Γράφει η Γεωργία Κοντοκώστα, Δικηγόρος – Διαμεσολαβήτρια
Πόσες φορές έχει τύχει να είναι κάποιος μάρτυρας ενός επεισοδίου μεταξύ δύο συμπολιτών μας, οι οποίοι απειλούν ο ένας τον άλλον; Πότε αυτή η συμπεριφορά στοιχειοθετεί το έγκλημα της απειλής σύμφωνα με την έννομη τάξη μας και πότε διώκεται?
Ο ποινικός μας Κώδικας στον άρθρο 333 υπάγει την απειλή στα εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας και ορίζει ότι:
«1. Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.
Με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται και όποιος, χωρίς απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης, προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία, με την επίμονη καταδίωξη ή παρακολούθησή του, όπως ιδίως με την επιδίωξη διαρκούς επαφής μέσω τηλεπικοινωνιακού ή ηλεκτρονικού μέσου ή με επανειλημμένες επισκέψεις στο οικογενειακό, κοινωνικό ή εργασιακό περιβάλλον αυτού, παρά την εκπεφρασμένη αντίθετη βούλησή του.
- Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση.»
Στοιχεία, λοιπόν του εγκλήματος, όπως προκύπτει από τη εν λόγω διάταξη, είναι:
1) Η πρόκληση σε άλλον τρόμου και ανησυχίας, ανεξαρτήτως αν η απειλή ήταν ικανή να προκαλέσει τούτο.
2) Με την απειλή αυτού με βία ή άλλη παράνομη πράξη.
Στοιχείο δηλαδή του αδικήματος δεν είναι η άσκηση βίας, αλλά η απειλή ασκήσεως βίας ή τελέσεως άλλης παρανόμου πράξεως ή παραλείψεως, η οποία μπορεί να γίνει με οποιανδήποτε τρόπο (προφορικώς, εγγράφως, με νεύματα ή με άλλες απειλητικές κινήσεις). Για παράδειγμα, δεν αρκούν απλές κατάρες ή καυχησιολογίες, η φράση, όμως, “θα σε σκοτώσουμε”, απευθυνόμενη (μάλιστα από πλείονες) στον άλλο, μπορεί, εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση προκαλεί τρόμο και ανησυχία, να στοιχειοθετήσει την πράξη της απειλής. Μπορεί επίσης να μην είναι παρών ο απειλούμενος, αρκεί να περιήλθε εις γνώση του και να του προκάλεσε τρόμο και ανησυχία, η δε απειλούμενη βία μπορεί να είναι σωματική κατά τον απειλούμενο, είτε τρίτο, είτε κατά πραγμάτων.
Επιπλέον, η απειλή βίας πρέπει να απευθύνεται κατά ορισμένου προσώπου ή προσώπου που συνδέεται στενά με το απειλούμενο πρόσωπο. Έτσι, αν οι απειλές απευθύνονται προς τη γενικότητα πολιτών και όχι σε ένα πρόσωπο ή ορισμένα, έστω και μη τοπικά συνδεόμενα, δεν υπάγονται στο έγκλημα της απειλής. Παράλληλα, το απειλούμενο κακό δεν είναι ανάγκη να είναι αξιόποινη πράξη, αλλά αρκεί οποιαδήποτε θετική ή αποθετική ενέργεια, ακόμη και αδίκημα μη καταλογιστό.
3) Η ύπαρξη δόλου. Αρκεί και ενδεχόμενος δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι η απειλούμενη ενέργεια συνιστά βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη και τη θέληση να περιάγει άλλον σε τρόμο ή ανησυχία. Πρέπει δηλαδή να περιλαμβάνει την πεποίθηση του δράστη ότι η απειλή (σαν πιθανό κακό) θα κατανοηθεί ως σοβαρή από τον αποδέκτη της, ενώ στα στοιχεία του δόλου δεν περιλαμβάνεται το ότι ο ίδιος ο δράστης αξιολογεί την απειλούμενη συμπεριφορά ως αδίκημα, δεν έχει δε σημασία αν ο δράστης σκοπεύει να την πραγματοποιήσει, καθότι ο δράστης ενεργεί απλώς για να προκαλέσει φόβο.
