που δεν έχουν αποκαλυφθεί ή που θα προχωρούσαν στο μέλλον σε παρόμοιες πράξεις. Μία συλλογικότητα που οικοδομήθηκε στην πρόοδο που έχει συντελεστεί –και συντελείται- σε κοινωνικό επίπεδο, όπου το φεμινιστικό κίνημα έχει υπάρξει σημαντικός αρωγός. Συνεπώς είναι η κατάλληλη εποχή για να μιλήσουν αλλά και για να ακούσουμε. Είναι μία εποχή ανασυγκρότησης του κοινωνικού περιβάλλοντος, όπου παραδοσιακά πρότυπα και έμφυλοι ρόλοι εξετάζονται εκ νέου, αποκτώντας νέο περιεχόμενο και νόημα.

   Απαντώντας λοιπόν στο «γιατί τώρα», η απάντηση μοιάζει απλή. Τώρα μπόρεσαν να μιλήσουν! Τώρα βρήκαν τη δύναμη. Αν βοήθησε η Σοφία Μπεκατώρου; Προφανώς και βοήθησε. Είναι ένα διακεκριμένο άτομο, που δημοσιότητά της ή το ταλέντο της δεν την προστάτεψαν. Αντίστοιχα, οι αποκαλύψεις από γνωστά πρόσωπα του καλλιτεχνικού κόσμου, έδωσαν το βήμα σε άσημα αγόρια και κορίτσια να μιλήσουν και να καταλάβουν ότι δεν είναι μόνα τους.

   Γιατί δεν μίλησαν νωρίτερα; Οι αιτίες αυτής της απάντησης βρίσκονται στη δομή της ελληνικής κοινωνίας. Δεν είμαστε κοινωνικά ευαισθητοποιημένοι σε αυτά τα θέματα. Τα μαθήματα σεξουαλικού προσανατολισμού εκλείπουν από την ελληνική εκπαίδευση, ενώ τα πρότυπα περί αρρενωπότητας και σεξουαλικότητας που προάγονται από τους βασικούς φορείς κοινωνικοποίησης έχουν ως συνέπεια την αναπαραγωγή του έμφυλου χάσματος. Δεν πρέπει εξίσου να παραλείπεται η ανεπαρκής επικοινωνία μέσα στην ελληνική οικογένεια, ιδίως για θέματα σεξουαλικού προσανατολισμού, όπως και η βαρύτητα που δίνεται στην τιμή της, που οδηγεί σε συχνά σε απόκρυψη αυτών των φαινομένων, φοβούμενη το στιγματισμό.

   Αντιφατικός μοιάζει και ο ρόλος των μέσων μαζικής ενημέρωσης, μιας και μέχρι πρότινος απουσίαζε από τη θεματολογία τους η σεξουαλική κακοποίηση, ως θέμα κοινωνικού ενδιαφέροντος. Αντίθετα, δεν απουσίαζαν οι σκηνές βίας και κακοποίησης στις διάφορες σειρές και ταινίες μυθοπλασίας. Παράλληλα δεν πρέπει να παραλείπεται ότι η προβολή αυτού του θέματος δεν είναι άσχετη από μεροληπτικούς σκοπούς ακροαματικότητας, δίχως την ανάλογη βαρύτητα στη νομοθεσία, όπως και η σχεδόν απουσία προβολής φορέων και ομάδων υποστήριξης αυτών των ατόμων.

    Συνοψίζοντας, θα πρέπει να τονιστεί ότι το κίνημα #metoo έχει πρωτίστως αποτρεπτικό χαρακτήρα. Με άλλα λόγια δεν είναι της μόδας! Είναι ένα μέσο που δίνει φωνή σε χιλιάδες γυναίκες, οι οποίες μπορεί να πέρασαν μία ζωή στο φόβο και στις ενοχές. Θα ήταν επίσης λάθος, αν διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης επέλεγαν πηχυαίους τίτλους με υβριστικά σχόλια, τα οποία το μόνο που θα επιτύγχαναν θα ήταν η δημόσια διαπόμπευση και φαινόμενα κοινωνικού αυτοματισμού και στιγματισμού. Με αυτή την έννοια, η οποιαδήποτε απερίσκεπτη καταγγελία και η λάθος προβολή αυτής της θεματολογίας, θέτουν σε κίνδυνο τους πραγματικούς σκοπούς του κινήματος και τείνουν να μετατρέψουν τα θύματα σε θύτες, με ανάλογο αντίκτυπο σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο.