Γονείς, Οικογένεια, Παιδιά, Συμπεριφορά, Ψυχική υγεία

«Γιατί να πάω το παιδί σε ψυχολόγο; Αφού δεν είναι τρελό.»

Aπό την Αδαμαντία Νικολάου,

    Η καταφανής πρόοδος στα επιστημονικά, τεχνολογικά και κοινωνικά επιτεύγματα του 21ου αιώνα, φαίνεται να μην αφήνει κανέναν ανεπηρέαστο. Παρόλα αυτά, ακόμα και σήμερα, σε μια εποχή κατά την οποία υποτίθεται ότι ο κόσμος έχει αρχίσει να πιο ευαίσθητος σε θέματα διαφορετικότητας αλλά και ψυχικής υγείας, μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού στη Ελλάδα, θεωρεί ακόμα ταμπού το να επισκεφθεί έναν ψυχολόγο και ακόμα περισσότερο να στείλει το παιδί του σε αυτόν. Στην Ελλάδα, κυριαρχεί η άποψη ότι το να επισκεφθεί κάποιος έναν Ψυχολόγο σημαίνει ότι είναι τρελός. Παρόλο που η επιστήμη της Ψυχολογίας έχει προχωρήσει και έχει αποδείξει ότι δεν υπάρχει μόνο για να ασχολείται με άτομα τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπα με πολύ σοβαρές ψυχικές διαταραχές, ένα μεγάλο ποσοστό, εμμένει ακόμα σε αυτή την άποψη, θεωρώντας μια επίσκεψη σε ψυχολόγο, ως μια απόδειξη ότι ο ίδιος είναι τρελός. Ειδικά όταν πρόκειται, για παιδιά, η ιδέα του να σταλούν σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας αντιμετωπίζεται ως ένα τεράστιο ταμπού από τους γονείς.

Αυτό που θα πρέπει να καταστεί κατανοητό είναι και το αυτονόητο της υπόθεσης, ότι δηλαδή τα άτομα που κάνουν συνεδρίες με ψυχολόγους δεν είναι διαταραγμένα και η ηλικία δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο, ούτε υπάρχει κάποιο ηλικιακό όριο στο πότε ένας άνθρωπος μπορεί να πάει σε κάποιον ψυχολόγο. Οι γονείς για διάφορους λόγους θεωρούν απαγορευτικό το να στείλουν το παιδί τους σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας και μερικούς από αυτούς λόγους θα προσπαθήσουμε να παραθέσουμε και να καταρρίψουμε παρακάτω.

 

  • «Γιατί να πάω το παιδί σε ψυχολόγο; Αφού δεν είναι τρελό.»

Όπως ειπώθηκε παραπάνω, πολλοί θεωρούν ότι ο ψυχολόγος χρειάζεται μόνο σε περιπτώσεις σοβαρών διαταραχών, κάτι το οποίο προφανώς και δεν αληθεύει. Ο ψυχολόγος είναι ένας άνθρωπος ο οποίος έχει εκπαιδευτεί στο να διαχειρίζεται από απλές μέχρι πολύ δύσκολες καταστάσεις, ουσιαστικά μιλάμε για ένα συνεχές το οποίο ξεκινάει από την «κανονικότητα» και τελειώνει στην ακραία παρέκκλιση και διαταραχή. Οποιοδήποτε θέμα απασχολεί ένα παιδί μπορεί να θεωρείται πολύ απλό από τους γονείς, όμως αν αυτό αφεθεί να εξελίσσεται μπορεί να καταλήξει αρκετά σοβαρό. Ο ψυχολόγος μπορεί να προλάβει την ακραία αυτή έκβαση της κατάστασης, βοηθώντας το παιδί να κατανοήσει τη θέση του και να εξελιχθεί αφήνοντας πίσω το οποιοδήποτε θέμα μπορεί να το βασανίζει, με αποτέλεσμα το παιδί να εξελίξει τον χαρακτήρα του και να είναι σε θέση να διαχειριστεί αντίστοιχα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν στο μέλλον, να δημιουργηθεί, λοιπόν, η λεγόμενη «ψυχική ανθεκτικότητα». Επομένως, γίνεται κατανοητό ότι πέρα από θεραπευτικά ο ψυχολόγος μπορεί να λειτουργήσει και προληπτικά.

 

  • «Το παιδί μου δεν θέλω να πάρει φάρμακα.»

Άλλος ένας μύθος που ακόμη επικρατεί, είναι ότι όποιο άτομο επισκέπτεται ένα ψυχολόγο, αναγκαστικά, θα πάρει φάρμακα. Καταρχάς, σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο ψυχολόγος δεν έχει το δικαίωμα συνταγογράφησης, άρα δεν μπορεί να πει σε κάποιον πελάτη να πάρει φάρμακα. Η έναρξη λήψης φαρμακευτικής αγωγής γίνεται πάντα σε συνεργασία με κάποιον θεράποντα ιατρό, ο οποίος αξιολογεί την κατάσταση και αναλόγως μπορεί να συστήσει την χρήση φαρμάκων, χωρίς παρόλα αυτά, να μπορεί να αναγκάσει κανέναν να πάρει φαρμακευτική αγωγή εάν ο ίδιος δεν το επιθυμεί, εκτός περιπτώσεων που χρήζουν άμεσης λήψης φαρμακευτικής αγωγής. Άρα, οι γονείς δεν θα πρέπει να σκέφτονται τη λήψη φαρμάκων ως δεδομένη όταν στέλνουν το παιδί τους σε κάποιον ψυχολόγο, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ψυχολόγοι δεν προτείνουν τη συνεργασία με ψυχίατρο εάν αυτή δεν κρίνεται αναγκαία.

 

  • «Το παιδί μου έχει εμένα και τους φίλους του, δεν χρειάζεται να λέει τα προβλήματά του σε έναν ξένο.»

Μια ακόμη άποψη που κυριαρχεί, είναι ότι την ίδια ακριβώς δουλειά που κάνει ένας ψυχολόγος, μπορεί να την κάνει και ένας γονιός ή ένας φίλος, να ακούσει δηλαδή τα προβλήματά μας και να μας δώσει συμβουλές. Αυτή η άποψη είναι καταφανώς λανθασμένη, διότι πρώτον ο ψυχολόγος δεν δίνει ποτέ συμβουλές, όπως κάνει ένας φίλος. Ο ψυχολόγος ακούει και βοηθάει στο να φτάσεις σε μια λύση και μια απόφαση, πλήρως συνεργατικά, χωρίς ποτέ να σου πει ακριβώς τι πρέπει να κάνεις, όπως θα κάνει ένας γονιός ή ένας φίλος. Επίσης ο φίλοι και οι γονείς είναι πάντα συναισθηματικά εμπλεκόμενοι όταν συζητάνε ένα θέμα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να δουν ποτέ μια υπόθεση πλήρως αντικειμενικά και άρα να συμβουλέψουν αναλόγως. Εν αντιθέσει, ο ψυχολόγος είναι ένα τρίτο άτομο του οποίου η κρίση περιορίζεται στα πλαίσια της θεραπευτικής σχέσης και η μόνη πραγματικότητα του πελάτη που γνωρίζει, είναι αυτή που ο ίδιος ο πελάτης παρουσιάζει, συνεπώς οι απόψεις του αποτελούν μια αντικειμενική οπτική του θέματος, χωρίς να υπάρχει η οποιαδήποτε πιθανότητα συναισθηματικής εμπλοκής και άρα μεροληψίας.

 

  • «Τί θα πει ο κόσμος αν το παιδί μου πάει σε ψυχολόγο;»

Στην Ελλάδα, γενικότερα, επικρατεί η νοοτροπία του «Τι θα πει ο άλλος για εμένα αν κάνω κάτι που δεν του φαίνεται φυσιολογικό;». Πέραν του ότι θα πρέπει γενικώς να απομακρυνθούμε από αυτόν τον τρόπο σκέψης, σχετικά με το οτιδήποτε κάνουμε στην προσωπική μας ζωή, το οποίο δεν αφορά κανέναν άλλον πέρα από εμάς, συγκεκριμένα όσον αφορά το ζήτημα της επίσκεψης ενός ψυχολόγου, πρέπει να ξεφύγουμε από τη λογική ότι οι άλλοι θα μας κακολογήσουν εάν το κάνουμε. Το να πάμε σε κάποιον ψυχολόγο είναι μια καθαρά προσωπική απόφαση η οποία δεν αφορά κανέναν άλλον πέραν από εμάς και τον ψυχολόγο. Το αν οι άλλοι βρουν κάτι να πουν για αυτή μας την απόφαση δεν θα πρέπει να μας απασχολεί. Η απόφαση έναρξης ψυχοθεραπείας, είναι ένα πολύ μεγάλο βήμα στη ζωή ενός ατόμου και είναι πολλά τα θετικά που πρόκειται να προσκομίσει από όλο αυτό, επομένως η άποψη του καθενός είναι κάτι που θα πρέπει να μας αφήνει ανεπηρέαστους.

 

Συνοψίζοντας, θα πρέπει να γίνει στον καθένα κατανοητό ότι η απόφαση του να επισκεφτεί κάποιος έναν ψυχολόγο ή να στείλει το παιδί του σε αυτόν είναι μια υπόθεση η οποία θέλει πολλή σκέψη αλλά μόνο θετικά μπορεί να αποκομίσει ο οποιοσδήποτε από αυτή τη διαδικασία. Ως κοινωνία πρέπει να ξεφύγουμε από το ταμπού αυτό και να κάνουμε το βήμα ώστε να βελτιώσουμε τη ζωή μας.