Τέλος, σημαντικό επίσης είναι και το γεγονός ότι για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση. Κατά συνέπεια, αν το θύμα δεν υποβάλλει έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε, η πράξη μένει ατιμώρητη, καθότι δεν διώκεται αυτεπαγγέλτως από τις διωκτικές αρχές.
Γιατί τροποποιήθηκε το άρθρο 333 του Ποινικού μας Κώδικα; Τι είναι το stalking;
Με την τροποποίηση του άρθρου 333 Π.Κ. (περί απειλής) με το νόμο 4531/18, «τιμωρείται και όποιος, χωρίς απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης, προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία, με την επίμονη καταδίωξη ή παρακολούθησή του, όπως ιδίως με την επιδίωξη διαρκούς επαφής μέσω τηλεπικοινωνιακού ή ηλεκτρονικού μέσου ή με επανειλημμένες επισκέψεις στο οικογενειακό, κοινωνικό ή εργασιακό περιβάλλον αυτού, παρά την εκπεφρασμένη αντίθετη βούλησή του».
Η τροποποίηση έγινε στα πλαίσια του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με την Κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (Σύμβαση Κωνσταντινούπολης 2011) και για πρώτη φόρα στην αιτιολογική έκθεση του Νόμου 4531/2018 αναφέρεται ο όρος «stalking».
Ο όρος « stalking» σημαίνει την έντονη παρενοχλητική συμπεριφορά ενός ανθρώπου προς κάποιος άλλο – και μέσω του διαδικτύου- η οποία φτάνει σε τέτοιο βαθμό, που το θύμα αναγκάζεται να αλλάξει την καθημερινή του ζωή, να αισθανθεί φόβο, ανησυχία και κίνδυνο.
Μερικά παραδείγματα τέτοιας συμπεριφοράς είναι τα εξής: επαναλαμβανόμενα μηνύματα, κλήσεις, e-mails, τα οποία δεν είναι απαραίτητο να είναι απειλητικά, συνεχής δημιουργία ψεύτικων profiles στο διαδίκτυο για λογαριασμό του θύματος, επίμονη παρακολούθηση και παρατήρηση του θύματος, όπου και αν πηγαίνει αυτό στην καθημερινότητά του, επικοινωνία με γνωστούς και φίλους προκειμένου να ληφθούν πληροφορίες για το θύμα, δώρα, γράμματα, απειλές/βανδαλισμοί πάσης φύσεως και άλλα πολλά.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το θύμα μπορεί να προχωρήσει σε καταγγελία στις αρμόδιες αρχές, καθότι το stalking μπορεί να οδηγήσει σε πολύ σοβαρότερα εγκλήματα, όπως φθορά της ιδιοκτησίας του θύματος (βανδαλισμοί), παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών του, ακόμα και πρόκληση σωματικής του βλάβης. Για την άσκηση της ποινικής δίωξης απαιτείται έγκληση από το θύμα, όπως και στην απειλή, εντός 3 μηνών από την παράνομη συμπεριφορά του δράστη.
Για οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία και ενημέρωση για τα ανωτέρω εγκλήματα, μπορεί το θύμα να απευθυνθεί σε εξειδικευμένο νομικό ή ειδικό κυβερνοασφάλειας, ώστε με την κατάλληλη ενημέρωσή του να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας για την προστασία του.
Η εθελοντική ομάδα του CSI Institute, αποτελούμενη από εξειδικευμένους επιστήμονες όπως, ψυχολόγους, εγκληματολόγους, κοινωνιολόγους καθώς και τεχνικούς δικτύων & πληροφορικής, είναι κοντά σας παρέχοντας πληροφορία, ενημέρωση και γνώση μέσα από ποικίλα θέματα αρθρογραφίας.